Η σωματική επιθετικότητα των παιδιών εξασθενεί μέχρι τα 4 έτη
Τα παιδιά γίνονται όλο και πιο επιθετικά μέχρι να φτάσουν τα τρεισήμισι έτη και μετά βαθμιαία ηρεμούν, υποστηρίζει νέα έρευνα. Τα νήπια επιδεικνύουν σωματική επιθετικότητα που μειώνεται πριν φτάσουν στις πρώτες σχολικές τάξεις. Κάποια όμως συνεχίζουν να φέρονται το ίδιο μέχρι και την εφηβεία. Συνήθως πρόκειται για τις περιπτώσεις που είναι πιο επιρρεπείς σε βίαια εγκλήματα και χρήση ουσιών. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα ευρήματά τους μπορούν να οδηγήσουν σε καλύτερα μέτρα πρόληψης για την εξάλειψη της εγκληματικότητας.
Ο Καθηγητής και ειδικός της παιδικής ανάπτυξης, Ρίτσαρντ Τρέμπλει, είπε: ‘τα οικογενειακά χαρακτηριστικά σε ένα παιδί ηλικίας 5 μηνών μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προλάβουμε τη χρόνια σωματική επιθετικότητα στην ανάπτυξη των παιδιών, ανεξαρτήτως φύλου. Ο εντοπισμός αυτών των παραγόντων που εμποδίζουν τα παιδιά από το να γίνουν υπεύθυνοι ενήλικες είναι σημείο κλειδί. Η έρευνα βασίστηκε στη συμπεριφορά 2.223 παιδιών από την ηλικία των 18 μηνών έως και τα 13 έτη. Η συχνότητα του σωματικού θυμού ξεκινά να μειώνεται συνολικά περίπου μετά τα 4′.
Εντοπίστηκαν όμως διαφορετικά μοτίβα μεταξύ αγοριών και κοριτσιών, μαζί με πολλούς άλλους παράγοντες. Μεταξύ αυτών, ήταν το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των γονέων, υψηλότερη κατάθλιψη και μεγαλύτερο νούμερο σε αδέρφια. Ο Καθηγητής Τρέμπλει, από το Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, είπε ότι ‘οι παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και στην αρχή της ζωής του παιδιού μπορούν να αποτρέψουν την υψηλή εκδήλωση σωματικής επιθετικότητας σε παιδιά που ζουν σε οικογένειες υψηλού ρίσκου’.
‘Υπάρχει ωστόσο, μία μικρή μερίδα παιδιών που διατηρούν αυτή την επιθετικότητα μέχρι και την εφηβεία. Αυτό σχετίζεται με μία σειρά αρνητικών αποτελεσμάτων, όπως είναι τα εγκλήματα, η αποτυχία στο σχολείο και η δυσκολία προσαρμογής στην κοινωνία. Αυτά τα παιδιά τείνουν να χτυπούν, να δαγκώνουν και να κλωτσούν τα άλλα παιδιά.
Όπως ήταν αναμενόμενο, τα κορίτσια επέδειξαν ελαφρώς μικρότερη σωματική βία από τα αγόρια αλλά τα κορίτσια με την υψηλότερη σωματική βία αντιπροσώπευαν το 1/3 του συνολικού δείγματος. ‘Μία πιθανή εξήγηση για τη διαφορά των αποτελεσμάτων μεταξύ αγοριών και κοριτσιών είναι ότι οι μητέρες των αγοριών από οικογένειες υψηλού κινδύνου μπορεί να μην λένε την απόλυτη αλήθεια όταν εκτιμούν τη συχνότητα της σωματικής βίας των γιων τους’.