Η Ελληνίδα που έκανε απεργία πείνας για να γίνει ηθοποιός

Ηθοποιός με ξεχωριστή στόφα και μοναδικό ταπεραμέντο, η Μαίρη Αρώνη υπηρέτησε για πέντε δεκαετίες το θέατρο ερμηνεύοντας πολλούς και διαφορετικούς ρόλους σημειώνοντας μία λαμπρή καριέρα.

Όσο για το πέρασμά της από τον κινηματογράφο, μπορεί να ήταν αριθμητικά μικρό (μόλις πέντε ταινίες), ωστόσο ήταν αρκετό για να αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια του.

Δικαίως έχει χαρακτηριστεί μία από τις μεγαλύτερες Ελληνίδες ηθοποιούς του θεάτρου αλλά και μία από τις πιο αγαπημένες Ελληνίδες πρωταγωνίστριες.

Ο ρόλος της «Πάστα Φλώρας» στην ταινία «Μια τρελή, τρελή οικογένεια», είναι μέχρι σήμερα ένας από τους πιο αγαπητούς στο κοινό. Το όνομά της συνδέθηκε τόσο με αυτόν τον ρόλο που ακόμα και σήμερα υπάρχουν πολλοί που αντί για το κανονικό όνομα της ηθοποιού, χρησιμοποιούν το «Πάστα Φλώρα».

Ταγμένη πάντα στο θεατρικό σανίδι, έπαιξε με το ίδιο πάθος και ενθουσιασμό τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο.

Το Κραχ και η αυτοκτονία του πατέρα της

Η Μαίρη Αρώνη, το πραγματικό επίθετο της οποίας ήταν Αρβανιτάκη, γεννήθηκε το 1914 στην Αθήνα.

Ο πατέρας της, Λέανδρος ήταν καθηγητής της μεγάλης του Γένους Σχολής και χρηματιστής. Με ταλέντο που φάνηκε από νωρίς και παρέα με την ξαδέλφη της Βάσω Μανωλίδου, στράφηκε από μικρή ηλικία στην τέχνη του θεάτρου.

Το Κραχ όμως του 1929 έμελλε να στιγματίσει την ως τότε ανέμελη ζωή της και να αλλάξει τα σχέδιά της.

Η οικονομική καταστροφή οδήγησε τον πατέρα της στην αυτοκτονία και το όνειρο της υποκριτικής άρχισε να μπαίνει στην άκρη. Η μητέρα της, προκειμένου να τα βάλουν πέρα οικονομικά, σκόπευε να ανοίξει και πάλι τον οίκο ραπτικής τον οποίο διατηρούσε παλιά έχοντας στο μυαλό της ότι η κόρη της θα εργαστεί εκεί.

Όταν όμως η Βάσω Μανωλίδου μπήκε στη Δραματική Σχολή του νεοσύστατου τότε Εθνικού Θεάτρου, η Μαίρη Αρώνη έκανε μέχρι και απεργία πείνας για να πείσει τη μητέρα της να αλλάξει γνώμη και να την αφήσει να δώσει εξετάσεις.

Αποφοίτησε από τη Δραματική σχολή με άριστα στην απαγγελία και τη φωνητική και παράλληλα φοιτούσε και στο Μουσικό Λύκειο Αθηνών.

Η γνωριμία με τον σύζυγό της και το ντεμπούτο της στη σκηνή

Κατά τη διάρκεια των σπουδών της γνώρισε τον σύζυγό της και ηθοποιό, Θόδωρο Αρώνη, αρκετά χρόνια μεγαλύτερό της, του οποίου το επίθετο υιοθέτησε σε όλη την καριέρα της. Η ηθοποιός έκανε το ντεμπούτο της το 1934 στο θεατρικό έργο «Κοσμική κίνηση».

Η ερμηνεία της εντυπωσίασε τους κριτικούς, οι οποίοι την χαρακτήρισαν «γεννημένη πρωταγωνίστρια», αλλά και τη Μαρίκα Κοτοπούλη που την πήρε την επόμενη χρονιά στον θίασό της. Τον Ιούνιο του 1935 η «Νέα Εστία» γράφει για την πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιό: «έδειξε ότι έχει μεγάλη ζωτικότητα και αξιοπρόσεκτο ταλέντο και νομίζω ότι μπορούμε να περιμένουμε πολλά από την εξέλιξή της».

Το ταλέντο της φάνηκε από την πρώτη στιγμή και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα το όνομά της φιγουράριζε ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα των μεγάλων πρωταγωνιστών του θεάτρου.

Συνεργάστηκε με μεγαθήρια όπως ο Δημήτρης Χορν, ο Κώστας Μουσούρης, ο Μάνος Κατράκης και πολλοί ακόμα.

Συγκεκριμένα, το 1941, σε ηλικία 25 χρονών, γίνεται από τις νεότερες πρωταγωνίστριες της εποχής στο θίασο του Κώστα Μουσούρη και το 1944 γίνεται συν-θιασάρχης, πρώτα με τον Δημήτρη Χορν και έπειτα και με την ξαδέρφη της, Βάσω Μανωλίδου. Το 1946 εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου ερμηνεύοντας τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μια σειρά έργων του παγκόσμιου ρεπερτορίου, όπως στο «Άνθρωπος και υπεράνθρωπος» του Σω, στη «Στρίγκλα που έγινε αρνάκι» του Σαίξπηρ, στη «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι, κ.α. Από το 1950 και για τα επόμενα 4 χρόνια θα συνεχίσει την πορεία της στο ελεύθερο θέατρο, συνεργαζόμενη με τον Δημήτρη Ροντήρη στον θίασό του «Ελληνική σκηνή», αλλά και με την Βάσω Μανωλίδου.

Το 1954 θα επιστρέψει στο Εθνικό θέατρο, για να μείνει μέχρι το 1958. Εκεί θα ερμηνεύσει για πρώτη φορά Αριστοφάνη, τις κωμωδίες «Εκκλησιάζουσες» και «Λυσιστράτη», έργα που θα σφραγίσει με το παίξιμό της. Από το 1958 θα ξαναγυρίσει στο ελεύθερο θέατρο, για να το εγκαταλείψει οριστικά το 1963. Από τότε και μέχρι την τελευταία της εμφάνιση στη σκηνή το 1982 θα παίζει στο Εθνικό θέατρο.

Θα ερμηνεύσει όλους σχεδόν τους κλασικούς ρόλους του παγκόσμιου δραματολογίου, από την Βαρβάρα Σταυρόγκιν στο έργο του Ντοστογιέφσκυ «Δαιμονισμένοι» και την βασίλισσα Ελισάβετ στο έργο του Σίλλερ «Μαρία Στούαρτ» μέχρι την Σεραφίνα ντέλλε Ρόζε στο έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Τριαντάφυλλο στο στήθος» και την Ειρήνη Νικολάγιεβνα Αρκάντινα στο έργο του Τσέχωφ, «Ο γλάρος».

Εκτός όμως από την θεατρική της παρουσία στο αθηναϊκό κοινό έκανε και πολλές περιοδείες στο εξωτερικό με αντίστοιχες παραστάσεις, όπως στο Φεστιβάλ των Εθνών (Παρίσι 1957), Μέση Ανατολή (1958), Λονδίνο (1967), Πολωνία, Ουγγαρία (1969), Ιαπωνία (1972).

Οι δύο θάνατοι που την κλόνισαν και ο κινηματογράφος

Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής οι Γερμανοί επιτάσσουν το πατρικό της σπίτι και αμέσως μετά την απελευθέρωση φεύγει από τη ζωή η μητέρα της. Το 1955 ο αγαπημένος της σύζυγος διαγνώστηκε με καρκίνο. Η ηθοποιός ταξιδεύει μαζί του στο εξωτερικό προκειμένου να εξαντλήσει όλα τα ιατρικά περιθώρια. Ο θάνατος του στις 13 Ιουλίου 1956 κλονίζει και τη δική της υγεία. Η αγάπη της για το θέατρο όμως ήταν τόσο μεγάλη που σύντομα «θάβει» τον πόνο της , πατάει στα πόδια και επιστρέφει στη σκηνή δίνοντας συγκλονιστικές ερμηνείες.

Ο κινηματογράφος θα μπει στη ζωή της το 1953 με το «Σταυροδρόμι του πεπρωμένου». Η Μαίρη Αρώνη θα ξανακάνει σινεμά το 1963 αποδεχόμενη πρόταση από τον Ορέστη Λάσκο να κρατήσει τον πρώτο γυναικείο ρόλο στην έγχρωμη μουσική κωμωδία «Μικροί και μεγάλοι εν δράσει».

Λίγο αργότερα, ακολουθεί η ταινία «Μια τρελή, τρελή, οικογένεια» (1965), μια από τις κλασικές κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου, γεμάτη με εύστοχες ατάκες και ξεκαρδιστικούς διαλόγους. Το δυνατό σενάριο του Νίκου Τσιφόρου, αλλά και οι εμπνευσμένες ερμηνείες των ηθοποιών την έκαναν διαχρονική. Εκτός από το δίδυμο Καρέζη – Αλεξανδράκη, την παράσταση έκλεψε το αλλόκοτο ζευγάρι Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ως «Στέλιος» και η Μαίρη Αρώνη ως «Πάστα Φλώρα».

Είναι η ταινία που απογείωσε την κινηματογραφική καριέρα της Μαίρης Αρώνη, η οποία καθιερώθηκε ως «Πάστα Φλώρα». Ο ρόλος δεν προοριζόταν αρχικά για την Μαίρη Αρώνη αλλά για τη Ρένα Βλαχοπούλου. Η πρωταγωνίστρια ήταν τότε 42 ετών και απέρριψε την πρόταση, καθώς δεν ήθελε να υποδυθεί τη μητέρα της Καρέζη και της Γώγου. Έτσι τη θέση της πήρε η Μαίρη Αρώνη η οποία τότε ήταν 49 ετών.

Η τύχη χαμογελά στη Μαίρη Αρώνη, που αρπάζει την ευκαιρία και η ερμηνεία της περνά στην εγχώρια κινηματογραφική μας μυθολογία. Κανείς δεν γνωρίζει αν η Βλαχοπούλου το μετάνιωσε. Το σίγουρο είναι ότι λόγω της απόρριψής της, δόθηκε μια τεράστια ευκαιρία στην Αρώνη να ξεδιπλώσει το ταλέντο της και στην μεγάλη οθόνη.

Η ταινία έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία αλλά και περιπέτεια καθώς το περιβόητο χαστούκι που έδωσε ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος στην Αρώνη ήταν δυνατό και επώδυνο. Λέγεται ότι η ηθοποιός αποχώρησε από τα γυρίσματα και χρειάστηκε η επέμβαση του Φίνου για να την φέρει πίσω.

Ο κύκλος με τις κινηματογραφικές της εμφανίσεις θα κλείσει το 1966 με την κωμωδία της Φίνος Φιλμ «Η Γυναίκα μου τρελάθηκε». Το 1968 η Μαίρη Αρώνη αναλαμβάνει καθήκοντα καθηγήτριας στο Εθνικό, και σε συνδυασμό με τις θεατρικές της υποχρεώσεις δεν της αφήνουν χρόνο για νέες εμφανίσεις στη μεγάλη οθόνη. Η τελευταία θεατρική της εμφάνιση έγινε το 1982 με το ρόλο της Αλέκας στη «Χαρτοπαίχτρα» του Δημήτρη Ψαθά.

Έφυγε από τη ζωή στον ύπνο της το πρωί της 16ης Ιουλίου 1992. Λίγα χρόνια πριν είπε:

«Ο μεγάλος μου έρωτας είναι το θέατρο. Πιστεύω ότι όλα εδώ αρχίζουν και όλα εδώ τελειώνουν. Φοβάμαι τον χρόνο – σε μας τους ηθοποιούς από ένα σημείο και μετά γίνεται εφιάλτης, γιατί δεν ξέρω τι υπάρχει μετά τον θάνατο. Αλλά, αν υπάρχει μια άλλη ζωή πέρα από ‘δώ, εγώ πιστεύω ότι το θέατρο δεν τελειώνει ποτέ».

Πηγή