Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις
Η επόμενη κρίση θα είναι δύσκολη για το ευρώ. Οι πολιτικές της ΕΚΤ έχουν χάσει την αποτελεσματικότητά τους. Επομένως, θα χρειαστούμε μια πολιτική λύση για το πρόβλημα, λέει ο Ντάνιελ Στέλτερ, ιδρυτής του German Discussion Forum Beyond the Obvious.
Ο Ντάνιελ Στέλτερ είναι ο ιδρυτής του German Discussion Forum Beyond the Obvious, που εστιάζει σε θέματα μακροοικονομίας και στρατηγικής. Πριν ήταν στέλεχος της Boston Consulting Group για σχεδόν 25 χρόνια, τα τελευταία ως εκτελεστικός διευθυντής και μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της εταιρείας. Ενόψει του BCG Athens Summit 2019, που θα λάβει χώρα την προσεχή Τετάρτη και στο οποίο θα είναι κεντρικός ομιλητής, απαντά στις ερωτήσεις της «Κ» για τις προοπτικές της ελληνικής και της παγκόσμιας οικονομίας.
– Πόσο ανθεκτική απέναντι στα αυξανόμενα παγκόσμια εμπόδια θα αποδειχθεί η ανάκαμψη της Ελλάδας;
– Η Ελλάδα κατάφερε να ξεπεράσει τη δυσμενέστερη κρίση που έχει βιώσει μια δυτική ευρωπαϊκή χώρα μετά το 1930. Οι Ελληνες το ένιωσαν με τον πιο δύσκολο τρόπο και οι θυσίες όλων βοήθησαν στο να ξεπεραστεί η κρίση. Το δημόσιο χρέος αναδιαρθρώθηκε με τη βοήθεια των Ευρωπαίων εταίρων και ο βράχνας του δημοσίου χρέους, παρά την ονομαστική αξία του 180% του ΑΕΠ, είναι σημαντικά χαμηλότερος. Χαμηλότερα επιτόκια και μεγαλύτεροι χρόνοι αποπληρωμής ισοδυναμούν με «κούρεμα» χρέους, παρόλο που κάνεις δεν θέλει να το παραδεχτεί δημόσια για να μην αναστατώσει τους φορολογουμένους των υπολοίπων χωρών. Μονάχα 67 δισ. ευρώ, από τα 359, βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών επενδυτών, μειώνοντας έτσι τους κινδύνους αγοράς και αναχρηματοδότησης. Αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος που η Ελλάδα σήμερα έχει χαμηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης συγκριτικά με την Ιταλία.
Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και να αξιοποιήσει στο έπακρον τα πλεονεκτήματά της –το υψηλά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό της, τη φυσική ομορφιά και την απαράμιλλη ιστορία της– προκειμένου να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της και να επιτύχει σταθερή ανάπτυξη. Αυτό απαιτεί να διατηρηθεί η ελκυστικότητα της Ελλάδας για τους ξένους αλλά και Ελληνες επενδυτές. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να υποτιμάμε τις προκλήσεις που παραμένουν. Η Ελλάδα θα χρειαστεί αρκετά ακόμα χρόνια για να ανακάμψει και να επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα.
– Ποια είναι η μεγαλύτερη απειλή στην παγκόσμια οικονομία το 2020;
– Προφανώς, το σημαντικότερο ρίσκο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρωζώνη γενικά, είναι μια παγκόσμια οικονομική κρίση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ευρωζώνης και της Αμερικής είναι ιδιαίτερα χαμηλοί σε σύγκριση με τα επίπεδα προ κρίσης. Αν αναλογιστεί κανείς την τεράστια προσπάθεια που έχει καταβληθεί –υψηλές δημόσιες δαπάνες, σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, και άκρως επεκτατική νομισματική πολιτική–, η ανάκαμψη είναι αρκετά απογοητευτική. Ο σημαντικότερος λόγος είναι ότι ο κόσμος παραμένει υπερχρεωμένος. Η Ελλάδα δεν ήταν η μόνη με πρόβλημα χρέους. Οι περισσότερες δυτικές χώρες, η Ιαπωνία και, ολοένα και περισσότερο, η Κίνα, έχουν προβλήματα χρέους. Εδώ και αρκετά χρόνια –από τα τέλη του 1980– αυτές οι οικονομίες έχουν χρησιμοποιήσει το χρέος ώστε να καλύψουν τα αδιέξοδά τους, οδηγώντας έτσι σε μεγαλύτερες «φούσκες» και προβλήματα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό «εταιρειών ζόμπι», οι οποίες είναι οριακά σε θέση να αποπληρώνουν το χρέος τους, αλλά αδυνατούν να καινοτομήσουν ή να επενδύσουν. Αυτή είναι και η κύρια αίτια για τη συνεχώς μειούμενη αύξηση της παραγωγικότητας. Αν σκεφτεί κανείς ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαντλήσει τις δυνατότητές τους, δεν θέλει πολύ για να ξαναβρεθούμε σε νέα παγκόσμια ύφεση και αμφιβάλλω αν οι κεντρικές τράπεζες θα καταφέρουν εκ νέου να μας γλιτώσουν. Την επόμενη φορά που θα δούμε άμεση χρηματοδότηση από κεντρικές τράπεζες προγραμμάτων για την ώθηση της οικονομίας, πιθανότατα θα είναι για έναν πράσινο στόχο, σχετικά με την κλιματική αλλαγή. Στην πραγματικότητα όμως, δεν θα είναι τόσο για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής αλλά για την αποτροπή κατάρρευσης της παγκόσμιας οικονομίας.
– Πόσο προετοιμασμένη είναι η Ευρωζώνη για μια νέα παγκόσμια ύφεση; Εχει η ΕΚΤ τα κατάλληλα εργαλεία να την αποτρέψει;
– Η Ευρωζώνη, επιφανειακά, έχει σημειώσει πρόοδο – αρκεί να δούμε τη μείωση στα επιτόκια και στην ανεργία. Αν όμως εμβαθύνουμε σε όλες τις σημαντικές πτυχές της οικονομίας, τα κράτη-μέλη διαφέρουν μεταξύ τους όσο ποτέ. Ολοι προσδοκούσαμε ευρωπαϊκή σύγκλιση, αλλά αντ’ αυτού έχουμε απόκλιση. Ετσι, η επόμενη κρίση θα είναι δύσκολη για το ευρώ. Οι πολιτικές της ΕΚΤ έχουν πρόσφατα χάσει την αποτελεσματικότητά τους συγκριτικά με τις παρελθούσες επεμβάσεις. Επομένως θα χρειαστούμε μια πολιτική λύση για το πρόβλημα. Ξεκάθαρα. Παρόλο που προσωπικά αμφιβάλλω ότι το ευρώ μπορεί να παραμείνει στη σημερινή μορφή του, είμαι αισιόδοξος ότι θα επιβιώσει. Η πολιτική βούληση είναι τόσο έντονη που, ακόμα και χώρες όπως η Γερμανία, θα αποδεχθούν, εντέλει, αυτό που πρέπει να γίνει. Δηλαδή μεγαλύτερα προγράμματα χρηματοδοτούμενα από τις κεντρικές τράπεζες, προκειμένου να ενισχυθούν η ζήτηση και η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Κάτι τέτοιο θα μας δώσει απλώς πίστωση χρόνου, όχι κάτι περισσότερο. Αλλά θα λειτουργήσει.
– Πόσο μεγάλη είναι η ανησυχία σας σχετικά με ένα πιθανό δριμύτερο κύμα λαϊκισμού στη Δύση, όταν οι συνέπειες της 4ης βιομηχανικής επανάστασης προστεθούν στις πιέσεις της παγκοσμιοποίησης, της ανισότητας και της μετανάστευσης;
– Είμαι ιδιαιτέρως ανήσυχος. Πολλαπλές έρευνες έχουν δείξει ότι η μετανάστευση επιβαρύνει κυρίως τα τμήματα της κοινωνίας με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η παγκοσμιοποίηση έχει ωφελήσει εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους – κυρίως τους φτωχούς και το πιο εύπορο 5% του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι χαμένοι της υπόθεσης ήταν οι εργαζόμενοι με μικρομεσαία εισοδήματα στις δυτικές ανεπτυγμένες χώρες. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό κάποια πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα, όπως το δημοψήφισμα που οδήγησε στο Brexit. Στο επόμενο κύμα αυτοματοποίησης και ψηφιοποίησης, ακόμα περισσότερες θέσεις εργασίας θα κινδυνεύσουν. Αν σε αυτό προσθέσουμε και τη συνεχιζόμενη μετανάστευση, το σενάριο σημαντικής πολιτικής αναταραχής δεν φαντάζει απίθανο. Δυστυχώς, οι περισσότεροι πολιτικοί υποτιμούν αυτές τις τάσεις και θεωρούν ότι τη λύση θα φέρουν οι αυξημένες κοινωνικές μεταβιβάσεις. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό. Θα χρειαστεί να βρούμε ρηξικέλευθες απαντήσεις τόσο για την κατανομή του πλούτου όσο για το φλέγον θέμα του μεταναστευτικού.