Ιερά Μονή Παναγἰας Καλόπετρας
Ο ναός, διαστάσεων 8,2×13,8μ. και προσανατολισμό στον άξονα Δ-Α, αναπαρίσταται είτε ως δίστυλος εν παραστάσι, είτε ως πρόστυλος τετράστυλος. Η οικοδόμησή του τοποθετείται γύρω στο 400 π.Χ. Τα θεμέλια και η ανωδομή του είναι από πωρόλιθο, ενώ ο αρχιτεκτονικός του διάκοσμος από μάρμαρο.
Ιστορία Μονής
Παραπλεύρως της Κοιλάδας με τις Πεταλούδες, 8χλμ. νότια του χωριού Θεολόγος και 23χλμ. από την πόλη της Ρόδου, βρίσκεται η Ιερά Μονή Καλόπετρας αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ανεγερμένη μέσα σε πευκόφυτη ορεινή περιοχή στο ύψωμα του βουνού Λευκόποδα «όπερ κατέχει ωραίαν θέσιν», όπως αναφέρεται από τους Edouard Biliotti και L’ abbe Cottret σε εργογραφία τους για τη Ρόδο το 1881 λειτούργησε ως κοινοβιακή μονή, η οποία βρισκόταν σε μεγάλη ακμή ως τις αρχές του 20ου αι.
Η οικονομική της ευμάρεια στηριζόταν στην καλλιέργεια της γης, αλλά και στην εκμετάλλευση του ελαίου από το δέντρο ζητιά που αφθονούσε στην περιοχή, το οποίο σε υγρή μορφή είχε φαρμακευτικές ιδιότητες και σε στερεή χρησιμοποιούνταν ως θυμίαμα. Ταυτόχρονα, ο νερόμυλος στην παρακείμενη κοιλάδα εξασφάλιζε την απαιτούμενη ετήσια εσοδεία αλεύρων, ενώ η μελισσοκομία και η σηροτροφία φαίνεται να ήταν εξίσου ανεπτυγμένες.
Το καθολικό της μονής οικοδομήθηκε το 1865 στη θέση παλαιότερου τρουλαίου ναού χρονολογημένου στα 1784, ο οποίος καταστράφηκε μετά τους σεισμούς που έπληξαν το νησί μεταξύ 1856 και 1863. Υπάρχουν ωστόσο ενδείξεις ότι ο ναός προϋπήρχε της κατακτήσεως της Ρόδου από τους Οθωμανούς, αποτελώντας τμήμα ενός ευρύτερου δικτύου ελέγχου και επικοινωνίας της ενδοχώρας του νησιού. Στη σημερινή του μορφή το καθολικό είναι ένα μονόχωρο κτίσμα, διαστάσεων 15×7μ., με γοτθικά χαρακτηριστικά σταυροθολιακών εκκλησιών της Δωδεκανήσου και επιμέρους μορφολογικά στοιχεία με οθωμανικές επιρροές.
Στην τοξωτή υπέρθυρη κόγχη της εισόδου επί της δυτικής πλευράς βρίσκεται εντοιχισμένη κτητορική επιγραφή, διαστάσεων 43×46εκ., ενώ μια δεύτερη αναγνωρίζεται στην κορυφή του τόξου. Αμφότερες σχετίζονται με τον παλαιότερο τρουλαίο ναό. Συγκεκριμένα, στην πρώτη αναφέρεται ότι κτίτορας της μονής υπήρξε ο ηγεμόνας της Βλαχίας Βοεβόδας Αλέξανδρος Υψηλάντης, ενώ στη δεύτερη παρατίθεται η χρονολογία κτίσης στα 1784.
Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο, εν μέρει επιχρυσωμένο, και ακολουθεί την τυπική καθ’ ύψος τριμερή διαίρεση. Εικάζεται ότι κατασκευάσθηκε προ του 1862, δεδομένου ότι η χρονολογία αυτή σώζεται στη δεσποτική εικόνα της Παναγίας, έργο του Κρητικού Νικολάου Χατζηιωάννου, ο οποίος φιλοτέχνησε και τη δεσποτική εικόνα του Χριστού. Η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου φιλοξενείται σε ξεχωριστό προσκυνητάρι επί του νότιου τοίχου στα δεξιά του τέμπλου. Καθώς φέρει την χρονολογία 1812, είναι προφανές ότι προέρχεται από τον προγενέστερο ναό που οικοδόμησε ο Αλ. Υψηλάντης.
Σήμερα η μονή δεν έχει αδελφότητα και τα κελιά της στα δυτικά του αύλειου χώρου παραμένουν κλειστά ή χρησιμοποιούνται ως βοηθητικοί και αποθηκευτικοί χώροι. Διοικητικά η μονή υπάγεται στην γειτονική ενορία του Θεολόγου.
Κειμήλια
Με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη (1726-1806) συνδέεται μια φορητή εικόνα, γνωστή ως η «εικόνα του Υψηλάντη». Η εικόνα ιστορεί την περιπέτεια ενός στόλου σε θαλασσοταραχή, εκ του οποίου έχει διασωθεί ένα μόλις πλοίο από τα είκοσι. Η σωτηρία του οφείλεται σε θαυματουργική παρέμβαση της Παναγίας, η οποία παριστάνεται Βρεφοκρατούσα να ξεπροβάλει μέσα από το σκοτεινό ουρανό στην άνω αριστερή γωνιά της εικόνας. Στο κάτω μέρος αναγνωρίζεται η λατινική επιγραφή «VOTUM FECIT ET GRATIAM ACCEPIT», δηλαδή «Ευχήν έκαμα και χάριν έλαβα».
Κατά την παράδοση, ο Αλ. Υψηλάντης κινδύνευσε από τρικυμία κοντά στην παραλία του Θεολόγου και σώθηκε χάρη στην θαυματουργική παρέμβαση της Παναγίας, την οποία επικαλέσθηκε. Φθάνοντας στην ακτή παρατήρησε στην κορυφή ενός βουνού μελιχρόν φέγγος να επιχρίει τον ουρανό. Όταν έφθασε εκεί, βρήκε εικόνισμα της Παναγίας, στης οποίας την παρέμβαση απέδωσε τη σωτηρία του. Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και σε θύμηση αυτού του γεγονότος ανήγειρε στο σημείο εύρεσης της εικόνας ναό, αφιερωμένο στη Θεοτόκο.
Η εικόνα σήμερα φυλάσσεται για λόγους ασφαλείας στο σκευοφυλάκιο του ενοριακού ναού του Αγίου Σπυρίδωνος στο Θεολόγο, καθώς η μονή έμεινε χωρίς αδελφότητα ήδη από τις αρχές του 20ου αι.
Στη μονή παραμένουν μερικά εκκλησιαστικά βιβλία τυπωμένα στη Βενετία το 1754, ένα Ιερό Ευαγγέλιο τυπωμένο στα 1745 και ένα αργυρό Δισκοπότηρο με χρονολογία του 1873.
Συμπληρωματικές πληροφορίες
(Προτεινόμενες διαδρομές)
Ιερός Ναός Αγίας Τριάδας, Ψίνθος
Κατευθυνόμενος ο προσκυνητής προς την Ιερά Μονή Καλόπετρας και 1,5χλμ. πριν το χωριό Ψίνθος, σε μία παράκαμψη στα δεξιά του οδικού άξονα στη θέση “Ιαματικό”, βρίσκεται το ναϋδριο της Αγίας Τριάδας. Πρόκειται για μονόχωρο καμαροσκέπαστο ναό, ο οποίος ανεγέρθη το 1407/8 στη θέση παλαιοχριστιανικής εκκλησίας του 4ου-5ου αι., όπως υποδεικνύουν τα οικοδομικά κατάλοιπα και τα ψηφιδωτά δάπεδα που αποκαλύφθηκαν στον αύλειο χώρο.
Το ξυλόγλυπτο και εν μέρει επιχρυσωμένο τέμπλο του ναού, ακολουθεί την τυπική καθ’ ύψος διαίρεση, αλλά ελαφρώς συμπτυγμένη στα ανώτερα επίπεδα λόγω των περιορισμένων διαστάσεων του κτίσματος. Οι τοίχοι του είναι κατάγραφοι εσωτερικά και σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή στο δυτικό τοίχο, τα έξοδα ανέλαβε η μοναχή Καταφυγή και τα τέκνα της. Στις επιφάνειες των τοίχων αναπτύσσονται επιλεγμένα θέματα από το δογματικό, λειτουργικό και ιστορικό κύκλο. Η μορφή της κτίτορος εικονίζεται κάτω από την επιγραφή να προσφέρει το ομοίωμα του ναού στο Χριστό.
Με τη μοναχή Καταφυγή πιθανόν να συνδέεται ο κτιστός κιβωτιόσχημος τάφος που ανασκάφηκε στο νότιο κλίτος της βασιλικής, ο οποίος περιείχε μία γυναικεία ταφή και μία ανακομιδή οστών στη βορειοανατολική γωνία. Εικάζεται ότι πρόκειται για τα οστά της κτίτορος και του συζύγου της, η οποία αφού χήρευσε, ακολούθησε το μοναστικό βίο. Η ίδια έκτισε το ναό της Αγίας Τριάδας, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως ταφικό παρεκκλήσιο. Έτσι, μετά το θάνατό της η σορός της ετάφη στον αύλειο χώρο του ναού που έκτισε και μαζί τοποθετήθηκαν τα οστά του εκλιπόντος συζύγου της.
Κοιλάδα Πεταλούδων
Κατεβαίνοντας τη λίθινη κλίμακα στα νότια της μονής Καλόπετρας ο επισκέπτης φτάνει στο διασημότερο ίσως δείγμα φυσικού κάλλους στο νησί, στην Κοιλάδα των Πεταλούδων. Πρόκειται για ένα σπάνιο βιότοπο της Ευρώπης, προστατευόμενο από το δίκτυο Natura 2000 που αποτελεί το θερινό καταφύγιο της νυχτοπεταλούδας Panaxia Quadripunctaria (Πεταλούδα η Τετραγωνόστικτος), όπως είναι η επιστημονική της ονομασία. Οι πεταλούδες κάνουν την εμφάνισή τους σε αυτό το μοναδικό φυσικό πάρκο στο διάστημα από τα μέσα Ιουνίου έως τα μέσα Σεπτεμβρίου.
Η κοιλάδα καταλαμβάνει έκταση 600στρ. και διασχίζεται από τον ποταμό Πελεκάνο, ο οποίος κατά τόπους δημιουργεί μικρές λίμνες και καταρράκτες. Ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί στο χώρο μέσα από σκιερά μονοπάτια και ξύλινα γεφυράκια απολαμβάνοντας ένα μοναδικό τοπίο, στο οποίο ευδοκιμεί ένα σπάνιο είδος πλατάνου, με την επιστημονική ονομασία Liquidambar orientalis (κοινώς λικιδάμβαρη ή ζητιά). Στην ύπαρξη της ζητιάς οφείλεται εν μέρει η συγκέντρωση πεταλούδων σε τέτοιους αριθμούς, καθ’ ότι από το φλοιό της ρέει αρωματική ρητίνη που προσελκύει τις πεταλούδες, οι οποίες τρέφονται με νέκταρ και νερό.
Στην είσοδο της κοιλάδας λειτουργεί το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Ρόδου. Τα εκθέματα του παρουσιάζονται σε προθήκες που αναπαριστούν τις συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο διαβιεί η πεταλούδα. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται δείγματα της χλωρίδας και της πανίδας, ενδημικά, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Επίσης λειτουργεί εκκολαπτήριο-εκθετήριο πεταλούδων με ζωντανά εκθέματα, βιβλιοθήκη και ένα σύγχρονο εννοιολογικό και βοτανολογικό εργαστήριο.
Ιερό Ερεθιμίου Απόλλωνος, Θεολόγος
Αφήνοντας την Ιερά Μονή Καλόπετρας και ακολουθώντας το βορειοδυτικό οδικό άξονα κοντά στο σημερινό χωριό Θεολόγος, ο επισκέπτης συναντά το ιερό του Ερεθιμίου Απόλλωνος. Το επίθετο του θεού, σύμφωνα με τις επιγραφικές μαρτυρίες, συνδέεται με την ασθένεια των σιτηρών ερυσίβη και φανερώνει τον αγροτικό, αρχικά τουλάχιστον, χαρακτήρα της λατρείας. Στην αρχαιότητα, η εύφορη παραλιακή πεδιάδα στην οποία βρίσκεται ο ναός περιλαμβανόταν στην περιοχή ενός σημαντικού αρχαίου δήμου της Ιαλυσίας που είχε πιθανότατα το όνομα Ιστάνιοι.
Το Ιερό του Ερεθιμίου Απόλλωνος, όπως αποδεικνύουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, οι φιλολογικές πηγές και οι πολυάριθμες επιγραφές, υπήρξε το σημαντικότερο της αρχαίας Ιαλυσίας. Στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο αποτελούσε ένα από τα τρία σημαντικότερα παρροδιακά ιερά της ροδιακής υπαίθρου, μαζί με τα ιερά της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Αταβυρίου.
Ο ναός, διαστάσεων 8,2×13,8μ. και προσανατολισμό στον άξονα Δ-Α, αναπαρίσταται είτε ως δίστυλος εν παραστάσι, είτε ως πρόστυλος τετράστυλος. Η οικοδόμησή του τοποθετείται γύρω στο 400 π.Χ. Τα θεμέλια και η ανωδομή του είναι από πωρόλιθο, ενώ ο αρχιτεκτονικός του διάκοσμος από μάρμαρο. Μεγάλο μέρος του αποξηλώθηκε, είτε για να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη σε νέες κατασκευές, είτε εξαιτίας της συνεχής άροσης των αγρών για την αποδοτική καλλιέργεια αμπελώνων και ελαιώνων που καλλιεργούνταν στο χώρο τους τελευταίους αιώνες.
Τα πολυάριθμα, διαφορετικού χαρακτήρα, ελληνιστικά οικοδομήματα που αποκαλύφθηκαν στη ευρύτερη περιφέρεια του ιερού, αθροιστικά, συνθέτουν ένα ευρύ λειτουργικό φάσμα, διαμορφώνοντας χρηστικά και αρχιτεκτονικά το χώρο και ενσωματώνοντας χρήσεις τόσο κοσμικού, όσο και λατρευτικού χαρακτήρα.
Εκτός του ιερού στο χώρο έχουν εντοπιστεί και εν μέρει ανασκαφεί: ταφές γεωμετρικών-αρχαϊκών χρόνων, θέατρο χρονολογούμενο στους κλασικούς χρόνους, αναθηματικό βάθρο, ελληνιστική στοά δωρικού ρυθμού, παλαιοχριστιανική βασιλική και πλείστα άλλα δημόσια κυρίως κτήρια.
Πηγή: Ιστοσελίδα Ι. Μητροπόλεως Ρόδου, dogma.gr