Ιερώνυμος: Η Εκκλησία είναι και θα είναι μάνα αυτού του λαού
Διάλογο από μηδενική βάση για το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών, ζητά από το υπουργείο Παιδείας ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.
Στην σημερινή σχεδόν 60 σελίδων εισήγησή του στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας, ο κ. Ιερώνυμος ζητά, επίσης, να καθιερωθούν καθαροί διακριτοί ρόλοι ανάμεσα στο Κράτος και την Εκκλησία.
«Ο χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας δεν είναι χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής ποιμαντικής διακονίας. Η Εκκλησία “εν χωρίζεται από τα παιδιά της”. Όποιος θέλει αποχωρεί. Όποιος θέλει επιστρέφει», αναφέρει χαρακτηριστικά, ενώ θέτει για μία ακόμη φορά το ζήτημα της αξιοποίησης της εκκλησιαστική περιουσίας σε συνεργασία με την Πολιτεία, προς όφελος του κοινωνικού έργου της Εκκλησίας και των όποιων σκοπών της Πολιτείας.
Από την άλλη, με οξύ τόνο, ο κ. Ιερώνυμος επέκρινε την κυβέρνηση ότι επιδιώκει να χωρίσει την Εκκλησία από το λαό. Ενδεικτικό είναι το απόσπασμα της εισήγησης:
«Η Εκκλησία, η οποία οφείλει να ορίζει τις σχέσεις της προς την Πολιτεία με όρους κοινωνίας και όχι με όρους ιδεολογίας, δεν γνωρίζει τον όρο «χωρισμός» στην πνευματική της αποστολή, αφού δεν μπορεί να τον εφαρμόσει στην κοινωνία, έστω και αν επιβληθεί μονομερώς από την Πολιτεία με ιδεολογικούς όρους, γι αυτό την οριστική απάντηση στο ζήτημα αυτό τη δίνει πάντοτε, ‘’θάττον η βράδιον’’ ο ίδιος ο ευλαβής ελληνικός λαός. Η Εκκλησία κατά την άποψή μου δεν πρέπει να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από το λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Εκεί αποβλέπει το εγχείρημα. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία, αν το θελήσει και έχει την συγκατάθεση αυτού του λαού, ας το επιχειρήσει τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι της Εκκλησίας και τις σχετικές συμβάσεις.
Το ζήτημα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας υπήρξε πάντοτε μείζον θέμα για δύο ολόκληρες χιλιετίες και προκάλεσε πάντοτε απρόβλεπτες πολιτικές, εκκλησιαστικές και κοινωνικές εντάσεις, ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίσθηκε από τις δύο πλευρές με δογματική ιδεολογική ή εκκλησιαστική εσωστρέφεια. Οι σοβαρότερες κρίσεις σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας πάντοτε κατέληξαν σε συμβατικές ρυθμίσεις μετά από οξύτατες και αλυσιτελείς αντιπαραθέσεις, οι οποίες υπήρξαν πάντοτε οδυνηρές για τους χριστιανικούς λαούς τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης και με σύγχρονες προοπτικές.
Η σύνδεση της προτάσεως για την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος με την ιδεολογική πρότασή του για χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας υπερβαίνει τα όρια αρμοδιοτήτων όχι μόνον της Επιτροπής της Βουλής. Άλλωστε οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας ούτε είναι, ούτε μπορεί να είναι μια προσωπική ή ιδεολογική υπόθεση εργασίας, αφού είναι υπόθεση ενός λαού και μάλιστα όχι μόνο με μεγάλο ιστορικό βάθος. Όλη αυτή η επιδίωξις είναι ρήξις ιδεών».