Η σημασία του καλού παραδείγματος στον περιορισμό της διαφθοράς


Σε αντίθεση με τον αντικαπνιστικό νόμο, η κυβέρνηση υπήρξε μάλλον αντιφατική στο θέμα της διαφθοράς. Την ίδια στιγμή που επιβεβαίωνε την ισχυρή της πολιτική βούληση για τον περιορισμό της και ο ίδιος ο πρωθυπουργός δήλωνε, με αφορμή την κατάταξη της χώρας στον σχετικό πίνακα της Διεθνούς Διαφάνειας, ότι αποτελεί μια «εθνική απειλή», δεκάδες και ενδεχομένως εκατοντάδες κομματικοί φίλοι διορίζονταν σε θέσεις ευθύνης, εντελώς άσχετες με το βιογραφικό και τις ικανότητές τους, σε διοικήσεις νοσοκομείων, ΔΕΚΟ κ.λπ.

Η κυβέρνηση, σε πείσμα όσων πίστευαν ότι θα αποτύγχανε, όπως άλλωστε και οι πάντες στο παρελθόν, πέτυχε μια σημαντική νίκη στην περίπτωση του αντικαπνιστικού νόμου, ο οποίος φαίνεται να εφαρμόζεται. Η επιτυχία αυτή οφείλεται στην ισχυρή πολιτική βούληση, στη συστηματική αστυνόμευση, αλλά και στο γεγονός ότι τα κυβερνητικά στελέχη έδωσαν πρώτοι το καλό παράδειγμα.

Δύσκολα θα ξεχάσει κανείς τον ιδιόρρυθμο αναπληρωτή υπουργό Υγείας επί ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος κάπνιζε σαν τσιμινιέρα ακόμη και μέσα στο ίδιο το υπουργείο, κατεξοχήν αρμόδιο για την εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας. Μετά την επιτυχία αυτή, ο πρωθυπουργός άνοιξε ένα νέο, πολύ δυσκολότερο μέτωπο, αυτό κατά της διαφθοράς, λέγοντας ότι «ξεκινάμε με την αποκατάσταση του κύρους της πολιτικής, αλλά και των λειτουργών της σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής, εξορθολογίζοντας τους μηχανισμούς πρόληψης και καταστολής της διαφθοράς». Στο πλαίσιο αυτό ενοποιήθηκαν και ενοποιούνται έξι αυτοτελείς και αποσυνδεδεμένες υπηρεσίες με συναφές αντικείμενο, υπό τη σκέπη της νεοσύστατης Εθνικής Αρχής Διαφάνειας. Παρά το γεγονός ότι τέτοιου είδους Αρχές έχουν ιστορικά παρουσιάσει μεικτά αποτελέσματα διεθνώς, το μείζον ζήτημα εν προκειμένω αφορά το «καλό παράδειγμα».

Σε αντίθεση με τον αντικαπνιστικό νόμο, η κυβέρνηση υπήρξε μάλλον αντιφατική στο θέμα της διαφθοράς. Την ίδια στιγμή που επιβεβαίωνε την ισχυρή πολιτική της βούληση για τον περιορισμό της και ο ίδιος ο πρωθυπουργός δήλωνε, με αφορμή την κατάταξη της χώρας στον σχετικό πίνακα της Διεθνούς Διαφάνειας ότι η «επίδοση (είναι) ντροπιαστική για ένα ευρωπαϊκό κράτος (…και…) ουσιαστικά αποτελεί μια εθνική απειλή», δεκάδες και ενδεχομένως εκατοντάδες κομματικοί φίλοι διορίζονταν σε θέσεις ευθύνης, εντελώς άσχετες ως προς το βιογραφικό και τις ικανότητές τους, σε διοικήσεις νοσοκομείων, ΔΕΚΟ, ιδρυμάτων κ.λπ. Παρά το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τηρήθηκαν οι τυπικές διαδικασίες, επί της ουσίας οι πράξεις αυτές, γνωστές στην αγγλική με τον όρο Cronyism, εμπίπτουν απολύτως στην έννοια της διαφθοράς, έστω και νομότυπης. O εύστοχος αυτός όρος, που πιθανότατα προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη «χρόνιος», σημαίνει «την πρακτική της μεροληψίας κατά την πρόσληψη ή ανάθεση θέσεων ή προνομίων σε φίλους ή έμπιστους, άσχετα από τα προσόντα τους».

Η συγκεκριμένη πρακτική συνεπάγεται σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος για τους πολίτες, δεδομένου ότι περιορίζει τις ευκαιρίες αλλά και τον ανταγωνισμό, αυξάνει τις τιμές των αγαθών, περιορίζει την ανάπτυξη και γενικά την παραγωγικότητα. Στα ελληνικά το Cronyism μεταφράζεται ως «αναξιοκρατία», «νεποτισμός» ή «ευνοιοκρατία», έννοιες οι οποίες, στα μάτια των πολιτών, συμπίπτουν με  αυτήν της διαφθοράς. Δεν είναι τυχαίο ότι το φαινόμενο αυτό αποτελεί την κύρια αιτία της καταστροφικής για τη χώρα μετανάστευσης στο εξωτερικό στελεχών υψηλής εξειδίκευσης, το λεγόμενο «brain drain». H αναστροφή αυτής της τάσης, αλλά και ο περιορισμός τής, επίσης καταστροφικής, διαφθοράς περνάει μέσα από την αξιοκρατία. Γιατί χωρίς το «καλό παράδειγμα» η «Εθνική Αρχή Διαφάνειας» μετατρέπεται –όπως και σε πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις από τη διεθνή εμπειρία– σε φύλλο συκής.

* Ο κ. Βασίλης Μασσέλος είναι πρόεδρος Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής και Ετοίμου Ενδύματος.

kathimerini.gr