Οι Έλληνες πρωταθλητές Ευρώπης που μάλλον δεν εξαργύρωσαν τη μεγάλη επιτυχία


Γράφει

ο Βαγγέλης Κύρκος

Το Παγκόσμιο Κύπελλο 2018 βρίσκεται στην τελική του φάση, με το τρόπαιο που φέρει το όνομα του Ζιλ Ριμέ, του ανθρώπου που εμπνεύστηκε τη διοργάνωση, να περιμένει τον κάτοχό του, για 21η φορά στην ιστορία. Η διοργάνωση αυτή, όπως και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου, ίσως και το Κόπα Αμέρικα, αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους ποδοσφαιριστές που δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους στο πιθανότατα υψηλότερο επίπεδο, να διακριθούν και να γράψουν ιστορία στο άθλημα που υπηρετούν από πιτσιρικάδες.

Πολλές ομάδες έφτασαν μέχρι την πρωτιά σε αυτές τις διοργανώσεις και ας μην τις περίμενε κανείς. Δεν ήταν παραδοσιακές δυνάμεις του ποδοσφαίρου και ελάχιστοι θα μπορούσαν να φανταστούν πως θα πήγαιναν μέχρι το τέλος. Άντε, κάποιοι ρομαντικοί, που πάντα στηρίζουν το εθνόσημο, ίσως να έκαναν όνειρα για μεγάλη πορεία, αλλά μέχρι εκεί…

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Δανία με το Euro του 1992, που επέστρεψε άρον άρον από τις παραλίες για να πάρει τη θέση της εμπόλεμης Γιουγκοσλαβίας και να πάει μέχρι τον τελικό της διοργάνωσης, όπου επικράτησε -με εμφατικό μάλιστα τρόπο- της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Γερμανίας. Όμως, καμία παρόμοια επιτυχία δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτήν του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος το 2004, στα γήπεδα της Πορτογαλίας, εκεί όπου οι απανταχού Έλληνες… εκτοξεύθηκαν στον έβδομο ουρανό.

Ευρωβουλευτές, πρόεδροι ομάδων και τεχνικοί διευθυντές…

Η ομάδα του Ότο Ρεχάγκελ ήταν σχεδόν η απόλυτη κυριολεξία της έννοιας. Ο Γερμανός δημιούργησε μια οικογένεια, καθώς κατάφερε να αξιοποιήσει μια γενιά ποδοσφαιριστών, η οποία χωρίς αμφιβολία ήταν από τις καλύτερες και πιο ποιοτικές που έβγαλε ποτέ αυτός ο τόπος. Ο θρίαμβος πριν από 14 χρόνια έμοιαζε απίστευτος, ειδικά μετά την παταγώδη αποτυχία της αντίστοιχης Εθνικής του 1994 στα γήπεδα των ΗΠΑ, αλλά με το ψύχραιμο μάτι στο πέρασμα του χρόνου διαπιστώνει κανείς ότι δεν ήταν αποτέλεσμα τύχης, ή επειδή εκμεταλλεύτηκε ιδανικά το αντι-ποδόσφαιρο.

Εκείνη η «γαλανόλευκη» όχι μόνο έπαιξε ένα σύγχρονο ποδόσφαιρο, αλλά διέθετε και αθλητές με χαρακτηριστικά που δύσκολα βρίσκεις στο ελληνικό ποδόσφαιρο του 2018. Είχε πάθος, τσαμπουκά, γνώση τακτικής και του παιχνιδιού, παίκτες με τρομερά ηγετικά στοιχεία και άλλους με εξαιρετική ποιότητα, που πολλές μεγάλες σχολές του σπορ δυσκολεύονται να αναδείξουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότεροι από αυτούς με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εκτόξευσαν τόσο την ποδοσφαιρική τους καριέρα όσο και γενικότερα τις μετοχές τους στο status quo σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Για παράδειγμα, ο Θοδωρής Ζαγοράκης έγινε πρόεδρος του ΠΑΟΚ, της αγαπημένης του ομάδας, ενώ στη συνέχεια -και μέχρι σήμερα- ξεκίνησε να εκπροσωπεί τη χώρα στο Ευρωκοινοβούλιο. Επικεφαλής διοίκησης στον «δικέφαλο» του Βορρά ήταν και ο Ζήσης Βρύζας, που δούλεψε επίσης ως τεχνικός διευθυντής, αλλά και σαν πρόεδρος της Επιτροπής Κυπέλλου στην ΕΠΟ. Στον προεδρικό θώκο της αγαπημένης του ΑΕΚ κάθισε και ο Ντέμης Νικολαΐδης, αφήνοντας μάλιστα και μια σημαντική καριέρα στην Ατλέτικο Μαδρίτης. Έναν ανάλογο ρόλο, αν και τυπικά τεχνικός διευθυντής, ανέλαβε και ο Κώστας Κατσουράνης στην ομάδα της γενέτειράς του, την Παναχαϊκή.

Όλοι οι προαναφερόμενοι, όπως και μεγάλο μέρος εκείνης της 23άδας συνέχισε και την  επαγγελματική ποδοσφαιρική καριέρα σε υψηλό επίπεδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Στέλιος Γιαννακόπουλος, ο οποίος με το που κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια έγινε -μεταξύ άλλων- και πρόεδρος του ΠΣΑΠ, διαδεχόμενος τον Αντώνη Νικοπολίδη. Αντιστοίχως, το Νο 1 εκείνης της ομάδας, έγινε προπονητής, υπηρέτησε για λίγο από αυτό το πόστο -και ως βοηθός- τον Ολυμπιακό, ενώ διετέλεσε και τεχνικός της Εθνικής Κ21. Ο Τάκης Φύσσας  ενσωματώθηκε στα κλιμάκια της εθνικής Ελλάδας ως τεχνικός διευθυντής, από όπου υπηρέτησε και τον Παναθηναϊκό, θέση την οποία έχει σήμερα ο Νίκος Νταμπίζας.

Τεχνικός διευθυντής έγινε επίσης ο Γιώργος Γεωργιάδης (του Χαραλάμπους), ενώ στην εθνική ομάδα ανέλαβαν πόστα τόσο ο Γιώργος Καραγκούνης -με τη σπουδαία μετέπειτα του Euro 2004 καριέρα- όσο και ο Γιάννης Γκούμας. Ο Τραϊανός Δέλλας έγινε προπονητής, έχοντας περάσει από τους πάγκους της ΑΕΚ, του Ατρόμητου και του Παναιτωλικού, στον οποίον θα συνεχίσει και την επόμενη σεζόν. Σημαντικούς σταθμούς στη μετέπειτα καριέρα τους είχαν οι Άγγελος Χαριστέας, Άγγελος Μπασινάς, Παντελής Καφές και ο bon viveur, Γιούγκας Σεϊταρίδης, μέχρι πρόσφατα βρισκόταν στα γήπεδα ο Δημήτρης Παπαδόπουλος, ενώ ο Κώστας Χαλκιάς ήταν ο μόνος που συνέχιζε ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής μέχρι τη σεζόν που τελείωσε, με τα γάντια της Παναχαϊκής.

Οι τέσσερις που δεν έπιασαν τις προσδοκίες

Ουσιαστικά, από εκείνη την ομάδα μόλις τέσσερις ήταν οι ποδοσφαιριστές που η πορεία τους δεν εξελίχθηκε όπως οι ίδιοι ίσως να ήθελαν, ή τέλος πάντων, όπως πολλοί μπορεί να περίμεναν, ως εξαργύρωση εκείνου του θριάμβου. Ο Αντονί Λε Ταλέκ, που μεταξύ άλλων είχε περάσει και από την Ελλάδα και φόρεσε τη φανέλα του Ατρόμητου, είχε δηλώσει κάποτε: «Η επιτυχία στο ποδόσφαιρο είναι για όσους εργάζονται σκληρά. Από τη στιγμή που το κάνεις, μπορείς να δώσεις στον εαυτό σου την ευκαιρία να το κάνει καλά». Οι συγκεκριμένοι τέσσερις, λοιπόν, δεν είναι πως δεν έκαναν καλά αυτό για το οποίο δούλεψαν από μικροί. Αν κανείς κρίνει ότι σε εκείνη την ομάδα δεν είχαν κληθεί οι Άκης Ζήκος, Ιεροκλής Στολτίδης και Γρηγόρης Γεωργάτος, καταλαβαίνει κανείς πόσο δύσκολο ήταν να γίνουν μέλη της.

Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα όλων ήταν ο Μιχάλης Καψής. Ο γιος του Άνθιμου Καψή, ενός από τους πιο σημαντικούς ποδοσφαιριστές στην ιστορία του Παναθηναϊκού και από τους πιο κομβικούς παίκτες στα πλάνα του Ρεχάγκελ σε εκείνη τη διοργάνωση, έπαιξε στους δύο μεγάλους αντιπάλους του «τριφυλλιού», τον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ. Εκείνη την περίοδο ήταν παίκτης της Ένωσης, αλλά εκείνο το καλοκαίρι πήρε μεταγραφή για την Μπορντό στη Γαλλία. Αν και είχε γεμάτες χρονιές με τους Γιρονδίνους, επέστρεψε στην Ελλάδα και τους «ερυθρόλευκους», όπου και δεν στέριωσε. Ακολούθησαν η Κύπρος και ο ΑΠΟΕΛ, με τον Λεβαδειακό να αποτελεί τον τελευταίο σταθμό της καριέρας του τις σεζόν 2008-10. Από την ημέρα που κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, δεν έχει εμφανιστεί στο προσκήνιο. Από τότε εργάζεται στο Πυροσβεστικό Σώμα, στο οποίο είχε διοριστεί από το 2004 και το παράδοξο είναι πως -όπως αναφέρουν συνάδελφοί του- εμφανιζόταν κανονικά στις βάρδιες, ακόμα και όταν ήταν εν ενεργεία παίκτης.

Τον τρίτο τερματοφύλακα εκείνης της ομάδας ελάχιστοι τον θυμούνται. Ο Φάνης Κατεργιαννάκης, τότε παίκτης του Ολυμπιακού, που αποχώρησε από τον Πειραιά γιατί πήγε εκεί ο Νικοπολίδης, πήρε μεταγραφή για την Ιταλία και την Κάλιαρι. Στην «πατρίδα των πορτιέρε» ο Θεσσαλονικιός αγωνίστηκε για μια σεζόν, επέστρεψε στην πόλη του για λογαριασμό του Ηρακλή, με τον οποίον έπαιξε ελάχιστα ματς και ολοκλήρωσε την καριέρα του ως παίκτης στη γειτονική Καβάλα, όπου έμεινε από το 2008 μέχρι το 2011. Αν και εκείνος έπιασε δουλειά στην Εθνική ως προπονητής τερματοφυλάκων στην ομάδα Νέων από τα τέλη του 2014, δεν έχει βρεθεί τόσο πολύ στα φώτα της δημοσιότητας. Εκτός από τη διδασκαλία της θέσης στις μικρές ηλικίες, διατηρεί και ένα πρακτορείο ΟΠΑΠ.

Παίκτης εκείνης της ομάδας του 2004 που έκανε περήφανους τους Έλληνες ήταν και ο Βασίλης Λάκης. Ένας από τους αγαπημένους των οπαδών της ΑΕΚ, κυρίως για τα γκολ που είχε σημειώσει κόντρα στον Ολυμπιακό, πήγε εκείνο το καλοκαίρι με μεταγραφή στην Αγγλία για την Κρίστας Πάλας. Εκεί δεν πήρε αρκετό χρόνο συμμετοχής και επέστρεψε στην Ένωση, από την οποία έφυγε ξανά το 2007 για λογαριασμό του ΠΑΟΚ. Η σεζόν 2009-10 ήταν η τελευταία του ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και για εκείνον με τη φανέλα της Καβάλας. Και εκείνος δεν βρίσκεται πλέον στο προσκήνιο, όντας ιδιοκτήτης γηπέδων ποδοσφαίρου στο  Χαλάνδρι, όπου και εδρεύει η ομάδα με το όνομά του, με δεύτερο συνθετικό το «Ατρόμητος Χαλανδρίου».

Τέλος, ο Στέλιος Βενετίδης, ένας ακόμη από τους παίκτες που αποτέλεσε σημαντικό «γρανάζι» εκείνης της ομάδας, κι ας μην πήρε τόσο μεγάλο χρόνο συμμετοχής, ήταν ο τέταρτος αυτής της… παρέας που δεν έμεινε τόσο πολύ στα φώτα της δημοσιότητας όσο οι υπόλοιποι συμπαίκτες του σε εκείνη την ομάδα. Αποχωρώντας από τον Ολυμπιακό το 2006, πήγε στη Λάρισα, με τη φανέλα της οποίας αγωνίστηκε μέχρι και το 2012, όταν και κρέμασε τα παπούτσια του, έχοντας κάνει και κάποιες πολύ καλές χρονιές, με αποκορύφωμα την κατάκτηση του Κυπέλλου 2006-07, όταν και ήταν συμπαίκτης με τον Νταμπίζα. Στη συνέχεια έγινε προπονητής επιπέδου UEFA Pro και αποτελεί «δίδυμο» με τον Δημήτρη Ελευθερόπουλο, τον οποίον ακολούθησε ως βοηθός σε αρκετές ομάδες όπως η ΑΕΚ Λάρνακας, ο Ολυμπιακός Βόλου, ο Πανθρακικός και η Βέροια.

Η ιστορία έγραψε όλους τους με χρυσά γράμματα στα κιτάπια της και ασχέτως του πόσο συμμετείχαν και με ποιον τρόπο σε εκείνη την τεράστια επιτυχία, κανείς δεν μπορεί να διαγράψει τα ονόματα όλων από εκεί.



Πηγή