Ηλίας Πένταζος: Θέλουν ιδιωτικοποίηση οι ΔΕΚΟ;
Η ιδιωτικοποίηση ενός δημόσιου οργανισμού ή μιας ΔΕΚΟ είναι μια σύνθετη υπόθεση, που παράγει έναν κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό με πολλαπλές επιπτώσεις και στην αγορά εργασίας αλλά και στην αλλαγή του ελέγχου των διαθέσιμων παραγωγικών συντελεστών.
Οι θιασώτες των ιδιωτικοποιήσεων υποστηρίζουν ότι η στροφή από το δημόσιο σε ιδιωτικό management παράγει μια σειρά σημαντικών βελτιώσεων, που περιλαμβάνει, προσανατολισμό προς την κερδοφορία, εκμετάλλευση οικονομιών κλίμακος λόγω καλύτερης κατανομής των παραγωγικών συντελεστών, περισσότερο ανθρωποκεντρική προσέγγιση του πελάτη-καταναλωτή, αναβάθμιση της ποιότητας της εταιρικής διακυβέρνησης και απομάκρυνση του κράτους από τον ρόλο του επιχειρηματία.
Οι αντιτιθέμενοι στις ιδιωτικοποιήσεις, οπαδοί φυσικά του κρατισμού, εξιδανικεύουν τις δυνατότητες του Δημοσίου ενώ δαιμονοποιούν ιδεολογικά την ιδιωτική διαχείριση ως κοινωνικά ανάλγητη και «παραδομένη» σε ισχυρά οικονομικά συμφέροντα.
Τίποτα, φυσικά, στη ζωή δεν είναι άσπρο-μαύρο! Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι η μορφή ιδιοκτησίας, αλλά οι συνθήκες υπό τις οποίες οι εκάστοτε διαχειριστές θα λογοδοτούν και θα μεγιστοποιούν το αποτέλεσμα προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ, σε τομείς που ιδιωτικοποιήθηκαν, παρατηρήθηκε το φαινόμενο να ισχύσουν οι υπερβολές που προϋπήρχαν ήδη στον δημόσιο τομέα. Δηλαδή, υψηλοί μισθοί, υπεράριθμο προσωπικό, κακή ποιότητα υπηρεσιών, μη μείωση κόστους παρεχόμενου προϊόντος, διαφοροποίηση στρατηγικής από τους στόχους των νέων μετόχων. Τα παραπάνω επιβάλλουν ως αναγκαία συνθήκη τη συνεχή παρακολούθηση των επιδόσεων των διαχειριστών διότι η αποτυχία τους θα έχει τις ίδιες αρνητικές συνέπειες ανεξαρτήτως αν ο εργοδότης είναι δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας.
Μια ιδιωτικοποίηση είναι αποτελεσματική όταν τα καινούργια στελέχη έχουν κίνητρα για να ενεργούν υπέρ του δημοσίου συμφέροντος και αυτό το εξασφαλίζει μόνον ο ανταγωνισμός. Η επιδίωξη του κέρδους των ιδιωτών και το δημόσιο συμφέρον τείνουν να συγκλίνουν όταν η ιδιωτικοποιημένη υπηρεσία ή το περιουσιακό στοιχείο λειτουργούν σε ανταγωνιστική αγορά. Ο ανταγωνισμός είναι αυτός που πειθαρχεί τη συμπεριφορά του κάθε διαχειριστή, διότι όταν σε έναν τομέα ή για ένα προϊόν υπάρχει μονοπωλιακή κατάσταση, αργά ή γρήγορα, θα έχουμε πάλι κυβερνητική εμπλοκή.
Ενα παράδειγμα από την Αμερική: Ο δήμος της πόλης Φοίνιξ στην Αριζόνα είχε πρόβλημα με τα σκουπίδια και αποφάσισε να δοθεί η αποκομιδή σε ιδιωτικές εταιρείες, ενώ δεσμεύθηκε να μην απολύσει τους δικούς του υπαλλήλους καθαριότητας. Ο επικεφαλής της μονάδας καθαριότητας επέμενε ότι το τμήμα του θα μπορούσε να υποβάλει και αυτό προσφορά έναντι των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Οντως τους επετράπη και έχασαν τέσσερις διαδοχικούς διαγωνισμούς. Την πέμπτη φορά, όμως, οι υπάλληλοι του δήμου παρουσίασαν μια καινοτόμο πρόταση, που οδήγησε σε χαμηλότερο κόστος από εκείνο των ιδιωτικών εταιρειών και κέρδισαν μια πολυετή σύμβαση. Η ειδοποιός διαφορά δεν είναι δημόσιο έναντι ιδιωτικού τομέα, αλλά μονοπώλιο έναντι ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός είναι ο πρώτος παράγοντας που βοηθά την ιδιωτικοποίηση, αλλιώς είναι χαμένη υπόθεση.
Είναι γεγονός ότι η ιδιωτικοποίηση συνεισφέρει στη μείωση του μεγέθους της κυβέρνησης με λιγότερους αμειβόμενους από τον κρατικό προϋπολογισμό και δημιουργώντας ευρύτερη οικονομική αποδοτικότητα, αλλά αν οι ιδιωτικοποιούμενες επιχειρήσεις συναλλάσσονται με το κράτος είναι πολύ πιθανό να μιμηθούν την τακτική πίεσης των προηγούμενων δημόσιων διαχειριστών, πιέζοντας και αυτοί για επέκταση των δημόσιων δαπανών. Με άλλα λόγια, η ιδιωτικοποίηση μπορεί να προκαλέσει μια ανάδραση όπου η πίεση στην κυβέρνηση θα περάσει από τους κρατικοδίαιτους συνδικαλιστές σε μια νέα κατηγορία «ιδιωτών και υπεργολάβων», που θα εξαρτώνται από το δημόσιο χρήμα, και ο κίνδυνος αυτός γίνεται εντονότερος σε περίπτωση που οι ιδιώτες αγοράσουν μόνο τις προσοδοφόρες υπηρεσίες μιας ιδιωτικοποιούμενης εταιρείας, αφήνοντας στο Δημόσιο τις κοστοβόρες ή μη κερδοφόρες λειτουργίες, με συνέπεια επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση των φορολογουμένων.
Οι δημόσιες αρχές έχουν την ευθύνη και το καθήκον να θέτουν τους κανόνες και να καθορίζουν επακριβώς τις ανάγκες του δημοσίου συμφέροντος, ώστε οι ιδιώτες να το κατανοούν επαρκώς.
Κακή διαχείριση λόγω ανικανότητας ή αδιαφορίας υπάρχει και στους δημόσιους φορείς, αλλά και σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες όπου, λόγω ανεπαρκούς ηγεσίας, δεν εξυπηρετείται η στρατηγική τους. Τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα της ιδιωτικοποίησης δεν εξαντλούνται σε μια αφελή και ατέρμονη ιδεολογική συζήτηση περί της αποτελεσματικότητας η μη του κράτους, αλλά στην εξασφάλιση συνθηκών ανταγωνισμού, στη λογοδοσία και στη συνταύτιση και συνύπαρξη με τα συμφέροντα της κοινωνίας.
* Ο κ. Ηλ. Πεντάζος είναι οικονομολόγος, τ. γ.γ. του υπουργείου Οικονομικών, τ. αντ/δρος Ελλ. Κέντρου Επενδύσεων.