Η ΤτΕ επιμένει στη δημιουργία bad bank για κόκκινα δάνεια
Οποιαδήποτε αναβολή ή έλλειψη αποφασιστικότητας στην ανάληψη δράσης θέτει σε κίνδυνο τα οφέλη των επιτευγμάτων μέχρι στιγμής, αναφέρει η ΤτΕ στην έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Η κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία αποτελεί «ευκαιρία» για νέο ξεκίνημα προς ένα βιώσιμο οικονομικό μοντέλο, στο οποίο είναι αναγκαίος ο μετασχηματισμός παράλληλα με το σημερινό επιχειρηματικό μοντέλο των τραπεζών, όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, προτείνοντας και πάλι τη δημιουργία bad bank για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οπως προειδοποιεί μέσα από την έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, οποιαδήποτε αναβολή ή έλλειψη αποφασιστικότητας στην ανάληψη δράσης θέτει σε κίνδυνο τα οφέλη των επιτευγμάτων μέχρι στιγμής, ενώ είναι σαφές ότι η πορεία ανάκαμψης της οικονομίας και προσαρμογής στα νέα δεδομένα αποτελεί άμεση προτεραιότητα και ιδιαίτερη πρόκληση.
H ΤτΕ επαναλαμβάνει πως ακόμη και με την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου «Ηρακλής» τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα παραμείνουν σε πολύ υψηλό επίπεδο και πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, συνεπώς η υιοθέτηση συμπληρωματικών λύσεων είναι επιτακτική ανάγκη.
Οι τρεις λόγοι
Η πρόταση για τη δημιουργία ενός σχήματος συνολικής διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών ή, αλλιώς, μιας bad bank, βασίζεται στα εξής πολύ σημαντικά σημεία, όπως εξηγεί:
• Πρώτον, όχι μόνο δεν ανατρέπονται αλλά, αντιθέτως, αξιοποιούνται οι υφιστάμενες υποδομές των τραπεζών, καθώς και οι συμμετοχές τρίτων μερών στους τομείς διαχείρισης των NPLs. Ουσιαστικά, δεν ανατρέπονται οι συμφωνίες που έχει συνάψει κάθε τράπεζα με τις εταιρείες διαχείρισης κόκκινων δανείων, δηλαδή τους servicers, η συνδρομή των οποίων θα αποτελέσει μέρος της λύσης.
• Δεύτερον, ενδεχόμενες ζημίες που σχετίζονται με το υφιστάμενο απόθεμα NPLs θα καλύπτονται αποκλειστικά από τις τράπεζες και όχι από τον Ελληνα φορολογούμενο, μέχρι του ελάχιστου ορίου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και αποκλείεται οποιαδήποτε διασύνδεση του προτεινόμενου σχήματος με ενδεχόμενα σενάρια εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης.
Οπως σημειώνεται, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία (Μάρτιος 2020), ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών διαμορφώθηκε πολύ υψηλότερα από το ελάχιστο όριο και στο 16,2%, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν ένα αξιόλογο «μαξιλάρι» ασφαλείας για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις, αφενός, από την πανδημία και, αφετέρου, από την ανάγκη ταχείας μείωσης των NPLs.
• Τρίτον, η πρόταση για τη δημιουργία bad bank δεν αποσκοπεί απλώς σε κεφαλαιακή ελάφρυνση, αλλά σε εκτέλεση συναλλαγών σε όρους αγοράς, με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών.
Ο αναβαλλόμενος φόρος
Η λύση αυτή που προτείνει η ΤτΕ για τις ελληνικές τράπεζες, επιπλέον, αναμένεται να λαμβάνει υπόψη και το πρόβλημα των κεφαλαίων που βασίζονται στον αναβαλλόμενο φόρο, όπως έχει αναφέρει και η «Κ». Η ΤτΕ υπογραμμίζει στην έκθεσή της τον κίνδυνο για τις τράπεζες από το γεγονός ότι όλο και μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων τους θα αποτελείται από την αναβαλλόμενη φορολογία. Οπως σημειώνει, οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTC) τον Μάρτιο του 2020 ανέρχονταν σε 15,5 δισ. ευρώ ή στο 54% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων. Οπως εκτιμάται, τα επόμενα τέσσερα τρίμηνα και χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε επιπτώσεις από την πανδημία, η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα προσεγγίσει το 75%.
Αυτό σημαίνει πως μεγάλο μέρος των εποπτικών κεφαλαίων θα εμφανίζεται ως μη καταβληθέν (με άγνωστο το χρονοδιάγραμμα καταβολής), ενώ τα δικαιώματα ψήφου θα είναι στη διάθεση μετόχων, το κεφάλαιο των οποίων θα έχει ουσιαστικά εξαϋλωθεί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις αρχές εταιρικής διακυβέρνησης.
Και επισημαίνει η ΤτΕ πως το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλό, προσδιορίζεται στο 37,3% με στοιχεία του α΄ τριμήνου του 2020 και στα 60,9 δισ. ευρώ από 68,5 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, αποτελώντας έτσι περιοριστικό παράγοντα της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών, καθώς διατηρεί υψηλό το κόστος του πιστωτικού κινδύνου. Ακόμη, οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 αναμένεται να επιβαρύνουν εκ νέου την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών με τη δημιουργία νέων NPLs σε βαθμό που δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια. Ανάλογα με το εύρος της επιβάρυνσης των ισολογισμών των τραπεζών από τη δημιουργία νέων NPLs, το κόστος αυτό αναμένεται να επηρεάσει το καθαρό περιθώριο κέρδους τους στο μέλλον και θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στη συνολική κερδοφορία τους.
Επιπλέον δράσεις
Ακόμη και με την πλήρη εφαρμογή των υφιστάμενων εργαλείων (πωλήσεις δανείων, τιτλοποιήσεις, σχέδιο «Ηρακλής») ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν θα υποχωρήσει κάτω από 25%, ποσοστό, όπως εκτιμά, που εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο και πολλαπλάσιο του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του SSM (2,7% και 3,2% αντίστοιχα). Επιπροσθέτως, εκτιμάται ότι η επίπτωση στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών από τη διενέργεια των εν λόγω συναλλαγών τιτλοποίησης θα ανέλθει κατά μέσον όρο στις τρεις μονάδες. Συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες προς την κατεύθυνση μείωσης του υφιστάμενου αποθέματος NPLs.