Οι μικροοικονομικές αλλαγές και η επίδραση στο μακροοικονομικό περιβάλλον

Η εξάπλωση του κορωνοϊού και η είσοδος της πανδημίας στη χώρα μας βρήκαν την ελληνική οικονομία στο σημείο που ετοιμαζόταν να κάνει σημαντικά βήματα προόδου. Η συζήτηση σχετικά με το μέγεθος της αναμενόμενης συρρίκνωσης του ΑΕΠ είναι όλο και πιο έντονη. Ο τουρισμός –αποκαλούμενος και η «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας– είναι ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομίας της χώρας μας, ενώ παράλληλα αποτελεί το επίκεντρο για πολλές άλλες δραστηριότητες που συνιστούν την εθνική παραγωγή. Οι τουριστικές εισπράξεις παρουσίασαν μεγάλη αύξηση την τελευταία δεκαετία και αυτό δημιούργησε δυναμική, αλλά και πεδίο για περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου. Η σημαντική αύξηση του τζίρου τα προηγούμενα χρόνια ήταν αποτέλεσμα συνδυασμού παραγόντων, όπως η διεθνής τάση για στροφή προς το συγκεκριμένο είδος διασκέδασης σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους μεταφοράς και διαμονής λόγω της αύξησης του ανταγωνισμού. Η προτίμηση αυτή των καταναλωτών είχε διαμορφωθεί με σταθερούς τους εξωγενείς παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση και από προτίμηση έγινε σε κάποιο βαθμό ανάγκη. Αυτό όμως ενδεχομένως να αλλάξει σημαντικά την παρούσα χρονική στιγμή. Η απάντηση θα δοθεί –όσο ακόμη δεν έχει βρεθεί το σχετικό εμβόλιο– με το κατά πόσον η προτίμηση των καταναλωτών θα υπερκεράσει τον ενδεχόμενο φόβο λόγω της πανδημίας. Δηλαδή, σε ποιο βαθμό οι καταναλωτές δεν θα διστάσουν να βρεθούν σε χώρους συνωστισμού με άλλους ανθρώπους και δεν θα αποτραπούν από τον φόβο τους λόγω της πανδημίας. Αρα βλέπουμε να αλλάζουν, ενδεχομένως, οι προσδιοριστικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση υπηρεσιών που έχουν να κάνουν με τον τουρισμό. Από την άλλη πλευρά, οι νέες συνθήκες της πανδημίας ενδεχομένως να επηρεάσουν το κόστος των υπηρεσιών των τουριστικών και συναφών επιχειρήσεων.

Οσο το εμβόλιο δεν κάνει την εμφάνισή του, τα παραπάνω δεδομένα θα «μπολιάζουν» όλο και πιο άμεσα τη νέα μικροοικονομική πραγματικότητα του κλάδου. Οι επιχειρήσεις θα προσφέρουν μικρότερο αριθμό υπηρεσιών λόγω αποφυγής συνωστισμού και αυτό θα επηρεάζει σοβαρά τη συνάρτηση του κέρδους τους. Οι επιχειρήσεις καλούνται πλέον να καλύψουν αυτό το κόστος ενσωματώνοντάς το στην τιμή, αλλά ο άγνωστος βαθμός της ελαστικότητας –δηλαδή της αντίδρασης των καταναλωτών σε ενδεχόμενη αύξηση της τιμής– των τουριστικών υπηρεσιών, δεδομένης και της πανδημίας, θα προσδιορίσει το κατά πόσον οι καταναλωτές θα συνεχίζουν, και σε ποιο βαθμό, να προτιμούν τις συγκεκριμένες υπηρεσίες. Αρα έχουμε δύο βασικές αιτίες ενδεχόμενης πτώσης της ζήτησης. Από τη μία, η αύξηση της τιμής λόγω της αύξησης κόστους ως απόρροια των μέτρων προφύλαξης από την πανδημία και, από την άλλη, η ενδεχόμενη μείωση της ζήτησης λόγω του φόβου των καταναλωτών για την υγεία τους. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το τουριστικό προϊόν δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης, τα συμπεράσματα για την ελαστικότητα της ζήτησής του είναι προφανή.

Οι κίνδυνοι για τον εν λόγω κλάδο είναι μεγάλοι και ενδεχομένως να δούμε αλλαγές. Είναι σημαντικό να εξετάσουμε σε ποιο βαθμό ένα πλήγμα στον συγκεκριμένο κλάδο θα επηρέαζε τις μακροοικονομικές προοπτικές της χώρας, αλλά και τους συντελεστές που θα συνθέτουν το μελλοντικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της χώρας. Αν δηλαδή μια ενδεχόμενη συρρίκνωση του κλάδου αύξανε απότομα και σε μεγάλο βαθμό την ανεργία, τότε οι προοπτικές για ανάκαμψη θα δυσκόλευαν, καθώς η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος θα περιόριζε σημαντικά την ιδιωτική κατανάλωση. Επιπλέον, πολλές επενδύσεις στη χώρα μας σχετίζονταν άμεσα αλλά και έμμεσα με την τουριστική βιομηχανία, των οποίων τα επιχειρηματικά σχέδια αλλάζουν άρδην λόγω της μεταβολής της προσδοκώμενης ζήτησης.

Η συζήτηση για τη σύνθεση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας μας είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Η πανδημία βρήκε τη χώρα μας έτοιμη για μεγάλους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, με τον τουρισμό ως βασικό αφήγημα. Δυστυχώς, αυτό το αφήγημα απειλείται και η χώρα θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει την παραγωγική της ταυτότητα βλέποντας ότι ο συγκεκριμένος κλάδος είναι πολύ ευάλωτος. Το κράτος μπορεί να παρέμβει και να στηρίξει τον κλάδο σε ένα βαθμό, εκτάκτως, όσο του το επιτρέπουν τα δημόσια οικονομικά του. Αυτό όμως δεν μπορεί να συνεχίσει να γίνεται για πάντα και ο τρόπος με τον οποίο η χώρα θα παράγει προστιθέμενη αξία θα πρέπει να επανεξεταστεί.

* O κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι πρόεδρος του ΚΕΠΕ και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

** O κ. Βασίλης Πηλιχός είναι οικονομολόγος και υποψήφιος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

kathimerini.gr