Οι Έλληνες παράγοντες πίσω από την ποδοσφαιρική άνθηση τη δεκαετία του ‘70
Τη δεκαετία του ’70 το ελληνικό ποδόσφαιρο γνώρισε μεγάλες στιγμές, όντας το διάστημα στο οποίο οι σύλλογοι της χώρας έκλεισαν αισθητά την «ψαλίδα» με τους ευρωπαϊκούς τους αντιπάλους, ακόμη και με τα μεγαθήρια της γηραιάς ηπείρου, ενώ και στα εγχώρια ο συναγωνισμός ήταν ιδιαίτερα έντονος, με όλους τους εκπροσώπους του «Big 4» να ανεβαίνουν στο βάθρο του πρωταθλητή.
Ήταν επίσης το διάστημα στο οποίο καταγράφηκαν δύο από τις κορυφαίες ευρωπαϊκές πορείες ελληνικών ομάδων στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, δηλαδή η συμμετοχή του Παναθηναϊκού στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών 1970-71 στο «Γουέμπλεϊ», αλλά και η διαδρομή της ΑΕΚ μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA 1976-77.
Παράλληλα, αποτέλεσε τη δεκαετία στην οποία ο Ολυμπιακός δημιούργησε στα μέσα της μια δυναστεία, τη δεκαετία στην οποία αναδείχθηκαν οι περισσότεροι διαφορετικοί κυπελλούχοι Ελλάδος (Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, Άρης, Πανιώνιος και Ηρακλής, με τους «ερυθρόλευκους» να είναι οι μόνοι που κατέκτησαν παραπάνω από ένα Κύπελλο), αλλά και τη δεκαετία στην οποία αναδείχθηκαν κάποιες από τις καλύτερες ομάδες που δεν πήραν τίτλο, όπως ο ΠΑΣ Γιάννινα των Αργεντινών, αλλά και ο Εθνικός Πειραιώς.
Τέλος, και επίσης πολύ σημαντικό για την εξέλιξη του ελληνικού ποδοσφαίρου, ήταν το γεγονός ότι έγινε η μετάβαση από την ερασιτεχνική εποχή στην επαγγελματική, με το 1979 να γίνεται η χρονιά στην οποία οι ομάδες μετατράπηκαν σε ΠΑΕ.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, μια… βουτιά στην ιστορία από το 1970 μέχρι το 1979 και τους ανθρώπους που «έτρεξαν» τις ομάδες εκείνο το διάστημα, έχει τη δική της αξία. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, θα επιχειρήσουμε την ανασκόπησή μας βάσει τίτλων που έχουν κατακτήσει οι εκάστοτε σύλλογοι. Επίσης, δεν θα καταπιαστούμε κυρίως με εκείνους που έκαναν το «κάτι παραπάνω» για να μνημονεύονται.
Ολυμπιακός: Από τον Γουλανδρή στον Νταϊφά
Στη δεκαετία του ’70, ένας από τους προέδρους που δεν τον θυμούνται και τόσο οι φίλαθλοι, αλλά η συμβολή του ήταν καταλυτική στους «ερυθρόλευκους», ήταν ο Δημήτρης Βαρδάνης. Ήταν ο άνθρωπος που ανέλαβε σε μια περίοδο στην οποία κανείς δεν ήθελε να αναλάβει τον Ολυμπιακό, μετά τη χειρότερη χρονιά της ιστορίας του (1970-71), όταν και τερμάτισε 7ος με 10 ήττες στο πρωτάθλημα. Ουσιαστικά, ήταν αυτός που… παρέσυρε τον Νίκο Γουλανδρή να ασχοληθεί πιο ενεργά, αναλαμβάνοντας τα ηνία του συλλόγου μεταξύ 1972 και 1975.
«Το μόνο πράγμα που με στεναχωρεί σχετικά με τον θάνατό μου, είναι ότι θα πεθάνω και δεν θα μπορώ να βλέπω τον Ολυμπιακό», είχε πει ένας από τους αγαπητούς προέδρους στον κόσμο των Πειραιωτών, με τον οποίον ο σύλλογος πανηγύρισε τρία σερί πρωταθλήματα και δύο νταμπλ. Τα χρήματα που έριξε ο εφοπλιστής ήταν τόσα, που πήρε ό,τι καλύτερο υπήρχε σε Έλληνες ποδοσφαιριστές, δημιουργώντας την ομάδα των 23 διεθνών. Επίσης, ο Γουλανδρής ήταν εκείνος που έδωσε πριμ στον Παναθηναϊκό για την πρόκριση στον τελικό του «Γουέμπλεϊ».
Όταν το ποδόσφαιρο έγινε επαγγελματικό το 1979 ανέλαβε ο Σταύρος Νταϊφάς, για να ακολουθήσει ακόμη μια «χρυσή» περίοδος στο Λιμάνι, με τα τέσσερα σερί πρωταθλήματα, παίρνοντας από την πρώτη του κιόλας αγωνιστική χρονιά την πρωτοκαθεδρία από την ΑΕΚ.
Παναθηναϊκός: Το «Γουέμπλεϊ» και ο Νικολαΐδης
Όπως στον «αιώνιο», έτσι και στον Παναθηναϊκό, τρεις ήταν οι πρόεδροι σε αυτήν τη δεκαετία που θα μνημονεύονται. Ο πρώτος είναι ο Μιχάλης Κίτσιος (1971-1972). Με αυτόν στην κεφαλή και τον Πούσκας στον πάγκο του, το «τριφύλλι» έγραψε την πιο λαμπρή σελίδα στην ιστορία του, φτάνοντας μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, όπου στις 2 Ιουνίου 1971 αντιμετώπισε στο «Γουέμπλεϊ» τον Άγιαξ, από τον οποίο ηττήθηκε με 2-0.
Την επόμενη σεζόν ο Παναθηναϊκός, ως εκπρόσωπος της Ευρώπης, αγωνίστηκε στον τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου κόντρα στη Νασιονάλ του Μοντεβιδέο, με την οποία έφερε 1-1 στο Καραϊσκάκη και έχασε με 2-1 στην Ουρουγουάη. Ωστόσο, εντός Ελλάδος, με το βάρος στις διεθνείς υποχρεώσεις του, τερμάτισε 3ος στο πρωτάθλημα. Όμως, το 1972, με τον Αντώνη Αντωνιάδη να σημειώνει 39 γκολ (σκόραρε λιγότερο μόνο από τον Γκερντ Μίλερ της Μπάγερν), επέστρεψε στην κορυφή της Ελλάδας.
Ο δεύτερος ήταν ο Απόστολος Νικολαΐδης (1974–1979), που ανέλαβε τις τύχες του συλλόγου μετά τη Μεταπολίτευση. O «Πατριάρχης» υπήρξε αθλητής, προπονητής και διοικητικός παράγοντας του συλλόγου για έξι δεκαετίες και είναι αυτός που… βάφτισε το γήπεδο της Λεωφόρου. Στην πενταετία του ως πρόεδρος δεν πανηγύρισε και πολλές μεγάλες επιτυχίες, με εξαίρεση το 1977, όταν κατέκτησε το νταμπλ, με τη νίκη του (2-1) στον τελικό με αντίπαλο τον ΠΑΟΚ, ενώ οι «πράσινοι» έβαλαν στη συλλογή τους και την πρωτιά Βαλκανικό Κύπελλο. Η επαγγελματική εποχή στο ποδόσφαιρο συνοδεύτηκε με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη, που έμεινε μέχρι τις 29 Μαΐου του 2000. Ο «καπετάνιος» χρειάστηκε το 1984 για να πανηγυρίσει το πρώτο του πρωτάθλημα (νταμπλ μάλιστα), ενώ το 1982 έφτασε στον πρώτο τίτλο με το Κύπελλο Ελλάδας.
ΑΕΚ: Όταν συστήθηκε ο «θείος» Λουκάς
Η ΑΕΚ ήταν η ομάδα που ανταγωνιζόταν όσο καμία άλλη στις αρχές του ’70 τη μεγάλη ομάδα του Παναθηναϊκού, η οποία έφτασε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Μάλιστα, το 1971 κατέκτησε και τον τίτλο της πρωταθλήτριας, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι οι «πράσινοι» έριξαν μεγάλο βάρος στις εκτός των συνόρων διοργανώσεις. Όμως, ο πρόεδρος που θα μνημονεύεται για πάντα από τους οπαδούς της, ανέλαβε λίγο πριν τα μισά της δεκαετίας.
Ο Λουκάς Μπάρλος είχε τις τύχες του «δικεφάλου» από τον Μάρτιο του 1974 μέχρι το 1981, όντας επικεφαλής ακόμα και όταν το ελληνικό ποδόσφαιρο μετατράπηκε σε επαγγελματικό. Σχεδόν αμέσως μετά την ανάληψη της ομάδας με δημοκρατικές διαδικασίες (ψηφίστηκε επικεφαλής με ποσοστό 58%), έδωσε πολλά χρήματα, έφερε ως προπονητή τον Φάντρονκ, αλλά και ποδοσφαιριστές μεγάλης αξίας. Έτσι, τη σεζόν 1976-77 η Ένωση έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA. Επίσης, αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ελλάδας δύο σερί σεζόν (1977-78 και 1978-79), ενώ κατέκτησε και το Κύπελλο του 1977-78.
Όμως, εκτός από τα αγωνιστικά, ο Μπάρλος έγινε ευεργέτης της ΑΕΚ, επειδή θεμελιώθηκε το κλειστό γήπεδο μπάσκετ του συλλόγου, αλλά και η διώροφη σκεπαστή εξέδρα στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. Παρόλο που μεγάλωσε ως οπαδός του Άρη, αγάπησε τόσο τον «κιτρινόμαυρο δικέφαλο», που δεν δίστασε να υποθηκεύσει την περιουσία του για να τον βοηθήσει οικονομικά.
ΠΑΟΚ: Οι πρώτοι τίτλοι με Κούδα μπροστάρη
Όπως και στον έτερο «δικέφαλο», έτσι και στον ΠΑΟΚ, η δεκαετία του ’70 έχει έναν άνθρωπο που μνημονεύεται όσο κανένας άλλος. Ο λόγος για τον Γιώργο Παντελάκη. Ήταν εκείνος που από το 1960 ως το 1971 διατέλεσε γενικός γραμματέας του συλλόγου (η θέση του επικεφαλής στον σύλλογο, καθώς ο πρόεδρος ήταν θέση τιμητική), χρόνια στα οποία έβαλε τις βάσεις για να γιγαντωθούν οι «ασπρόμαυροι».
Στα τέλη του ‘71 αποσύρθηκε για επαγγελματικούς λόγους, αλλά η ομάδα που στελέχωσε, με μπροστάρη τον Γιώργο Κούδα, κατέκτησε δύο Κύπελλα Ελλάδας (1972, 1974), τους πρώτους στην ιστορία της ποδοσφαιρικής ομάδας. Το 1975 επέστρεψε πλέον ως πρόεδρος και το 1976 πανηγύρισε μαζί με τον ΠΑΟΚ τον τίτλο του πρωταθλητή.
Άρης: Καμπάνης, Χατζηγεωργίου και ο τελευταίος τίτλος
Έχουν περάσει πλέον 47 χρόνια από τότε που ο Άρης πανηγύρισε τον τελευταίο του τίτλο, το Κύπελλο Ελλάδος του 1970, που ήταν και η πρώτη του επιτυχία στον συγκεκριμένο θεσμό, καθώς οι «κίτρινοι» έχουν και οκτώ χαμένους τελικούς. Πρόεδρος του συλλόγου εκείνη την εποχή ήταν ο Νίκος Καμπάνης, ο άνθρωπος που οι οπαδοί του Άρη μνημονεύουν ακόμη και σήμερα.
Ξεκίνησε ως επικεφαλής του συλλόγου το 1969, με την πρώτη του θητεία να ολοκληρώνεται το 1972, ενώ επέστρεψε ως επικεφαλής της διοίκησης ακόμη δύο φορές (1970-72 και 1973-74), με τον Μενέλαο Χατζηγεωργίου α είναι επίσης ένας άνθρωπος που εκείνη τη δεκαετία ανέλαβε τις τύχες των «κίτρινων».
Ηρακλής: Όταν ο Ατματζίδης έφερε τον «Βάσια»
Και στον τρίτο σημαντικό σύλλογο της Θεσσαλονίκης, αυτή η δεκαετία έφερε τίτλο, τον μοναδικό της ιστορίας της. Είναι το Κύπελλο Ελλάδος του 1976, με τον Βασίλη Χατζηπαναγή να είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής του Γηραιού, στον τελικό που κρίθηκε στα πέναλτι με αντίπαλο τον Ολυμπιακό.
Οι «κυανόλευκοι» οφείλουν πολλά στον Νίκο Ατματζίδη, τον πρόεδρο που είναι μεταξύ των πιο αγαπητών στους οπαδούς της ομάδας, πιθανότατα ο πλέον αγαπητός. Βρίσκεται ακόμη εν ζωή και είναι αυτός που μαζί με τον Θεόδωρο Γεωργουλίδη έφεραν τον «Βάσια», τον άνθρωπο που έκανε όλη την Ελλάδα να υποστηρίζει τον Ηρακλή, να έρθει από τη Σοβιετική Ένωση στη χώρα μας.
Πανιώνιος: Ο τελευταίος κυπελλούχος των «ρομαντικών» χρόνων
Τις περιόδους του 1978-79 και 1979-80, την τελευταία περίοδο πριν το ελληνικό ποδόσφαιρο γίνει επαγγελματικό και την πρώτη ως τέτοιο, είχαμε δύο εκπλήξεις στον θεσμό του Κυπέλλου. Η πρώτη ήρθε από τον Πανιώνιο, στον τελικό με την ΑΕΚ, αλλά και η Καστοριά έναν χρόνο αργότερα.
Οι «κυανέρυθροι» είχαν σε εκείνη την ομάδα τον Αναστόπουλο, ενώ απέναντί τους, στον τελικό του Καραϊσκάκη, βρίσκονταν ο Μαύρος, με μια Ένωση να βρίσκεται τότε στα… ντουζένια της. Ο πρόεδρος που πιστώθηκε αυτήν την επιτυχία ήταν ο Κωνσταντίνος Τσολακάκης, ο οποίος υπηρέτησε τον σύλλογο και στον Ερασιτέχνη, ενώ από το 1974 έως το τρόπαιο ήταν ο άνθρωπος με τον οποίον συνδέθηκε η «άνθιση» ταλέντων από τα σπλάχνα της Πλατείας.
ΠΑΣ Γιάννινα: Η εποχή των Αργεντινών
Μια από τις ομάδες που μνημονεύεται όσο λίγες στη δεκαετία του ’70 είναι ο ΠΑΣ Γιάννινα. Μπορεί στα πρώτα χρόνια αυτής της χρονικής περιόδου να αγωνιζόταν στη Β’ Εθνική, αλλά όταν ανέβηκε στα… σαλόνια του ελληνικού ποδοσφαίρου ήταν από τις πρωταγωνίστριες, με το ποδόσφαιρο που έπαιζε να είναι από τα πλέον εντυπωσιακά. Μπορεί να μην πήγε πάνω από την 5η θέση, αλλά οι ποδοσφαιρόφιλοι έχουν να λένε ότι είδαν από τους Γιαννιώτες εξαιρετικό θέαμα και για τον λόγο αυτό στην ομάδα μπήκε το προσωνύμιο «Άγιαξ της Ηπείρου».
Ο πρόεδρος του ΠΑΣ εκείνη την περίοδο που ίσως να μνημονεύεται περισσότερο απ’ όλους, ήταν ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος, με τον οποίον οι «κυανόλευκοι» έφτασαν για πρώτη φορά στην κορυφαία θέση που έχουν καταγράψει στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Εθνικός: Ο πάντα απλοχέρης Καρέλλας
Μια από τις ομάδες που έπαιζαν ψηλά τη δεκαετία του ’70 ήταν ο εθνικός Πειραιώς. Καθόλου τυχαία η πορεία του, καθώς στην κεφαλή του βρίσκονταν ο Δημήτρης Καρέλλας, όπως και τις προηγούμενες δύο δεκαετίες (’50 και ’60). Ο Δημητράκης, όπως τον έλεγαν οι φίλοι του, είχε τεράστια οικονομική επιφάνεια και ήταν πολύ χουβαρντάς. Πλήρωνε και με το παραπάνω χωρίς να ρωτάει και πολλά, αλλά η ομάδα την οποία υπηρέτησε και αγάπησε δεν έβαλε κάποιον τίτλο στη συλλογή της. Δεν παύει, πάντως, να είναι ανάμεσα στους παράγοντες εκείνης της εποχής που ξεχώριζαν.
newsbeast.gr