Οι μεταρρυθμίσεις που οδηγούν την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα


Οι αγορές αποτιμούν ευνοϊκότερα τα ελληνικά ομόλογα απ’ ό,τι οι οίκοι, καθώς οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων χωρών ανάλογης διαβάθμισης με την Ελλάδα (ΒΒ) ήταν στα μέσα Νοεμβρίου 5,8%, έναντι 1,5% των ελληνικών.

Tι σχέση έχουν η ταχύτητα της απονομής δικαιοσύνης, η μείωση της γραφειοκρατίας και η χορήγηση κινήτρων για επενδύσεις με την τοποθέτηση των ελληνικών ομολόγων σε επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους αξιολόγησης; Μεγάλη, σύμφωνα με την εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος, για τους παράγοντες που θα οδηγήσουν σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας.

H κεντρική τράπεζα διερεύνησε –βάσει οικονομετρικού υποδείγματος– με ποιον τρόπο θα μπορέσουν τα ελληνικά ομόλογα να επιστρέψουν σε επενδυτική βαθμίδα, από την οποία απέχουν αυτή τη στιγμή 3 έως 4 βαθμίδες. Κατέληξε ότι η βελτίωση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών επιδόσεων είναι σημαντική, αλλά δεν αρκεί. Απαιτείται και επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και κυρίως αυτών που καταγράφει η Παγκόσμια Τράπεζα στους δείκτες διακυβέρνησης.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους μελετητές της κεντρικής τράπεζας, οι προϋποθέσεις για να φύγουν τα ελληνικά ομόλογα από την κατηγορία των «σκουπιδιών» των οίκων αξιολόγησης και να επιστρέψουν σε επενδυτική βαθμίδα είναι οι εξής: 1. Η βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών και η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, που αναμένεται να οδηγήσουν σε αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα. 2. Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ώστε να βελτιωθεί η θέση της χώρας στους δείκτες διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας και να επιστρέψουν οι σχετικές επιδόσεις της στα προ κρίσης επίπεδα, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση κατά δύο βαθμίδες.

Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, η οποία πραγματοποίησε τη σχετική μελέτη, ενόψει της δημοσίευσης, τις επόμενες μέρες, της ενδιάμεσης έκθεσης Νομισματικής Πολιτικής 2019, υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης σε συγκεκριμένους δείκτες που έχουν να κάνουν με το κράτος δικαίου, την ποιότητα του ρυθμιστικού περιβάλλοντος και την αποτελεσματικότητα της διοίκησης, καθώς σε αυτούς η θέση της χώρας έχει υποχωρήσει σημαντικά σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Συγκεκριμένα, οι μελετητές της τράπεζας υποδεικνύουν την ανάγκη να γίνουν μεταρρυθμίσεις που συνδέονται με: 1. Την ταχύτητα της δικαστικής διαδικασίας. 2. Την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. 3. Τον περιορισμό της εγκληματικότητας. 4. Τη μείωση του κόστους κανονιστικής συμμόρφωσης. 5. Τη χορήγηση κινήτρων για επενδύσεις. 6. Τη μείωση της γραφειοκρατίας. 7. Τη βελτίωση της παιδείας και των υποδομών.

Οι μελετητές της Τράπεζας της Ελλάδος υποστηρίζουν ότι ήδη έχουν γίνει ορισμένες μεταρρυθμίσεις στους παραπάνω τομείς, οι οποίες δεν έχουν ληφθεί ακόμη υπ’ όψιν από τους οίκους αξιολόγησης και είναι αρκετές για να οδηγήσουν σε αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα. Πρέπει να γίνουν όμως κι άλλες για να καλυφθεί και η άλλη μια βαθμίδα που απομένει ώστε να πετύχει η χώρα τον στόχο της (ΒΒΒ- /Βaa3 ή καλύτερη).

Θετικό ρόλο στην αναβάθμιση ενδέχεται να παίξει, επίσης, σύμφωνα με τους μελετητές της τράπεζας, η διατήρηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων στα σημερινά χαμηλά επίπεδα, οδηγώντας είτε σε αναβάθμιση είτε σε βελτίωση των προοπτικών. Μάλιστα, σημειώνεται ότι η αγορά αποτιμά σήμερα ευνοϊκότερα τον κίνδυνο των ελληνικών ομολόγων απ’ ό,τι οι οίκοι αξιολόγησης. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων χωρών ανάλογης διαβάθμισης με την Ελλάδα (ΒΒ) ήταν στα μέσα Νοεμβρίου 5,8%, έναντι 1,5% του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου.

Εξηγώντας τον τρόπο που λειτουργούν οι οίκοι αξιολόγησης, η μελέτη της ΤτΕ αναφέρει ότι σε πρώτο στάδιο αξιολογούνται μια σειρά από θεμελιώδη μεγέθη των οικονομιών (μακροοικονομικά, δημοσιονομικά, εξωτερικός τομέας και θεσμοί), σε συνδυασμό με άλλες μεταβλητές που αφορούν το χρηματοπιστωτικό  σύστημα. Σε δεύτερο στάδιο γίνεται προσαρμογή των βαθμολογιών από επιτροπή εμπειρογνωμόνων, με βάση τις προοπτικές και τους κινδύνους.

Η σταδιακή αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από το 2013, σημειώνει η μελέτη, οφείλεται κυρίως στη δημοσιονομική προσαρμογή, τη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας, τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και την απομάκρυνση από το «κούρεμα» του 2012, το οποίο προφανώς άφησε βαρύ αποτύπωμα.

Πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να φτάσει η Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα, είναι ένα ερώτημα που δεν απαντά η μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς προφανώς οι αβεβαιότητες είναι μεγάλες. 

Στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, πάντως, αναγνωρίζουν ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον ενάμισης χρόνος, που αντιστοιχεί σε τρεις αξιολογήσεις (οι οίκοι κάνουν δύο αξιολογήσεις τον χρόνο). 

Υψηλό spread

Παρά τη μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, το τελευταίο διάστημα, η αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων σε πιστοληπτική βαθμίδα εξακολουθεί να έχει τεράστια σημασία για την περαιτέρω υποχώρησή του, η οποία αντανακλάται στο γενικότερο κόστος δανεισμού της ελληνικής οικονομίας. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται από τραπεζικούς κύκλους, η μέση καλή ελληνική επιχείρηση δανείζεται σήμερα με επιτόκιο 4,5%, έναντι 2% της ευρωπαϊκής. Για τη μείωση του κόστους αυτού, επισημαίνουν οι ίδιοι κύκλοι, σημαντική είναι και η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών. Μόνον αν επιτευχθεί πρόοδος στον τομέα αυτό, άλλωστε, θα επιτρέψουν οι οίκοι αξιολόγησης τον χαρακτηρισμό των ελληνικών ομολόγων ως επενδυτικών. Η επενδυτική βαθμίδα ανοίγει αυτόματα τον δρόμο για συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οπως επισημαίνεται από τους αναλυτές, μπορεί οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να έχουν υποχωρήσει, αλλά το spread έναντι των γερμανικών τίτλων παραμένει σχετικά υψηλό.

kathimerini.gr