Οι Ιάπωνες πληρώνουν μέχρι και 200 δολάρια για το πιο θανατηφόρο δείπνο του κόσμου

Είναι γνωστό τοις πάσοι ότι οι Ιάπωνες πειραματίζονται γενικότερα με την διατροφή τους, καταναλώνοντας εδέσματα που οι περισσότεροι από εμάς όχι μόνο δεν γνωρίζουμε, αλλά δεν θα τολμούσαμε να δοκιμάσουμε και ποτέ.

Έτσι, στο άκουσμα ότι πληρώνουν μέχρι και 200 δολάρια για ένα πιάτο από ένα συγκεκριμένο είδος ψαριού δεν εντυπωσιαζόμαστε και πολύ. Ωστόσο, προκαλεί ιδιαίτερο ξάφνισμα το γεγονός ότι το συγκεκριμένο ψάρι ανήκει στα πιο δηλητηριώδη του κόσμου και μπορεί να προκαλέσει ακόμη και το θάνατο, όπως άλλωστε έχει ήδη συμβεί, καθώς είναι 1.200 φορές πιο δηλητηριώδες από το κυάνιο!

Ο λόγος για το ψάρι fugu, που σύμφωνα με τους ειδικούς είναι το δεύτερο πιο δηλητηριώδες σπονδυλωτό στη γη, το οποίο περιέχει μία ιδιαιτέρως τοξική ουσία για τον άνθρωπο.

Πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως γευστικό έδεσμα με εξαιρετική υφή, τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονται όσοι το απολαμβάνουν –οι περισσότεροι, ωστόσο, θεωρούν ότι είναι άγευστο και υπερισχύει η γεύση της σόγιας σος με την οποία συνοδεύεται– με ντελικάτη γεύση, το οποίο αποτελεί αγαπημένη επιλογή των πιο ριψοκίνδυνων γευσιγνωστών οι οποίοι πληρώνουν αδρά για ένα πιάτο με λεπτοκομμένες φλούδες από το φιλέτο του ψαριού.

Ποιο είναι το ψάρι fugu

Το fugu ή pefferfish, globefish και blowfish όπως είναι ευρέως γνωστό διαθέτει περισσότερους από 100 διαφορετικούς τύπους παγκοσμίως με τον καθέναν από αυτούς να είναι εξαιρετικά δηλητηριώδης.

Ανήκει στην οικογένεια ψαριών με την ονομασία «Tetraodontidae», τα οποία έχουν την δυνατότητα να φουσκώνουν με την κατάποση νερού ή αέρος, μοιάζοντας με μικρή μπάλα, όταν νιώθουν ότι απειλούνται.

Η θανατηφόρα τοξική ουσία που περιλαμβάνουν ονομάζεται τετροδοτοξίνη και συναντάται κυρίως στο δέρμα, τα εντόσθια και τα αναπαραγωγικά όργανα του ψαριού. Δεν είναι λίγοι εκείνοι, μάλιστα, που θεωρούν ότι το συκώτι, το οποίο συγκαταλέγεται και στα πιο επικίνδυνα σημεία του ψαριού, είναι και το πιο γευστικό μέρος του.

Τα συμπτώματα από την δηλητηρίαση περιλαμβάνουν ζάλη, εξάντληση, κεφαλαλγία, ναυτία και δυσκολία στην αναπνοή, ενώ κάποιες φορές μπορούν αν οδηγήσουν και στο θάνατο από ασφυξία – ο οισοφάγος πρήζεται και, μέσα σε λίγα λεπτά, μπορεί κάποιος να πεθάνει από ασφυξία. Το πρώτο καμπανάκι, ωστόσο, χτυπάει από την αίσθηση τσιμπήματος στα χείλη και τη γλώσσα, που εξελίσσεται σε μούδιασμα και παράλυση όλου του προσώπου και στη συνέχεια μεταφέρεται στα άκρα και το υπόλοιπο σώμα. Ο συνολικός χρόνος μέσα στον οποίο μπορεί να δράσει το δηλητήριο και να επέλθει ο θάνατος είναι από μόλις 20 λεπτά μέχρι 24 ώρες.

Ας μιλήσουν οι αριθμοί

Εκτιμάται ότι κάθε χρόνο στην Ιαπωνία σημειώνονται περίπου 20-40 κρούσματα δηλητηρίασης από τα συγκεκριμένα ψάρια, ενώ στα περίπου 3.800 πιστοποιημένα εστιατόρια fugu καταναλώνονται ετησίως περί τους 10.000 τόνους από τα 40 διαφορετικά είδη του εξαιρετικά επικίνδυνου αυτού ψαριού που αλιεύονται στη χώρα. Αν και στα περισσότερα μέρη του κόσμου είναι παράνομο, οι Ιάπωνες το θεωρούν ως εκλεκτή λιχουδιά, γι αυτό και δεν διστάζουν να πληρώσουν ακόμη 200 δολάρια για ένα μόλις πιάτο από το λεπτοκομμένο φιλέτο του ψαριού.

Ένα μόνο ψάρι fugu περιέχει αρκετή ποσότητα από την θανατηφόρα τοξική ουσία, ικανή να σκοτώσει μέχρι και 30 ανθρώπους, ενώ η μια θανατηφόρα δόση από αυτήν είναι μικρότερη ακόμη και από το κεφάλι μιας καρφίτσας.

Από το 2000 συνολικά 25 άτομα έχουν χάσει την ζωή τους, ενώ οι θάνατοι από το δηλητήριο του fugu έχουν παρατηρηθεί ήδη από το 1975, με τον ηθοποιό Kabuki Mando Mitsuogoro VIII να αφήνει την τελευταία του πνοή από κατανάλωση τεσσάρων μεριδών από το συκώτι του fugu. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Ερευνών Fugu το 50% των θυμάτων δηλητηριάστηκαν από το συκώτι του ψαριού, το 43% από τις αναπαραγωγικά όργανα και το 7 % από το δέρμα του. Σημειώνεται, δε, ότι οι περισσότεροι από αυτούς σημειώθηκαν μετά από κατανάλωση του fugu στο σπίτι.

Η ιδιαίτερη προετοιμασία του

Η προετοιμασία του fugu στα εστιατόρια ελέγχεται αυστηρά από το νόμο στην Ιαπωνία και επιτρέπεται να πραγματοποιείται μόνο από σεφ που έχουν εξειδικευτεί σε αυτό μετά από τρία ή περισσότερα χρόνια αυστηρής εκπαίδευσης σε κρατικές σχολές, πάνω σε εκατοντάδες ψάρια με κόστος χιλιάδων δολαρίων, κάτι που εξηγεί εν μέρει και την υψηλή τιμή του, ενώ το είδος που συνίσταται να καταναλώνεται είναι το «torafugu» που περιέχει λιγότερη από την θανατηφόρα τοξική ουσία. Το παραμικρό λάθος του σεφ είναι αρκετό Από την άλλη, η οικιακή προετοιμασία του συνιστάται να αποφεύγεται.

Γι αυτό και τα μαχαίρια πρέπει να είναι πάντα αποστειρωμένα και ο σεφ δεν πρέπει να ακουμπήσει τίποτε άλλο, πριν και μετά το καθάρισμα του ψαριού. Αφού ανοίξει το ψάρι, αφαιρεί τα μέρη του που φέρουν το δηλητήριο: τα έντερα, το συκώτι και κυρίως τις ωοθήκες.

Το fugu καταναλώνεται συνήθως ωμό κομμένο σε πολύ λεπτές φέτες, σαν σασίμι, αποτελεί υψηλή γαστρονομική απόλαυση και τοποθετείται με τέτοιο τρόπο στο πιάτο ώστε να σχηματίζει ένα λουλούδι. Η κατανάλωσή του συστήνεται κυρίως τους χειμερινούς μήνες, τότε που τα επίπεδα τοξικότητας που παράγονται ως μηχανισμός αναπαραγωγικής άμυνας είναι σχετικά χαμηλά.

Οι λαγοκέφαλοι στην Ελλάδα

Ο λαγοκέφαλος, με λατινική ονομασία Lagocephalus sceleratus που ανήκει και αυτός στην οικογένεια των Tetraodontidae, είναι από τα ψάρια- εισβολείς που περάσανε από τον Ινδικό Ωκεανό στη Μεσόγειο μέσα από την διώρυγα του Σουέζ. Από το 2003 έχει κάνει αισθητή την παρουσία του στη Μεσόγειο, με την πρώτη εμφάνισή του να παρατηρείται στα παράλια της Τουρκίας, ενώ δύο χρόνια αργότερα εντοπίστηκε και στη Βόρεια Κρήτη. Ο πληθυσμός τους εκτοξεύτηκε το 2007 εξαιτίας των υψηλότερων θερμοκρασιών στα νερά του Αιγαίου Πελάγους.

Σύμφωνα με του ερευνητές αλιεύεται, πλέον, εντατικά στη Βόρεια Κρήτη, ενώ έχει επεκταθεί τόσο στο Νότιο Αιγαίο, όσο και στα Δωδεκάνησα, με τους επιστήμονες να ανησυχούν για την τάση κυριαρχίας του στα νερά της νοτιοανατολικής Μεσογείου, λόγω της θανατηφόρας τοξικής ουσίας που περιέχει στο δέρμα, το συκώτι και τις ωοθήκες του. Σημειώστε ότι απαγορεύεται ρητά η εκφόρτωση, η πώληση και η κατανάλωσή του, καθώς συγκαταλέγεται στα πιο δηλητηριώδη ψάρια του κόσμου όπως και το fugu.

Πηγή