Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να προσθέσει 195 δισ. στο ΑΕΠ

Σε σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ κατά 195 δισ. δολ. για την περίοδο 2020-2035 μπορεί να οδηγήσει η εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Accenture σε συνεργασία με τη Microsoft, την οποία επικαλέσθηκε χθες ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του στο Ινστιτούτο για το Δίκαιο Προστασίας της Ιδιωτικότητας, των Προσωπικών Δεδομένων και την Τεχνολογία του EPLO (European Public Law Organization).

Μιλώντας για την επίπτωση της τεχνητής νοημοσύνης στην οικονομία, ο κ. Στουρνάρας είπε ότι, σύμφωνα με μελέτη της Accenture σε 12 ανεπτυγμένες χώρες, η εφαρμογή της «μπορεί να οδηγήσει έως και σε διπλασιασμό του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης μέχρι το 2035, σε σύγκριση με ένα σενάριο όπου η τεχνητή νοημοσύνη δεν εφαρμόζεται. Αντίστοιχα, μελέτη της McKinsey προβλέπει ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ στην ευρωπαϊκή οικονομία περίπου κατά 19,4% μέχρι το 2030, όπου το μεγαλύτερο όφελος προκύπτει από την αύξηση της παραγωγικότητας και το υπόλοιπο από επιδράσεις στην πλευρά της ζήτησης. Σε αντίστοιχα αποτελέσματα για την επίδραση της τεχνητής νοημοσύνης στην ευρωπαϊκή οικονομία καταλήγει και η μελέτη της PwC, η οποία επιπλέον εκτιμά πως η Κίνα θα είναι η οικονομία που θα αποκομίσει τα μεγαλύτερα οφέλη από την εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης, με την αύξηση του ΑΕΠ να ανέρχεται έως και 26% μέχρι το 2030».

Ο κεντρικός τραπεζίτης μίλησε και για τους κινδύνους και τις ανησυχίες που συνοδεύουν τη διάδοση της τεχνητής νοημοσύνης. Είπε ότι, σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, εκτιμάται ότι λόγω της αυτοματοποίησης 47% των υφιστάμενων θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ κινδυνεύουν να εκλείψουν. Χαρακτηριστικά, ανέφερε το εξής παράδειγμα: «Η Google ολοκλήρωσε τη χαρτογράφηση κάθε επιχείρησης και κάθε νοικοκυριού και την αρίθμηση των οδών για όλη τη Γαλλία δημιουργώντας ένα σχετικό αλγόριθμο, ο οποίος υλοποίησε το έργο αυτό σε μόλις μία ώρα. Χιλιάδες ανθρωποώρες επαναλαμβανόμενης και τυποποιημένης εργασίας υποκαταστάθηκαν, λοιπόν, από μία ώρα ενός «έξυπνου» προγράμματος τεχνητής νοημοσύνης. Αυτό με τη σειρά του υποδηλώνει την ανάγκη για ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων, συμπληρωματικών ως προς τις τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και για συνεχή επανεκπαίδευση των εργαζομένων. Η επένδυση, επομένως, σε ανθρώπινο κεφάλαιο είναι καίριας σημασίας για την επιτυχή προσαρμογή της αγοράς εργασίας».

kathimerini.gr