Η ζωή δύο διάσημων κροίσων που δημιουργήθηκαν από το μηδέν
Αμύθητες περιουσίες και τραπεζικοί λογαριασμοί που ακολουθούνται από πολλά μηδενικά. Μια μυθιστορηματική ζωή-όνειρο για τους περισσότερους από εμάς. Χλιδή, πολυτέλεια και υπηρεσίες, που για κάποιους φαντάζουν σενάρια ταινίας επιστημονικής φαντασίας.
Οι πιο πολλοί σίγουρα θα πιστεύουν ότι για όσους τα βρίσκουν έτοιμα, είναι πολύ εύκολο να κάνεις λεφτά και να βρίσκεσαι ανάμεσα στους πλουσιότερους του κόσμου, απολαμβάνοντας την (παροδική ίσως) ευτυχία που αυτά σου προσφέρουν μέσα από τις ανέσεις και τις εμπειρίες στις οποίες έχουν άνετα πρόσβαση.
Τι γίνεται, ωστόσο, με τους αυτοδημιούργητους δισεκατομμυριούχους, στη συγκεκριμένη περίπτωση, που από το τίποτα συγκαταλέγονται ανάμεσα στους πιο τυχερούς, κατά πολλούς, αυτού του κόσμου που δεν χρειάζεται να μοχθήσουν και να στερηθούν για να αγοράσουν ένα αυτοκίνητο, να πάνε ένα ταξίδι, να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι;
Ποιες ιστορίες κρύβονται πίσω από τους κολοσσούς που κατάφεραν να δημιουργήσουν μόνοι τους, χωρίς καμία βοήθεια και «πλάτη» από τις οικογένειές τους; Ποιες οι δυσκολίες που συναντήσανε για να φτάσουν στο σημείο που βρίσκονται σήμερα; Πόσο μόχθησαν, τι υποχωρήσεις έκαναν και πόση επιμονή και υπομονή χρειάστηκε για να καταφέρουν το ακατόρθωτο;
Ακολουθούν δύο αρκετά δακρύβρεχτες ιστορίες σημερινών «αυτοκρατόρων» στον τομέα της επιχειρηματικότητας, που ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν λειτούργησαν ως τροχοπέδη στη μετέπειτα εξέλιξη και κυριαρχία τους –ο καθένας στο χώρο του. Αν βρίσκεστε σε αναζήτηση κινήτρου για να κάνετε το κάτι παραπάνω στην ζωή σας και να ρισκάρετε για το καλύτερο, οι ιστορίες που θα διαβάσετε αποτελούν, σίγουρα, την καλύτερη έμπνευση.
Όπρα Γουίνφρεϊ
Μεγάλωσε σε τραγικές συνθήκες φτώχειας –σε συνέντευξή της στην Barbara Walters είχε δηλώσει ότι κατά τα παιδικά της χρόνια στο σπίτι που μεγάλωνε δεν είχανε ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε νερό– στο Μισισιπή, γεννημένη από μια έφηβη μητέρα, με τον πατέρα της να τις έχει εγκαταλείψει από πολύ νωρίς.
Την ανατροφή της ανέλαβε η γιαγιά της, καθώς η μητέρα της δεν την ήθελε, ενώ αναγκάστηκε να επιστρέψει σε αυτή στα έξι της μετά τον θάνατο της γιαγιάς της, η οποία την γαλούχησε στη θρησκεία και της έμαθε να διαβάζει μόλις από τα τρία της.
Σε μικρή ηλικία, εκτός από τον ρατσισμό που υπέστη λόγω του χρώματός της, βίωσε την άσχημη πλευρά της ζωής, καθώς έπεσε θύμα συστηματικής σεξουαλικής κακοποίησης, στα εννιά της χρόνια.
Στα 14 της έμεινε έγκυος και γέννησε πρόωρα ένα αγοράκι, το οποίο δεν τα κατάφερε, ενώ στην εφηβεία της δεν ήταν και από τα πιο ήσυχα κορίτσια. Λόγος που η μητέρα της αποφάσισε να την στείλει να ζήσει με τον πατέρα της στο Νάσβιλ του Τενεσί.
Με την αυστηρότητα και την καθοδήγησή του κατάφερε να πάρει υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Τενεσί, σπουδάζοντας Επικοινωνία και να γίνει ραδιοφωνική παραγωγός στον τοπικό σταθμό «WVOL». Τότε, ούτε η ίδια γνώριζε ότι αυτή ήταν η μεγάλη αρχή για την μετέπειτα αξιοθαύμαστη, λαμπρή και επιτυχημένη πορεία της στο χώρο των media και των επιχειρήσεων.
Οι επαγγελματικές πόρτες αρχίζουν να ανοίγουν δειλά-δειλά για το κορίτσι από το Μισισιπί, με κορυφαία χρονιά το 1986 και την πρώτη αναμετάδοση του τηλεοπτικού σόου «Oprah Winfrey Show», που την έβαλε στα σπίτια όλων των Αμερικανών τηλεθεατών, μέσα στα 25 χρόνια προβολής του έως το 2011.
Η «βασίλισσα» της αμερικάνικης τηλεόρασης κατάφερε να δημιουργήσει την δική της αυτοκρατορία, αποκτώντας αρχικά δικαιώματα της εκπομπής της από το κανάλι ABC και εν συνεχεία δημιουργώντας τη δική της εταιρεία παραγωγής και εκδίδοντας το περιοδικό «Ο: The Oprah Magazine».
Η «Όπρα» της Αμερικής, φωτεινό παράδειγμα για όλους, σήμερα, είναι μία από τις πλουσιότερες και ισχυρότερες γυναίκες της χώρας, ενώ έχει ανακηρυχθεί ως το πλουσιότερο άτομο Αφροαμερικανικής καταγωγής για τον 20ο αιώνα.
Ρομάν Αμπράμοβιτς
Ο Ρώσος δισεκατομμυριούχος δημιούργησε την προσωπική του αυτοκρατορία κυριολεκτικά από το τίποτα. Γεννήθηκε μέσα στη φτώχεια, ενώ έμεινε ορφανός στα τέσσερά του χρόνια όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε σε ένα εργατικό ατύχημα, με την μητέρα του να έχει φύγει ήδη από την ζωή όταν ο Ρομάν Αμπράμοβιτς ήταν ακόμη μωρό. Έτσι, ο σημερινός μεγιστάνας αναγκάστηκε να ζήσει με τον θείο του, περνώντας αρκετά δύσκολα παιδικά χρόνια.
Παρά τις δυσκολίες, μπήκε στη Βιομηχανική Σχολή της Μόσχας χωρίς, ωστόσο, να καταφέρει να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Τα πρώτα του χρήματα τα έβγαλε όσο υπηρετούσε στο Σοβιετικό Στρατό, πουλώντας σε αξιωματούχους της μονάδας του κλεμμένη βενζίνη και συνέχισε να βιοπορίζεται ως πλανόδιος πωλητής και αργότερα ως μηχανικός σε εργοστάσιο.
Μετά τον πρώτο του γάμο το 1987 (συνολικά έχει πραγματοποιήσει τρεις γάμους από τους οποίους απέκτησε έξι παιδιά), και αναζητώντας νέους τρόπους να τα βγάζει πέρα οικονομικά, αρχίζει να ασχολείται με την μαύρη αγορά.
Οι συγκυρίες αρκετά ευνοϊκές τότε για τον σημερινό μεγιστάνα, καθώς η πολιτική του πρωθυπουργού Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ο οποίος επέτρεψε την δημιουργία και λειτουργία μικρών συνεταιριστικών επιχειρήσεων, για πρώτη φορά στη Ρωσία, εκτίναξε την επιχειρηματικότητά του στα ύψη.
Επιτυγχάνοντας σε μικρό χρονικό διάστημα αύξηση στα κέρδη του, τα επενδύει όλα στην κατασκευή παιχνιδιών. Στη συνέχεια μεταπηδά στον πετρελαϊκό κλάδο, καταφέρνοντας από το 1992-1995 να δημιουργήσει πέντε επιχειρήσεις πετρελαιοειδών.
Σήμερα -είναι γνωστός στους περισσότερους ως ο ιδιοκτήτης της αγγλικής ομάδας ποδοσφαίρου Τσέλσι, ενώ ασχολήθηκε και με την πολιτική από το 2000-2008 όντας κυβερνήτης της Τσουκότκα- συμπεριλαμβάνεται στην 11η θέση με τους πλουσιότερους ανθρώπους στη Ρωσία και στην 14η στην παγκόσμια κατάταξη στη λίστα του Forbes με την περιουσία του να αγγίζει για το 2018 τα 11,5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Μάλιστα, έχει δωρίσει τα περισσότερα χρήματα από οποιονδήποτε άλλο εν ζωή Ρώσο σε φιλανθρωπίες, με ένα ποσό που ξεπερνά τα 2,5 εκατομμύρια δολάρια.
Για την ιστορία, εκτός από τα υπέρογκα ποσά στους τραπεζικούς λογαριασμούς του, η περιουσία του αποτελείται από υπερπολυτελή ακίνητα στην Καραϊβική, τη Ρωσία, το Κολοράντο και το Λονδίνο, έναν αμύθητο στόλο από αεροπλάνα, ελικόπτερα και σκάφη, καθώς και πανάκριβα έργα τέχνης.