Η ελληνική οικονομία δεν άλλαξε έπειτα από μία 10ετία μνημονίων
Και για το 2020, η Ελλάδα παρέμεινε στη 2η θέση μεταξύ όλων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ όσον αφορά το ύψος των επιβαρύνσεων με τις οποίες φορτώνεται η μισθωτή απασχόληση.
Η συζήτηση για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας βρίσκει τη χώρα να ξεχωρίζει –αρνητικά– σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές σε πολλά πεδία. Η φορολόγηση της 4μελούς οικογένειας στην οποία εργάζεται μόνο ο ένας εκ των δύο γονιών, παρέμεινε και το 2020, η δεύτερη υψηλότερη μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, τη στιγμή που σε όλο τον κόσμο κυριαρχεί η συζήτηση για την υπογεννητικότητα και την προοπτική μείωσης του πληθυσμού. Σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα η απασχόληση δεν εξαρτάται σε τόσο μεγάλο βαθμό από την «αυτοαπασχόληση». Η αναλογία των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολουμένων ως ποσοστό του συνόλου των απασχολουμένων είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο, κάτι που αποτυπώνεται και στα φορολογικά έσοδα (λόγω υψηλής φοροαποφυγής στις τάξεις των αυτοαπασχολουμένων) αλλά και στα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων (καθώς πλέον οι αυτοαπασχολούμενοι έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν οι ίδιοι ένα ελάχιστο ποσό ασφαλιστικών εισφορών επηρεάζοντας βέβαια και το ύψος της σύνταξης που θα λάβουν κατά τη συνταξιοδότησή τους). Την ώρα που στα ακίνητα είναι τοποθετημένο ποσοστό άνω του 85% των συνολικών αποταμιεύσεων των Ελλήνων, ο φόρος κατοχής ακινήτων είναι ένας από τους βαρύτερους στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς, κάτι που σημαίνει ότι «ψαλιδίζονται» οι καθαρές αποδόσεις των αποταμιευτών.
Και για το 2020, η Ελλάδα παρέμεινε στη 2η θέση μεταξύ όλων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ όσον αφορά το ύψος των επιβαρύνσεων με τις οποίες φορτώνεται η μισθωτή απασχόληση. Η έρευνα του Οργανισμού που στηρίχθηκε στη φορολόγηση των εισοδημάτων του 2019 έδειξε ότι στην τετραμελή οικογένεια η οποία έχει μόνο μία πηγή εισοδήματος (σ.σ. τον μισθό του ενός εκ των δύο γονιών) το συνολικό ποσοστό των κρατήσεων διαμορφώνεται πάνω από το 38%, με αποτέλεσμα να είναι το δεύτερο μεγαλύτερο διεθνώς μετά το 39,2% της Ιταλίας. Η Ελλάδα, στη συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών, ανήκει στο κλαμπ των χωρών που επιβάλλουν τη βαρύτερη φορολογία. Στο ίδιο κλαμπ ανήκουν επίσης (με βάση την έρευνα του ΟΟΣΑ) η Φινλανδία, η Σουηδία και η Τουρκία. Η συγκεκριμένη αρνητική πρωτιά συνιστά μεγάλο πρόβλημα για μια χώρα η οποία επί πέντε διαδοχικές χρονιές υφίσταται μείωση του πληθυσμού της λόγω μεγαλύτερου αριθμού θανάτων σε σχέση με τις γεννήσεις.
«Συνεταίρος» το κράτος
Οι συντελεστές κρατήσεων –όπως αποτυπώνονται και στην έρευνα του ΟΟΣΑ– παραμένουν πολύ υψηλοί για όλους τους τύπους των νοικοκυριών, ενώ για περιπτώσεις προσώπων οι αποδοχές των οποίων ξεπερνούν τον μέσον όρο, οι κρατήσεις μπορεί να φτάνουν ακόμη και στο εφιαλτικό 46,5%, καθιστώντας το κράτος «συνεταίρο» στη μισθωτή απασχόληση. Η πρόσφατη αλλαγή της φορολογικής κλίμακας δεν άλλαξε ουσιαστικά αυτή την εικόνα, αλλά οι επιδόσεις της Ελλάδας στην επόμενη έκθεση του ΟΟΣΑ θα εμφανιστούν βελτιωμένες λόγω της πρώτης μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,9% η οποία και εφαρμόστηκε από την 1η Ιουνίου. Ο στόχος, με τα προωθούμενα μέτρα, είναι στην 4ετία η Ελλάδα να «πιάσει» τους μέσους όρους του ΟΟΣΑ.
Με περισσότερους από ένα εκατομμύριο αυτοαπασχολουμένους, η Ελλάδα διατηρεί μία από τις μικρότερες αναλογίες μισθωτών ως προς το σύνολο των απασχολουμένων διεθνώς και τη χειρότερη επίδοση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η προσπάθεια «βίαιης» ανατροπής που έγινε μετά το 2016 με την εκτίναξη των επιβαρύνσεων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, δεν έφερε κάποιο αποτέλεσμα, καθώς αντί οι κρατήσεις που έφταναν μέχρι και το 70% να οδηγήσουν στο «κλείσιμο» των επιχειρηματικών μονάδων, τελικώς επέφεραν μόνο κατακόρυφη αύξηση της φοροδιαφυγής. Από την 1/1/2020, το καθεστώς έχει γίνει πολύ ευνοϊκότερο για τους αυτοαπασχολουμένους καθώς και οι φόροι μειώθηκαν (σ.σ. με τον συντελεστή του 9% για τις πρώτες 10.000 ευρώ του εισοδήματος) και οι ασφαλιστικές εισφορές αποσυνδέθηκαν από το εισόδημα. Πλέον, θα επιχειρηθεί η ανατροπή της σχέσης μισθωτών-αυτοαπασχολουμένων, να γίνει με τη μείωση των βαρών για τους μισθωτούς αλλά και τη θέσπιση κινήτρων συγχωνεύσεων για τους αυτοαπασχολουμένους.
Τα ακίνητα
Οι αποταμιεύσεις των ελληνικών νοικοκυριών είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου –σε ποσοστό άνω του 85%– τοποθετημένες σε ακίνητα. Σε όρους αντικειμενικών αξιών τα ακίνητα που μοιράζονται οι Ελληνες προσεγγίζουν τα 800-900 δισ. ευρώ αν συνυπολογιστεί και η αξία των αγροτεμαχίων η αποτίμηση των οποίων ακόμη δεν έχει γίνει. Σε όρους δε πραγματικών αξιών, η περιουσία των Ελλήνων προσεγγίζει ακόμη και το 1 τρισ. ευρώ. Οι καταθέσεις κυμαίνονται πλέον στα επίπεδα των 120-130 δισ. ευρώ, ενώ οι αποταμιεύσεις σε ομόλογα και μετοχές, μετα βίας φτάνουν στα 20-30 δισ. ευρώ.