Ιερά Μονή Παναγίας Υψενής Ρόδου
Το έτος ιδρύσεως της μονής δεν είναι ιστορικώς εξακριβωμένο. Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για την ύπαρξη της ανάγονται στον 15ο αι. Βέβαιο όμως είναι ότι ο χριστιανισμός είχε εδραιωθεί από πολύ νωρίς στην περιοχή, καθώς η μονή φαίνεται ότι ιδρύθηκε σε έκταση που καταλάμβανε παλαιοχριστιανική βασιλική.
Ιστορικά Στοιχεία
Ιστορία Μονής
Στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού και νοτιοδυτικά του χωριού της Λάρδου, σε απόσταση 4 χλμ,. επάνω σε ομαλό υψίπεδο βρίσκεται η Μονή του Ύψους ή της Παναγίας της Υψενής. Η μονή δεσπόζει πάνω στο πλάτωμα έχοντας πανοραμική θέα προς το χωρίο της Λάρδου και τα υψώματα Κουνούπι, Καπανάς και Βαιλένου.
Όσον αφορά στη λέξη «Ύψος» που προσδιορίζει το όνομα της μονής, έχουν διατυπωθεί δύο βασικές θεωρίες. Σύμφωνα την πρώτη, το όνομα οφείλεται στο γεγονός ότι η μονή είναι οικοδομημένη σε ύψωμα, ορατό από το υποκείμενο χωρίο της Λάρδου. Η δεύτερη εκδοχή σχετίζεται με το γεωμορφολογικό περιβάλλον της περιοχής που είναι πλούσιο σε αποθέματα γύψου.
Από την ίδια λέξη (Ύψος) προέρχεται και το προσωνύμιο της Θεοτόκου. Καθώς στην τοπική διάλεκτο η Παναγία του Ύψους αποδίδεται ως Υψενή, στην πορεία του χρόνου το πρώτο όνομά της λησμονήθηκε και επικράτησε να ονομάζεται με την προσωνυμία της Θεοτόκου, ως ‘Ιερά Μονή Παναγίας της Υψενής’. Ως Μονή του Ύψους αναφέρεται στις πηγές μέχρι και τα τέλη του 19ου αι.
Το έτος ιδρύσεως της μονής δεν είναι ιστορικώς εξακριβωμένο. Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για την ύπαρξη της ανάγονται στον 15ο αι. Βέβαιο όμως είναι ότι ο χριστιανισμός είχε εδραιωθεί από πολύ νωρίς στην περιοχή, καθώς η μονή φαίνεται ότι ιδρύθηκε σε έκταση που καταλάμβανε παλαιοχριστιανική βασιλική. Το καθολικό, σύμφωνα με την επιγραφή της εισόδου του, ανεγέρθηκε το 1855 από τον Όσιο Μελέτιο στον αρχιτεκτονικό τύπο της μονόκλιτης σταυροθολιακής βασιλικής δωδεκανησιακού τύπου με ανοικτό εξωνάρθηκα.
Ο Όσιος Μελέτιος, παράλληλα με την εκ βάθρων ανοικοδόμηση του καθολικού φροντίζει και συντηρεί τις καλλιέργειές της καλύπτοντας ανάγκες τόσο εσωτερικές, όσο και του χωριού, ενώ παράλληλα προσφέρει μεγάλο θρησκευτικοοικονομικό έργο. Το έργο του Οσίου επισφραγίζει τη μετέπειτα πορεία της μονής, η οποία συνεχίζεται από τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Μανωλά τον Λίνδιο, με την επιμέλεια του οποίου εν μέρει εικονογραφήθηκε το ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού. Το 1886 ηγούμενος αναλαμβάνει ο παπα-Σάββας. Η καταγραφή αυτή στον Κώδικα της Μητροπόλεως σηματοδοτεί την τελευταία επίσημη τοποθέτηση ηγουμένου στη μονή.
Στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος Α’ Τρύφωνος αποφασίζει την έναρξη αναστηλωτικών έργων στο ναό και στα υφιστάμενα κτίρια, φροντίζει για την κατασκευή λειψανοθήκης για την κατάθεση των λειψάνων του Οσίου Μελετίου, ενώ παράλληλα διασφαλίζει κατά το δυνατόν την κτηματική περιουσία της. Το βάρος ωστόσο της συντήρησης των υφιστάμενων κτιρίων, αλλά και την οικοδόμηση νέων ανέλαβε ο Αρχιμανδρίτης Σεραφείμ Παρχαρίδης από το 1978 έως το 1985.
Η αναβίωσή της μονής, ωστόσο, συνδέεται άρρηκτα με τον Αρχιμανδρίτη Αμφιλόχιο Τσούκο, νυν Μητροπολίτη Νέας Ζηλανδίας, ο οποίος στις 29 Μαΐου 1992 εγκαθιστά εκεί αδελφότητα μοναζουσών με πρώτη ηγουμένη τη μοναχή Ευγενία. Στα χρόνια που υπήρξε πνευματικός της, επιμελήθηκε την ανακαίνιση των παλαιών κτισμάτων, τον καλλωπισμό του καθολικού, καθώς και την ανέγερση νέας πτέρυγας, όπου σήμερα στεγάζεται η αδελφότητα.
Σήμερα στη μονή εγκαταβιούν 18 μοναχές υπό την πνευματική καθοδήγηση της ηγουμένης Μαριάμ και καταβάλλεται προσπάθεια για την ανακαίνιση και τον εξωραϊσμό του κτιριακού συγκροτήματος και του περιβάλλοντος χώρου.
Παρεκκλήσια
Εντός του περιβόλου της Ιεράς Μονής υπάρχει το παρεκκλήσιο των φωτιστών των Σλάβων Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, ενώ σε μικρή απόσταση από αυτήν απαντώνται τα εξωκκλήσια του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής και της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ειρήνης.
Επίσης, σε έναν από τους χαμηλούς λόφους που περιβάλλουν τη μονή υψώνεται μεγάλων διαστάσεων σταυρός και κατά μήκος του μονοπατιού που οδηγεί στην κορυφή διατάσσονται δώδεκα προσκυνητάρια με ισάριθμες παραστάσεις από την πορεία του μαρτυρίου.
Κειμήλια
Εικόνα της Παναγίας της Υψενής
Ένα από τα αρχαιότερα και πολυτιμότερα κειμήλια της Ιεράς Μονής είναι η θαυματουργός και εφέστιος εικόνα της Παναγίας της Υψενής που ιστορείται στον τύπο της Οδηγήτριας αριστεροκρατούσας, η οποία εκτίθεται σε προσκύνηση σε ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι επί του νοτίου τοίχου του καθολικού. Κατά τη διαδρομή της στο χρόνο δέχθηκε αρκετές επεμβάσεις, από τις οποίες σαφώς αναγνωρίζονται τρία ζωγραφικά στρώματα με το πιο πρόσφατο να τοποθετείται στις αρχές του 17ου αι. και το παλαιότερο περί τον 14ο αι. Η ενδιάμεση παρέμβαση, από την οποία έχει προκύψει η σημερινή μορφή της εικόνας, χρονολογείται στα τέλη του 15ου/αρχές του 16ου αι. Σε αυτή τη φάση εισήχθησαν στοιχεία από τη δυτική εικονογραφική τέχνη, τα οποία εντοπίζονται κυρίως στο μαφόριο και στο ιμάτιο της Θεοτόκου. Σήμερα η εικόνα φέρει αργυρή επένδυση από την οποία εξαιρείται το βάθος και τα πρόσωπα των μορφών.
Άλλες εικόνες
Στο εικονοφυλάκιο της Μονής φυλάσσονται αρκετές ακόμα χειροποίητες ξύλινες εικόνες η πλειονότητα των οποίων χρονολογείται από το 1844 και έπειτα. Εξαίρεση αποτελεί η εικόνα της Ρίζης του Ιεσσαί, δέηση του Ιερομονάχου Ιωσάφ, του 1604. Από τις λοιπές εικόνες στις παλαιότερες συγκαταλέγονται οι εικόνες του Κυρίου Ευλογούντος (1844), του Τιμίου Προδρόμου (1844), του Αγίου Νικολάου (1844), της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1856), η Ανάσταση του Κυρίου (1857), καθώς και ένα αμφιπρόσωπο λάβαρο της Αναστάσεως (1869).
Ιερά lείψανα
Στην Ιερά Μονή φυλάσσεται μέρος των ιερών λειψάνων του Οσίου Μελετίου ως ανεκτίμητος θησαυρός και πηγή ιάσεων και ευλογίας για όσους ευλαβικά τα προσκυνούν. Στην Μονή φυλάσσονται επίσης πλήθος ιερών λειψάνων άλλων Αγίων μεταξύ των οποίων: του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, των Αγίων Αποστόλων Ανδρέου και Φιλίππου, των Αγίων Ιεραρχών Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ελευθερίου, Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Βασιλείου επισκόπου Αμασείας, Πολυκάρπου Σμύρνης, Θεωνά Θεσσαλονίκης, Αντύπα επισκόπου Περγάμου, Γρηγορίου Δεκαπολίτου, Γρηγορίου Παλαμά, Μακαρίου Κορίνθου, Χαραλάμπους, Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, Μηνά, Παντελεήμονος, Τρύφωνος, Μερκουρίου, των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης κ.ά.
Άμφια Οσίου Μελετίου
Στη Μονή φυλάσσονται με σεβασμό τα ιερατικά άμφια του Οσίου Μελετίου που διατηρούν τη χάρη του και τη μεταγγίζουν στους προσκυνητές.
Λειτουργικά βιβλία
Στο μακρύ κατάλογο των κειμηλίων που φυλάσσονται στην Ιερά Μονή συγκαταλέγονται και αρκετά λειτουργικά βιβλία. Μεταξύ αυτών, ένα βιβλίο Παρακλητικής εκδοθέν στη Βενετία το 1819, ένα βιβλίο του Αποστόλου έκδοσης του 1783, ο Μέγας και Ιερός Συνέκδημος του 1762, ένα Ψαλτήριο του 1858, ένα Πεντηκοστάριο του 1873, ένα χειρόγραφο του Ιωάννου Αναστασίου στο έργο του Μεγάλου Βασιλείου ‘Ομιλία προς τους νέους’ με χρονολογία 1867 και δώδεκα Μηνιαία έκδοσης του 1852 στη Βενετία.
Παραγωγή ή πώληση εκκλησιαστικών / μοναστηριακών προϊόντων
Στο πωλητήριο της Ιεράς Μονής, το οποίο φιλοξενείται σε ένα ειδικά διαμορφωμένο χώρο εντός του αύλειου χώρου, οι μοναχές προσφέρουν τα διακονήματά τους στους πιστούς. Ο επισκέπτης μπορεί να προμηθευτεί βιβλία, κομποσκοίνια, εικόνες σε φυσικό ξύλο, γλυκά του κουταλιού, λάδι, ελιές, λικέρ, γαλακτοκομικά προϊόντα (φέτα, γραβιέρα) και προϊόντα σίτου (πλιγούρι, χόντρο, τραχανά, χυλοπίτες) σούμα, κρασί, λιβάνι, σαπούνια, κηραλοιφές κ.ά.
Συμπληρωματικές πληροφορίες
(Προτεινόμενες διαδρομές)
Μυκηναϊκό νεκροταφείο στη θέση ‘Ασπροπηλιά’ Πυλώνας
Κατευθυνόμενος ο προσκυνητής προς την Ιερά Μονή Παναγίας Υψενής και έπειτα από ≈1χλμ. συναντάει στη θέση ‘Ασπροπηλιά’ το ομώνυμο μυκηναϊκό νεκροταφείο με χρήση από τον 14ο αι. π.Χ. έως το τέλος του 12ου αι. π.Χ. Οι περισσότεροι από τους τάφους συνωθούνται στη νότια πλευρά του λόφου, ενώ μόνο ένας διασώθηκε στη βόρεια. Ο οικισμός τον οποίο εξυπηρετούσε το νεκροταφείο δεν έχει ακόμα εντοπιστεί.
Από το νεκροταφείο έχουν διασωθεί έξι οικογενειακοί θαλαμωτοί τάφοι, λαξευμένοι στον φυσικό ασβεστολιθικό βράχο, εκ των οποίων δύο με πλευρικούς θαλάμους. Οι περισσότεροι βρέθηκαν ασύλητοι και πλούσια κτερισμένοι. Στην πλειονότητά τους τα κεραμικά ευρήματα είναι προϊόντα εγχώριας κεραμικής, ωστόσο ορισμένα υποδεικνύον εμπορικές σχέσεις τόσο με τα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα της Ηπειρωτικής Ελλάδας, όσο και με τη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Από τα λοιπά κτερίσματα ενδεικτικά αναφέρονται: κοσμήματα από χαλκό, υαλόμαζα και ημιπολύτιμους λίθους, όπλα, εργαλεία κ.ά.
Κάστρο Λάρδου
Κατευθυνόμενος ο προσκυνητής προς την Ιερά Μονή της Παναγίας Υψενής, είναι δυνατόν να διακρίνει τα θεμέλια του τείχους και των πύργων του βυζαντινού κάστρου που απλώνεται σε μικρό λόφο ύψους 42μ., έξω από τον οικισμό και μακριά από τη θάλασσα. Το κάστρο οικοδομήθηκε τον 12ο αι. και επισκευάστηκε πιθανόν μέσα στον 14ο ή 15ο αι. Επειδή η ιδιομορφία του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς ένας γειτονικός λόφος επισκιάζει το κάστρο, πιθανόν δημιουργούσε προβλήματα στην άμυνα του είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι λειτούργησε περισσότερο ως παρατηρητήριο των εμπορικών οδών μεταξύ των περιοχών Πυλώνας και Γενναδίου.
Πολλές προσωπικότητες των ιπποτικών χρόνων συνέδεσαν το όνομά τους με το χωριό της Λάρδου και σε πολλούς εκχωρήθηκε ως φέουδο για τη θετική προσφορά των υπηρεσιών τους στο Τάγμα των Ιπποτών. Ωστόσο, παρά τις εκχωρήσεις που έγιναν κατά καιρούς από τους Ιππότες στους αρωγούς του αγώνα τους και σε ευνοούμενούς τους, σε αυτές δε συμπεριελήφθη ποτέ το κάστρο της Λάρδου.
Πηγή: Ιστοσελίδα Ι. Μητροπόλεως Ρόδου, dogma.gr