Η εμμονή με το πλεόνασμα

Οι τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΒRD) αναφορικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο 2% για το 2019 και στο 2,4% για το 2020, στην ουσία έρχονται να επιβεβαιώσουν τις προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά κυρίως να επικροτήσουν την πολιτική της για τη φιλόδοξη μεταρρυθμιστική ατζέντα που ακολουθεί και την επενδυτική εμμονή που επιδεικνύει. Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους ύψους 970 εκατ. ευρώ, ως αποτέλεσμα υλοποίησης συγκεκριμένων δεσμεύσεων και επίτευξης δημοσιονομικών στόχων, θα πρέπει τώρα να κινητροδοτήσουν τη μηχανή της ανάπτυξης, ώστε να νοηματοδοτηθεί και η μέχρι τώρα συμμετοχή των Ελλήνων φορολογουμένων που σήκωσαν το μεγάλο βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μέσω του οποίου προέκυψαν και τα υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα. Κανείς βεβαίως δεν μπορεί να επαίρεται για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά και άλλο τόσο κανείς δεν μπορεί να θεωρεί ότι η μείωση αυτών των πλεονασμάτων, τα οποία σημειωτέον παρήχθησαν περισσότερο λόγω φοροεπιδρομής και λιγότερο λόγω περικοπής εξόδων, θα σημάνει αυτόματα αναθέρμανση και ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας με το σκεπτικό ότι θα υπάρξει κινητικότητα χρήματος στην αγορά. Η επένδυση σκέψης σε αυτήν την κατεύθυνση χρήζει αναθεώρησης, καθώς δεν είναι βέβαιο ότι τα χρήματα αυτά θα πέσουν στην αγορά, όταν ταυτόχρονα οι παράγοντες που συντείνουν στην αποκατάσταση του καλού οικονομικού κλίματος και επηρεάζουν την ψυχολογία των καταναλωτών, σχετίζονται και με επενδυτικές πρωτοβουλίες που θα φέρουν νέες θέσεις εργασίας, με τη σταθερότητα φορολογικού περιβάλλοντος που θα ανακουφίσει τις ανησυχίες των πολιτών και θα επιτρέψει προβλέψιμο οικογενειακό προγραμματισμό και περιβάλλον ασφάλειας στην καθημερινότητα όλων.

Επιπλέον, το άνοιγμα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, ο εξορθολογισμός λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, οι περικοπές άχρηστων δαπανών του Δημοσίου, η απελευθέρωση της αγοράς από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, η συνέχιση του ανοίγματος των κλειστών αγορών, η μεταρρυθμιστική ατζέντα της κυβέρνησης, η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα αλλά και η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου μέσω ενίσχυσης της εξαγωγικής δραστηριότητας, θα συνδράμουν αποφασιστικά αφενός να αναπνεύσει ουσιαστικά η οικονομία και αφετέρου θα συμβάλουν στην παραγωγή πραγματικών πλεονασμάτων όχι με όρους πλέον φορολογικής αφαίμαξης αλλά ως προϊόν ανταγωνιστικής της λειτουργίας μέσω των εξαγωγών.

Ως εκ τούτου, η δημοσιονομική πειθαρχία απαιτείται να συνεχιστεί με συνέπεια, αφού είναι αυτή που θα άρει τις όποιες αμφιβολίες και επιφυλάξεις των δανειστών για τη σοβαρότητα των προθέσεών μας. Η δημοσιονομική συνέπεια και η επίτευξη πλεονασμάτων είναι αυτά που θα ευεργετήσουν την εξυπηρέτηση των τόκων του χρέους, που θα εξασφαλίσουν αποκατάσταση εμπιστοσύνης στις προοπτικές της οικονομίας, ώστε να ξαναμπεί η χώρα σε επενδυτική βαθμίδα και να επιτραπεί η πρόσβαση των τραπεζών στις διεθνείς αγορές για άντληση κεφαλαίων.

Οι τελευταίες εξάλλου εντυπωσιακά χαμηλές αποδόσεις των πενταετών και δεκαετών ομολόγων του Δημοσίου προμηνύουν θετικές εξελίξεις για το μέλλον. Από την άλλη, οι στοχευμένες κυβερνητικές προτεραιότητες για το επόμενο διάστημα είναι απαραίτητο να εστιαστούν: Πρώτον, σε δυναμικές παρεμβάσεις που αφορούν τη δημόσια διοίκηση η οποία παραμένει δύσκαμπτη, προβληματική και μη φιλική, μη συγχρονιζόμενη με τα πρότυπα της σύγχρονης εταιρικής διακυβέρνησης. Δεύτερον, σε δυναμικές παρεμβάσεις που αφορούν τη Δικαιοσύνη και ιδιαίτερα τον χρόνο απονομής της που η μεγάλη υστέρησή της συνιστά πληγή για νέους επενδυτές. Τρίτον, σε δυναμικές παρεμβάσεις στο θέμα των επενδύσεων με αυστηρό χρονοπρογραμματισμό και χρονοδεσμεύσεις σε όλες τις φάσεις υλοποίησης ενός επενδυτικού έργου από την έκδοση του ΦΕΚ, τις διυπουργικές συσκέψεις, την έκδοση περιβαλλοντικών αδειών, κ.ά.

Τέταρτον, σε δυναμικές παρεμβάσεις στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που συνεχίζουν να βρίσκονται παρά τη μείωσή τους σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα.

Πέμπτον, σε δυναμικές παρεμβάσεις στο θέμα της ελεγκτικής διαδικασίας, από ανεξάρτητα ελεγκτικά όργανα, ώστε να διασφαλιστεί η ενάρετος διαχείριση κονδυλίων που αφορούν δημόσιο χρήμα ανά υπουργείο.

Ωστόσο, είναι κατανοητό και ανθρώπινο ότι σε μία τέτοια προσπάθεια υψηλής έντασης εργασιών και αυστηρής στοχοπροσήλωσης, δεν μπορούν να ακολουθήσουν όλοι. Υπάρχουν όμως πάντα εναλλακτικές λύσεις για τους πραγματικούς ηγέτες.

* Ο δρ Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπλ. αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ, μέλος της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων και της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας.

kathimerini.gr