Οι ελληνικές τράπεζες επιστρέφουν στο ραντάρ της Bank of America
Η αμερικανική τράπεζα αποφάσισε να ξεκινήσει εκ νέου κάλυψη του ελληνικού τραπεζικού κλάδου.
Οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών έχουν αρχίσει και μπαίνουν όλο και πιο έντονα στο ραντάρ των μεγάλων διεθνών οίκων, γεγονός που δείχνει ότι υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον από τους επενδυτές-πελάτες τους.
Μετά την JP Morgan πριν από περίπου έναν μήνα, και η Bank of America Merrill Lynch αποφάσισε να ξεκινήσει εκ νέου κάλυψη του ελληνικού τραπεζικού κλάδου, καθώς όπως επισημαίνει σε έκθεσή της, οι προοπτικές των συστημικών τραπεζών βελτιώνονται.
Ο οίκος τηρεί πάντως «επιφυλακτική στάση», καθώς κατά την άποψή του, η «επενδυτική περίπτωση» των ελληνικών τραπεζών βασίζεται σε ένα και μόνον ερώτημα: Το εάν μπορούν οι δείκτες NPEs να μειωθούν στα ευρωπαϊκά επίπεδα σε εύλογο χρονικό διάστημα, χωρίς την ανάγκη νέων κεφαλαίων. Αυτό θα εξαρτηθεί από το εάν εγχώριοι και εξωτερικοί παράγοντες κινηθούν παράλληλα και προς τη σωστή κατεύθυνση. Πάντως, ακόμη και να συμβεί αυτό, υπάρχουν μακροπρόθεσμοι διαρθρωτικοί κίνδυνοι που αν και μπορεί να μην υλοποιηθούν, θα παίξουν ρόλο στις επενδυτικές αποφάσεις.
Η BofA υπογραμμίζει, ωστόσο, πως οι θετικές εξελίξεις στο μακροοικονομικό και στο εποπτικό μέτωπο, έχουν βελτιώσει τις πιθανότητες να επιτευχθεί ο στόχος για τα NPEs, κάτι που αποτυπώνεται και στο ράλι της τάξεως του 97% που καταγράφει ο τραπεζικός κλάδος από τις αρχές του έτους. Η βελτίωση των προοπτικών του υπογραμμίζεται από τέσσερις πολύ σημαντικές εξελίξεις, επισημαίνει, τις εξής:
• Η ρευστότητα έχει βελτιωθεί με αυξανόμενες εισροές καταθέσεων και επανάκτηση της πρόσβασης στη διατραπεζική αγορά και στις κεφαλαιαγορές.
• Οι χαμηλότερες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έχουν στηρίξει τους κεφαλαιακούς δείκτες, αυξήσει τις συναλλαγές, βελτιώσει την τιμολόγηση των NPEs και έχουν ενισχύσει τις αποτιμήσεις μετοχών.
• Η ανάκαμψη των τιμών των ακινήτων θα οδηγήσει σε αύξηση της αξίας των εγγυήσεων, σε μείωση των επισφαλειών και σε ενίσχυση της προθυμίας των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν το χρέος τους.
• Οι προσδοκίες μιας συστημικής λύσης για τα NPEs έχουν επίσης ενισχύσει το επενδυτικό κλίμα.
Πάντως, ο οίκος επισημαίνει πως η πίεση στα έσοδα θα συνεχιστεί, ενώ τα κεφαλαιακά «μαξιλάρια» των ελληνικών τραπεζών παραμένουν χαμηλά. Το μέγεθος των μη καλυμμένων NPEs (περίπου 40 δισ. ευρώ) είναι σημαντικά υψηλότερο από τον δείκτη CET1 (fully loaded) που φτάνει τα 22 δισ. ευρώ περίπου, ενώ η μερίδα του λέοντος των κεφαλαίων αυτών αποτελείται από αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις. Ακόμα και όταν οι ελληνικές τράπεζες «πιάσουν» τους στόχους του 2020, οι δείκτες NPEs (περίπου 20%) θα είναι σημαντικά υψηλότεροι από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο (2%). Ετσι, όπως τονίζει, μια μη φιλική προς τις τράπεζες λύση θα μπορούσε να αποτελέσει επιλογή, εάν η διαδικασία έχει απογοητευτικά αποτελέσματα. Επιπλέον, οι εποπτικές αρχές μπορεί να απαιτήσουν βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων, αν/όταν ανακάμψει η κερδοφορία.
Σημαντικός ο «Ηρακλής»
Κατά την άποψη της BofA, το πρόγραμμα «Ηρακλής» θα μπορούσε να λειτουργήσει υποστηρικτικά για τον κλάδο, ενώ η αποτελεσματικότητά του θα εξαρτηθεί από την όρεξη των επενδυτών για τα ελληνικά προβληματικά περιουσιακά στοιχεία, το κόστος για τις τράπεζες και την κεφαλαιακή ελάφρυνση για τους τίτλους υψηλής εξασφάλισης (senior).
Από την πλευρά της και η Moody’s τονίζει ότι η έγκριση του «Ηρακλή» αποτελεί θετική εξέλιξη και τη θεωρεί μάλιστα πιο σημαντική από την πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ (την οποία βέβαια χαρακτηρίζει πιστωτικά θετική, ανοίγοντας έτσι το παράθυρο για πιθανή αναβάθμιση της Ελλάδας). Οπως επισημαίνει, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι σήμερα η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ελλάδα και ο «Ηρακλής» θα βοηθήσει στη μείωσή τους. Παρά τη βελτίωση, οι ελληνικές τράπεζες έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα κόκκινων δανείων από όλες τις χώρες που αξιολογεί ο οίκος.