Το πρωί της 12ης Ιουνίου 1961 μια ομάδα αχθοφόρων, κλήθηκε από γνωστό δικηγόρο της Θεσσαλονίκης, να πάει στο σπίτι του προκειμένου να τον βοηθήσουν να μεταφέρει τα βιβλία του στο νέο διαμέρισμά του.
Ο 65χρονος Δ. Μ. είχε αποφασίσει να χωρίσει με την 55χρονη γυναίκα του Δ. Μ. αλλά εκείνη δεν το δεχόταν και τον τελευταίο χρόνο του έκανε το βίο αβίωτο, όπως έλεγε σε φίλους και συγγενείς του. Τον απειλούσε πως θα τον σκοτώσει αν δεν επιστρέψει στο σπίτι τους και τον κατηγορούσε πως διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με μια χήρα φίλη τους, συμβολαιογράφο.
Ο 65χρονος ωστόσο, είχε πάρει την απόφαση του να συνεχίσει μόνος τη ζωή του και το μοναδικό πράγμα που ήθελε να πάρει από το διαμέρισμα, στο οποίο έζησε 22 χρόνια, ήταν τα βιβλία του.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Ήξερε πως όλα κρέμονταν από μια κλωστή και για αυτό το λόγο εκείνο το πρωί προσπάθησε να μην δημιουργηθεί ένταση, ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός του. Χρειάστηκαν 60 ολόκληροι σάκοι για να φορτωθεί το σύνολο των βιβλίων του στο αυτοκίνητο που περίμενε κάτω από το διαμέρισμα και όταν ολοκληρώθηκε η μεταφορά και οι αχθοφόροι αποχώρησαν, η 55χρονη γυναίκα του ζήτησε να μείνει λίγο ακόμη μαζί της για να συζητήσουν.
Ένας από τους αχθοφόρους είδε τη γυναίκα να τραβά τον 65χρονο στο διαμέρισμα, να κλείνει την πόρτα πίσω της και στη συνέχεια, την άκουσε να του φωνάζει: «Τώρα θα σε κανονίσω». Ο αχθοφόρος άρχισε να χτυπά την πόρτα χωρίς, όμως, να παίρνει απάντηση.
«Άκουγα θόρυβο μέσα από το διαμέρισμα σα να κυνηγιόντουσαν δυο άνθρωποι και στη συνέχεια έπεσαν δυο πυροβολισμοί», θα έλεγε αργότερα ο άνδρας, περιγράφοντας την προσπάθειά του να μπει στο διαμέρισμα. Όταν δεν τα κατάφερε ζήτησε τη βοήθεια των συναδέλφων του που βρίσκονταν στην είσοδο της πολυκατοικίας και ειδοποίησε την αστυνομία.
Η γυναίκα στο μεταξύ βγήκε από το διαμέρισμα, φορώντας καινούργια ρούχα και επιχείρησε να φύγει κρατώντας δυο τσάντες οι οποίες, όπως αποδείχτηκε, περιείχαν 100.000 δρχ. και 250 χρυσές λίρες. Όταν η 55χρονη διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να φύγει ανέβηκε στην ταράτσα και απείλησε να αυτοκτονήσει αλλά την εμπόδισε ένας από τους ανθρώπους που την ακολούθησε.
«Τον έσφαξε σαν ζώο»
Η ανοιχτή πόρτα του διαμερίσματος αποκάλυψε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Ο 65χρονος δικηγόρος κείτονταν νεκρός στο πάτωμα του σαλονιού μέσα σε μια λίμνη αίματος και όπως διαπίστωσε στη συνέχεια ο ιατροδικαστής, ο άτυχος άνδρας είχε δεχτεί περίπου 70 μαχαιριές από δυο μαχαίρια, οι περισσότερες στο κεφάλι. Ήταν τέτοια η σφοδρότητα των χτυπημάτων που είχαν κοπεί τα αυτιά του.
«Τον έσφαξε σαν ζώο», παρατήρησε ο ιατροδικαστής αναφερόμενος στο μοιραίο χτύπημα. Η εν διαστάσει σύζυγος του δικηγόρου συνελήφθη και 6 μήνες αργότερα και κάθισε στο εδώλιο του κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης κατηγορούμενη για την αποτρόπαια δολοφονία.
Η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε πως η ζήλια ήταν αυτή που όπλισε το χέρι της, καθώς ο σύζυγος της την εγκατέλειπε για μια άλλη γυναίκα. Ωστόσο, ενώπιον του δικαστηρίου οι μαρτυρίες φίλων του θύματος έδωσαν μια άλλη διάσταση, καθώς επέμειναν πως ο δικηγόρος δεν είχε ερωμένη, αφού λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας δεν ήταν σεξουαλικά ενεργός. Αυτό, όμως, που προκάλεσε αίσθηση, ήταν ότι οι μάρτυρες κατέθεσαν, πως ο άτυχος άνδρας τα τελευταία 20 χρόνια ζούσε ένα μαρτύριο, δίπλα σε μια δεσποτική γυναίκα που είχε φτάσει στο σημείο ακόμη και να τον χτυπά.
«Είκοσι χρόνια έκανα υπομονή»
Ένας στενός συνεργάτης και φίλος του θύματος αφηγήθηκε πως, ένα χρόνο νωρίτερα, ο 65χρονος ταραγμένος του είχε εξομολογηθεί πως η γυναίκα του τον απειλεί, του ζητάει συνεχώς χρήματα, τον διαβάλλει και τον εξευτελίζει στον κοινωνικό τους κύκλο.
«Ήταν ράκος όταν μου είπε “Είκοσι ολόκληρα χρόνια δεν πέρασαν καλά με αυτή τη γυναίκα. Έχει χαρακτήρα αυταρχικό και βάναυσο. Δεν μπορώ να συνεχίσω πια. Είκοσι χρόνια έκανα υπομονή”. Και όταν τον ρώτησα γιατί έκανε υπομονή, εκείνος μου απάντησε πως δεν ήθελε να χωρίσει για δεύτερη φορά για κοινωνικούς λόγους: «Δεν ήθελα και αυτή τη φορά να εκτεθώ. Τι θα έλεγε ο κόσμος», μου είπε.
Ο μάρτυρας περιέγραψε πως, η κατηγορούμενη έπαιρνε τηλέφωνο τον σύζυγο της στη δουλειά και τον απειλούσε ότι θα τα κάνει όλα «γυαλιά καρφιά», αν δεν της δώσει χρήματα. Μάλιστα, όπως είπε ακόμη ο μάρτυρας, η κατηγορούμενη του έδειξε δυο σφαίρες, λέγοντας του πως τις προορίζει για το σύζυγο της. Όταν, όμως, την κάλεσαν στην αστυνομία εκείνη το αρνήθηκε. Ο μάρτυρας επίσης, αναφέρθηκε και σε δυο περιστατικά που συζητήθηκαν.
Στην πρώτη περίπτωση, η κατηγορούμενη πήγε στο γραφείο του δικηγόρου συζύγου της σε τράπεζα στην οποία ήταν νομικός σύμβουλος και χρειάστηκε τη βοήθεια της αστυνομίας για να φύγει από το γραφείο. Μια άλλη φορά, τον περίμενε νύχτα έξω από την τράπεζα και τον παρέσυρε σε διπλανή πολυκατοικία, όπου αυτός μπήκε σε ένα ξένο διαμέρισμα για να γλυτώσει. Του κράτησε την τσάντα και υποχρεώθηκε να ειδοποιήσει την αστυνομία για να καταφέρει να την πάρει πίσω.
«Είχε πηγαία ευγένεια»
Από το βήμα του μάρτυρα πέρασαν πολλοί φίλοι και συγγενείς του ζευγαριού. Το θύμα, όπως περιέγραψαν, ήταν «άνθρωπος πράος, καλλιεργημένος, με τη λεπτότητα του Επτανήσιου… είχε πηγαία ευγένεια». Ήταν πολύ πετυχημένος στη δουλειά του. Υπήρξε δικαστής στην Αθήνα και μετά το διαζύγιο του, παραιτήθηκε από το δικαστικό Σώμα και μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου άρχισε να ασκεί δικηγορία. Το 1937 ήταν διευθυντής του νομικού τμήματος της τράπεζας όπου και γνώρισε την κατηγορουμένη η οποία εργαζόταν ως γραμματέας. Ήταν και οι δυο χωρισμένοι, είχαν από μια κόρη και δεν άργησαν να παντρευτούν.
Όμως, σύμφωνα με τους μάρτυρες, η Δ.Μ. «ήταν απαίσιος χαρακτήρας». Ήταν σκληρή ακόμη και με τους δικούς της συγγενείς, είπαν, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως κατάλαβε πως η μητέρα της ήταν νεκρή, την οποία φιλοξενούσε στο δωμάτιο υπηρεσίας του σπιτιού της, μετά από δυο ολόκληρα 24ωρα, λόγω δυσοσμίας.
«Δεν μπορεί να υπήρχε ζήλια. Η ζήλια υπάρχει όταν υπάρχει έρωτας, αγάπη και σε αυτό το ζευγάρι τίποτα από αυτά δεν υπήρχε. Είχε απαίσιο χαρακτήρα», κατέθεσε μια οικογενειακή φίλη, περιγράφοντας πως ένα βράδυ που έπαιζαν όλοι μαζί χαρτιά η κατηγορούμενη έβρισε τον σύζυγο της και εκείνος λιποθύμησε. «Έλεγε στους φίλους του εγώ θα πάω από βίαιο θάνατο. Θα με σκοτώσει με μαχαίρι… Τον σκότωσε γιατί θα έχανε τη μεγάλη ζωή», είπε ακόμη η ίδια μάρτυρας.
Όπως διαπιστώθηκε μετά τη δολοφονία, ο 65χρονος δικηγόρος στη διαθήκη του είχε αποκληρώσει την σύζυγο του αφήνοντας όλη του την περιουσία στην κόρη και την αδελφή του. «Η κατηγορούμενη είχε πάθος με τα χρήματα», είπε με νόημα, ένας από τους φίλους του θύματος.
Η κόρη της κατηγορούμενης υποστήριξε, πως εκείνο το πρωινό είχε επισκεφθεί τη μητέρα της στο σπίτι και εκείνη της ζήτησε να μείνει αλλά δεν μπορούσε γιατί έπρεπε να επιστρέψει στο παιδί της. «Έζησα μαζί τους 19 χρόνια. Ζούσαν αρμονικά», τόνισε στη κατάθεση της η γυναίκα, μην μπορώντας να εξηγήσει το λόγο που η μητέρα της διέπραξε το έγκλημα και συνέχισε: «Τώρα εγώ κλαίω δυο νεκρούς. Φεύγω από τη φυλακή και πηγαίνω στο νεκροταφείο για να κλάψω τον πατέρα μου… Ο φόνος έγινε κάτω από μεγάλη ψυχολογική πίεση. Έζησα το δράμα και των δυο και γι’ αυτό δεν θέλω να υποστηρίξω κανέναν. Έγιναν σφάλματα και από τις δυο μεριές. Νομίζω, όμως, ότι και για τους δυο τους υπήρχε μια δικαιολογία. Αλλά ο τρίτος άνθρωπος δεν έχει καμία δικαιολογία».
«Αυτή είναι η ένοχος και αυτή έπρεπε να δικαστεί»
Όταν ήρθε η ώρα της απολογίας, η 55χρονη κατηγορούμενη ψύχραιμη, ισχυρίστηκε πως βρισκόταν σε άμυνα καθώς, το μοιραίο μεσημέρι, το θύμα την πυροβόλησε με πρόθεση να τη σκοτώσει. Για τέσσερις ώρες η γυναίκα είπε τη δική της αλήθεια για το γάμο της και στο μεγαλύτερο μέρος της απολογίας της αναφέρθηκε στην φερόμενη ως ερωμένη του συζύγου της. «Αυτή είναι η ένοχος και αυτή έπρεπε να δικαστεί», τόνισε.
«Μοίρα κακή έκανε τα χέρια αυτά να πάρουν τη ζωή του ανθρώπου που για 22 χρόνια τον χάιδευαν. Μοίρα κακή αυτή που κυβερνά τη ζωή μου. Η γνωριμία μου μαζί του ήταν λάμψη φωτός, αχτίδα χαράς», είπε η κατηγορουμένη περιγράφοντας πως μόλις είχε βγει από έναν άτυχο γάμο και έδινε αγώνα δουλεύοντας για να συντηρήσει την κόρη της. Μίλησε και για την περιπέτεια της υγείας της όταν εγχειρίστηκε με καρκίνο: «Ζούσαμε καλά με τον άνδρα μου αγαπημένοι, ταιριασμένοι. Ήμασταν ένα υποδειγματικό ζευγάρι. Την ευτυχισμένη ζωή μας διέκοψε η χήρα».
Όπως είπε, εκείνη ήταν που γνώρισε την συμβολαιογράφο, το 1954, σε κάποιο φιλικό σπίτι. Η γνωριμία με τον άνδρα της έγινε στις εκλογές του 1956, οπότε και είχαν διοριστεί μαζί ως δικαστικοί αντιπρόσωποι σε ένα χωριό στις Σέρρες. «Αρχίσαμε να κάνουμε στενή παρέα… Όταν πέθανε ο άνδρας της η χήρα ζήτησε τη βοήθεια του συζύγου μου για να διαχειριστεί τις υποθέσεις του γραφείου του και εγώ τον παρότρυνα να τη δώσει. Δεν ήξερα η άμοιρη πως εκείνη την ώρα υπέγραφα την καταδίκη μου. Δεν ήξερα πως είχα να κάνω με ένα φίδι που ζέσταινα στον κόρφο μου».
Η συνεργασία τους γινόταν ολοένα και πιο στενή, υποστήριξε η κατηγορουμένη και τότε άρχισα να υποψιάζομαι ότι κάτι συμβαίνει: «Άλλαξε η συμπεριφορά του. Από 62 ετών που ήταν, κοντά της γινόταν παλικάρι 32 ετών».
Είπε ακόμη πως, ένα ταξίδι ήταν αυτό που πρόδωσε την παράνομη σχέση του άνδρα της. Από έρευνα που έκανε, διαπίστωσε πως είχαν ταξιδέψει μαζί και περιέγραψε στο δικαστήριο το διάλογο που είχε μαζί του: «Το βράδυ όταν επέστρεψε ο άνδρας μου, του τα είπα όλα. Είχα πια αποδείξεις. Εκείνος κοκκίνισε και δεν είπε λέξη και λίγο αργότερα αντί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, εκείνη θέλησε να υπερασπιστεί και μου είπε “άδικα κατηγορείς τη γυναίκα”. Είμαι υποχρεωμένη να σε συγχωρήσω, αρκεί να μην διαταραχθεί η γαλήνη του σπιτιού μας. Σταμάτα τη συνεργασία μαζί της», του είπα και εκείνος μου απάντησε {Μα έχουμε οικονομικά συμφέροντα. Κάνε μια θυσία. Τόσο καιρό από το γραφείο της δε ζούσαμε;”. Το σπίτι μου το χαλώ από εκεί δεν φεύγω», μου είπε εκνευρισμένος. Είχα να κάνω με μια γυναίκα σατανά. Είπαν πως έκανα αυτό που έκανα γιατί ήθελα χρήματα, γιατί είχα χρέη από τα χαρτιά. Πότε παίζαμε χαρτιά, μια δυο φορές της εβδομάδα κουμ – καν, ξεκινώντας από 25 λεπτά. Δεν ήταν λοιπόν τα χρέη η αιτία. Αυτή ήταν η αιτία. Έκανε τον ατυχή σύζυγο μου στα 62 χρόνια του να νοιώσει τέτοιο παραλήρημα, ώστε να γίνει θηρίο. Τον έκανε η άθλια να μισήσει τη γυναίκα του …για να καταλάβετε πόσο αρμονικά ζούσαμε δεν πήγαινε πουθενά μόνος του. Μου είχε τέτοια εμπιστοσύνη που με ενημέρωνε για όλες τις σοβαρές υποθέσεις του…».
Και όταν έφτασε η ώρα να αναφερθεί στη στιγμή της δολοφονίας η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε πως μετάνιωσε και δεν ήθελε να κάνει κακό στον άντρα της: «Εκείνη την ημέρα αφού πήρε τα βιβλία τον παρακάλεσα να μείνει για λίγο για να συζητήσουμε. Κάθισε στην πολυθρόνα του έπιασα το χέρι και τον παρακάλεσα να γυρίσει πίσω, εκείνος ήταν αμετάπειστος… μου είπε “αποκλείεται”. “Για μια π… καταστρέφεις το σπίτι σου;” του είπα, και μόλις το άκουσε έβγαλε από την τσέπη του ένα όπλο και με πυροβόλησε δυο φορές.
Τότε εγώ έτρεξα στην κουζίνα, πήρα τα δυο μαχαίρια και γύρισα πίσω. Του ζήτησα να αφήσει κάτω το πιστόλι γιατί αυτή τη φορά είχα και εγώ φονικά όπλα. Δεν το άφησε και ακολούθησε συμπλοκή. Πώς έγινε το κακό, ούτε κι εγώ ξέρω. Το σκέφτομαι και ανατριχιάζω. Βλέπω μπροστά μου την φοβερή σκηνή και νιώθω φρίκη. Μετανοώ ειλικρινά για ότι έκανα. Θα προτιμούσα να ήταν αυτός εδώ και εγώ στον τάφο. Εκείνος όμως ησύχασε κάτω από τη γη κι έμεινα εγώ να υποφέρω. Πιστέψτε με, ποτέ δεν θα έκανα κακό στον άνδρα μου…».
Όπως περιέγραψε, μετά το φονικό έπλυνε τα χέρια της, άλλαξε τα ματωμένα ρούχα της και βγήκε από το σπίτι. «Κατεβαίνοντας στη σκάλα το μετάνιωσα και ανέβηκα στην ταράτσα για να αυτοκτονήσω», είπε και ακολούθησε ο εξής διάλογος ανάμεσα στην κατηγορούμενη και την έδρα:
Πρόεδρος: «Μήπως εμποδιστήκατε από τους αχθοφόρους για αυτό επιστρέψατε;».
Κατηγορούμενη: «Όχι, εγώ το θέλησα».
Εισαγγελέας: «Ήταν ανίκανος ο σύζυγος σας;»
Κατηγορούμενη: «Όχι»
Εισαγγελέας: «Είχε ανώμαλες ορέξεις»
Κατηγορούμενη: «Όχι».
«Στυγερή εγκληματίας»
Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του έκανε λόγο για μια στυγερή εγκληματία η οποία «μόνη σκέφθηκε σχεδίασε και εκτέλεσε το ειδεχθές έγκλημα» και ζήτησε την καταδίκη της, χωρίς κανένα ελαφρυντικό.
Μάλιστα, ο εισαγγελικός λειτουργός υιοθέτησε τον ισχυρισμό ότι το θύμα δεν ήταν σε θέση να έχει σeξουαλικές σχέσεις λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε. «Για 20 χρόνια προπηλακιζόταν, εξευτελιζόταν και διασυρόταν από την κατηγορούμενη ακόμη και ενώπιον τρίτων. Πράγματι, το θύμα διέπραξε μεγάλο σφάλμα. Το σφάλμα αυτό ήταν ότι ανέσυρε την κατηγορουμένη από απλή γραμματέα και την έκανε κυρία. Για αυτή, το θύμα ήταν πορτοφόλι και όχι σύντροφος», ανέφερε ο εισαγγελέας.
Λίγο πριν τα μεσάνυκτα της 13ης Δεκεμβρίου του 1961, σε μια ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα, η 55χρονη κατηγορούμενη άκουσε το δικαστήριο να την καταδικάζει σε κάθειρξη 21 ετών και 8 μηνών, καθώς της αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.
Η κατηγορουμένη στο άκουσμα της απόφασης κάλυψε το πρόσωπο της με τα χέρια της και ξέσπασε σε λυγμούς.