Κατερίνα Κοσκινά: Το ΕΜΣΤ έκλεισε για λίγο για να ανοίξει επιτέλους οριστικά
Δουλεύει πάνω στο δικηγορικό γραφείο του παππού της και του πατέρα της που μετέφερε από την ιδιαίτερη πατρίδα της, την Κέρκυρα.
Στο σπίτι της, όταν μπαίνεις βλέπεις ένα παλιό πορτμαντό, λάμπες από τη Μικρά Ασία και μία κλασική βιβλιοθήκη, με όσα βιβλία έχουν απομείνει, μιας και τα περισσότερα τα δώρισε πριν 10 χρόνια στη βιβλιοθήκη του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Η Κατερίνα Κοσκινά, η διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, δεν ζει ανάμεσα σε νέον και φάιμπεργκλας, αλλά σε αντικείμενα αγαπημένων ανθρώπων που πλέον δεν βρίσκονται κοντά της.
«Μου αρέσει το πάντρεμα του παλιού με το καινούριο γιατί πιστεύω ότι ο χώρος από μόνος του δεν λέει τίποτα, το σπίτι-εστία, λέει και δεν μπορεί να είναι κάτι που να μην σου δημιουργεί μία αίσθηση ζεστασιάς και η ζεστασιά έρχεται από τους άλλους» λέει χαμογελώντας μιλώντας στο iefimerida.gr. «Είναι πράγματα που έχω από ανθρώπους που αγαπούσα πολύ και τα θέλω κοντά μου. Πολλά παλιά πράγματα και ανάμεσά τους, κάποια έργα, που για μένα είναι περισσότερο αναμνήσεις συνεργασιών, παρά έργα τέχνης. Όπως βλέπετε είναι μικρά. Είναι για μένα κάτι σαν φωτογραφικά στιγμιότυπα».
Η διευθύντρια του ΕΜΣΤ μιλάει στο iefimerida, λίγο πριν την ολοκλήρωση της θητείας της τον Δεκέμβριο, για το στοίχημα της ως επικεφαλής του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, το λόγο που αυτή τη στιγμή είναι κλειστό και τη διαχρονική της σχέση με την τέχνη.
Παιδικό όνειρο η τέχνη; «Κατά κάποιο τρόπο. Είχα από μικρή την ευκαιρία να επισκεφτώ μουσεία κυρίως στην Ιταλία, γιατί ταξιδεύαμε πολύ με την οικογένεια μου. Η πρώτη μου αντίδραση, ήταν να ξανασκεφτώ αυτό που μέχρι τότε νόμιζα ότι ήταν τέχνη. Βλέποντας Τιτσιάνο, Ραφαέλο και Μποτιτσέλι πώς μετά να ζωγραφίσω για το σχολείο το μικρό σπίτι στο λιβάδι; Ήμουν τότε περίπου 8 ετών. Χρόνια μετά, σκέφτηκα πώς αν «το είχα» με τη ζωγραφική, δεν θα σταματούσα. Ο πήχης θα είχε μπει μεν ψηλά, αλλά θα προσπαθούσα να τον φτάσω, αν όχι να τον ξεπεράσω, όπως κάνουν οι πραγματικοί καλλιτέχνες. Όπως κατάλαβα και ότι η τέχνη με ενδιαφέρει από άλλο μετερίζι. Ταυτόχρονα, άρχισα να συνειδητοποιώ διαφορές και ομοιότητες. Συνέκρινα τι είχαν στο εξωτερικό και τι εμείς στην Ελλάδα και σιγά σιγά το εμείς διευρύνθηκε και τα περιλάμβανε όλα. Από μικρή λοιπόν αντιμετώπιζα την τέχνη με θαυμασμό, σεβασμό και αγάπη και χωρίς ζήλια για τους δημιουργούς. Επιπλέον, ξεκίνησα να βλέπω τον πολιτισμό της Ευρώπης, ως ‘Εμείς’».
Το ΕΜΣΤ είναι μία μεγάλη πρόκληση και ένα στοίχημα; «Το στοίχημα προηγείται εμού. Είναι εθνικό και έγινε μοιραία και προσωπικό. Είναι το τελευταίο, το τρέχον κεφάλαιο μιας μακράς διαδρομής περίπου 30 χρόνων, αφού ξεκίνησα νέα, στα 25 μου. Όταν σπούδαζα στη Γαλλία, ήλπιζα και ευχόμουν κάποτε να δουλέψω για το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της χώρας μου, που τότε δεν υπήρχε. Δεν είχα άλλωστε και κάποιον άλλο λόγο να έρθω στην Αθήνα. Δεν με συνέδεε τίποτα ιδιαίτερο με αυτήν την πόλη τότε, που μου πήρε χρόνια να αγαπήσω».
Δουλέψατε όμως πολύ εδώ… «Πάντα έπεφτα με τα μούτρα σε ό,τι έκανα. Το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, το πρώτο κεφάλαιο του επαγγελματικού μου βίου, ήταν καθοριστικό για εμένα και αποτελεί και το λόγο που γύρισα στην Ελλάδα. Το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου ήταν το 2ο σπίτι μου και η μισή ζωή μου. Έμεινα πάνω από 22 χρόνια. Έκανα και αρκετά άλλα παράλληλα. Ξεχωρίζω τη 12ετή συνεργασία μου με την Αττικό Μετρό. Τα πάνω από 6 χρόνια που δούλεψα εθελοντικά στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, είναι ένα διάστημα που με έφερε σε επαφή με τη δημόσια διοίκηση. Δεν νομίζω ότι θα είχα επιβιώσει στο ΕΜΣΤ εάν δεν είχα την εμπειρία 6+ χρόνων της Θεσσαλονίκης. Κάθε νέο επαγγελματικό κεφάλαιο είναι λίγο πιο δύσκολο από το προηγούμενο. Είναι σαν να υπάρχει ένα κρεσέντο δυσκολίας».
Ο κάθε ένας πάντως θα μπορούσε να αναγνωρίσει πώς πιο πολλά εμπόδια, ίσως και να μην είχε ποτέ διευθυντής οργανισμού. «Βρίσκομαι σχεδόν 4 χρόνια στο Μουσείο, θα συμπληρωθούν τον Δεκέμβριο. Πέρασαν 4 Υπουργοί Πολιτισμού, μέχρι να μου δοθεί, μόλις πριν λίγους μήνες επίσημα η απόφαση για τη θητεία που ορίζει ο νόμος. Και πάλι, δεν είναι ξεκάθαρο, αν είναι η τετραετής κανονική που ορίζει ο Ιδρυτικός Νόμος ή περικεκομμένη, γιατί συνυπολογίζονται σε αυτήν και περίπου 14 μήνες, του υπόλοιπου θητείας της προκατόχου μου. Για αυτό είχα προσφύγει στο ΣτΕ. Τέλος πάντων, ας βλέπουμε το δάσος και όχι το δένδρο. Ασφαλώς και το δίκαιο και το νόμιμο είναι μέρος του πολιτισμού. Το Μουσείο ωστόσο είναι το κύριο θέμα σε αυτήν την ιστορία.
Στο ΕΜΣΤ έφθασα υπό δύσκολες συνθήκες, πρακτικές και ψυχολογικές. Όλα πάνω στο τραπέζι, ανασφάλεια, διεκδίκηση νόμιμων δικαιωμάτων, έλλειψη πόρων ακόμη και στοιχειωδών προϋποθέσεων για τη λειτουργία του οργανισμού και πολλή συζήτηση για το ότι όλα ήταν έτοιμα ή σχεδόν. Ως άνθρωπος του χώρου, παρακολουθούσα, όπως όλοι και νόμιζα και εγώ ότι ήταν ζήτημα μηνών να ανοίξει το Μουσείο στο κτήριο Φιξ. Χρειάστηκε χρόνος για να καταλάβω τι ήταν έτοιμο και τι όχι, με κόπο και βήμα-βήμα, γιατί δεν υπήρξε ενημέρωση και παράδοση, και πολλή δουλειά από όλους μας για τον εντοπισμό και την ολοκλήρωση εκκρεμοτήτων, την προώθηση διοικητικών, δημοσιονομικών και οικονομικών προβλημάτων, την σύσταση ενός προγραμματισμού για την ενασχόληση των εργαζομένων με το αντικείμενό τους, το οποίο ήταν αρκετά ασαφές και διευρυμένο λόγω έλλειψης στελέχωσης. Μαζί με αυτά έγινε και προσπάθεια για να μην ατονήσει ο σκοπός αλλά και διαπραγματεύσεις για να μην παραμένει κλειστό το Μουσείο και εμείς αδρανείς. Ψάξαμε εναλλακτικούς τρόπους για να μην είμαστε αντιπαραγωγικοί σε μια εποχή που η χώρα είχε ανάγκη την ανάπτυξη, για να υπάρξουμε, να δραστηριοποιηθούμε και να συμπράξουμε με την Πολιτεία για την πλήρη λειτουργία του. Προσωπικά ήθελα και την άρση του κλίματος μυστηρίου, δυσπιστίας και κακοδαιμονίας που επικρατούσε.
Πολλά επετεύχθησαν τα τρία τελευταία χρόνια, εκ των οποίων το σημαντικότερο είναι η εφαρμογή ενός στρατηγικού πλάνου, με κύριο αιτούμενο την τακτική, αν και αναγκαστικά μερική, λειτουργία του νέου κτηρίου. Με κόπο ο τεράστιος αυτός όγκος απέκτησε ζωή και κοινό και πιστεύω ότι οι προσπάθειες δικαιώθηκαν αφού καταφέραμε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη σοβαρών οργανισμών και συμπράττουμε σήμερα με καταξιωμένα Μουσεία στο εξωτερικό, παρόλο που το ΕΜΣΤ δεν λειτουργεί ακόμη πλήρως στην Αθήνα. Εκτεθήκαμε και κριθήκαμε σαν ομάδα. Βρεθήκαμε μάλιστα μεταξύ των υποψηφίων, και δη φιναλίστ, για διεθνή βραβεία και απασχολήσαμε θετικά το διεθνή τύπο. Αυτά δεν ανέστειλαν παράλληλα τις αναγκαίες ενέργειες για την οριστική παραλαβή του κτηρίου, την εξασφάλιση των προϋποθέσεων για τη λειτουργία του, δηλαδή τη στελέχωση, τη σύσταση Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας, την αύξηση των πόρων του για τη διεκδίκηση της Δωρεάς του Ιδρύματος Σ. Νιάρχος. Εν τέλει κατορθώσαμε να τα εξασφαλίσουμε σχεδόν όλα. Ελπίζω ότι κερδίσαμε και το σεβασμό των συνεργατών και μιας μεγάλης μερίδας του κόσμου της τέχνης. Δεν επαναπαυόμαστε, έχουν να γίνουν πολλά ακόμη, με πρώτο την πλήρη λειτουργία του ΕΜΣΤ και την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης των καλλιτεχνών και της θετικής γνώμης του κοινού».
Γνωρίζουμε ότι το ΕΜΣΤ, λειτουργεί μερικώς το κτήριο του εδώ και ότι έχει πλούσια και αναγνωρισμένη δράση στο εξωτερικό. Υπάρχει κάποιο νέο πρόβλημα; «Πρόβλημα δικό μου ή κάτι νέο ή ξαφνικό, όχι. Ίσως δυσκολίες που οφείλονται στο ότι ακόμα δεν είναι πολιτικά ξεκάθαρο τι είναι αυτός ο οργανισμός, που στοχεύει, πως θα λειτουργεί, πέρα από το πότε. Για αυτό χρειάζεται κανονικότητα και αυτήν την εξασφαλίζουν οι προϋποθέσεις αλλά και η αποφάσεις σε υψηλό επίπεδο, πολιτικό. Πιστεύω ότι όλα θα γίνουν, αλλά χρειάζονται γρήγορα κινήσεις και αυτές δεν μπορούν να γίνουν από εμάς. Δεν είναι καλό να παρατείνεται η ασάφεια, σε περίοδο που το ΕΜΣΤ θα έπρεπε να είναι σε πλήρη ετοιμότητα για να εκμεταλλευτεί αυτά που επέτυχε και να ασχολείται με την εμπέδωση του σκοπού του και την προετοιμασία του ανοίγματός του.
Ακούγονται πολλά και αντιφατικά. Είναι ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου; Πως θα προκύπτει η διεύθυνση, με διαγωνισμό ή διορισμό και με τι επιστημονικά χαρακτηριστικά; Πλησιάζω προς το τέλος της θητείας μου και τα σενάρια και οι εικασίες δεν έχουν τελειωμό. Ωστόσο είμαστε σε κρίσιμη στιγμή σε σχέση με την απορρόφηση της Δωρεάς του Ιδρύματος Σ. Νιάρχος που δεχτήκαμε πριν 2 μήνες, αλλά και σε επίπεδο σχεδιασμού για τα εγκαίνια, τη λειτουργία, τον προγραμματισμό και τον σχεδιασμό των πρώτων βημάτων του Μουσείου».
Ποια είναι η δική σας άποψη; «Δεν έχει σημασία η άποψη μου γιατί δεν αποφασίζω εγώ. Μπορώ όμως να σας πω ότι είμαι υπέρ των διαφανών διαδικασιών, οπότε δεν θα είχα πρόβλημα με τον διαγωνισμό και έχω τοποθετηθεί επ’αυτού εδώ και χρόνια, παρόλο που στα περισσότερα εθνικά ιδρύματα οι διευθυντές συνεχίζουν να ορίζονται από την πολιτεία, με σαφή κριτήρια, υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, μισθολογικά και εργασιακά. Στην περίπτωση του ΕΜΣΤ αυτά δεν έχουν ακόμη εξασφαλιστεί. Πιστεύω ακόμη ότι είναι λογικό σε αυτήν τη φάση ο διευθυντής του Μουσείου να έχει έναν χρονικό ορίζοντα για το σχεδιασμό του προγράμματος και την εφαρμογή της μελέτης του και να μπορεί να διαπραγματεύεται για συνέργειες, δωρεές η συμμετοχές σε κοινά προγράμματα. Δεν είναι η στιγμή να απαντά ‘δεν ξέρω αν θα είμαι, ούτε όμως είναι δίκαιο να προετοιμάζει τις μελέτες, να σχεδιάζει το πρόγραμμα της επόμενης χρονιάς και το επίσημο άνοιγμα που θα εφαρμόσει άλλος ενώ θα βασίζεται στη δική του ουσιαστική και πνευματική εργασία.
Από την άλλη, πώς μπορεί να δράσει κάποιος σε ελάχιστο χρόνο, υπό την πίεση των εγκαινίων, χωρίς να έχει πλήρη εικόνα της κατάστασης του Μουσείου και να τα κάνει όλα εξ αρχής; Τα εγκαίνια είναι ιδιαίτερη στιγμή και ευθύνη. Η διαδοχή είναι αναμενόμενη στη δουλειά μας, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι είναι κατάλληλη στιγμή για αλλαγές και αβεβαιότητα. Βρισκόμαστε σε αφετηρία και η ασάφεια όπως και οι ανακοινώσεις που δεν επισημοποιούνται, δεν λειτούργησαν και δεν θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου να συνεχίσουν».
Η παραφιλολογία ότι όλα είναι έτοιμα, συγχέοντας το κτήριο με το Μουσείο, και τα εγκαίνια που ανακοινώθηκαν αρκετές φορές, δεν έκαναν καλό στη φήμη του Μουσείου
«Τι μου λέει ο κόσμος για το ΕΜΣΤ; Συναντώ ανθρώπους που είναι επιφυλακτικοί και πολλές φορές και ενοχλημένοι με την καθυστέρηση της πλήρους λειτουργίας του. Τους καταλαβαίνω και τους δικαιολογώ. Διότι το Μουσείο ιδρύθηκε το 1997 και ξεκίνησε τις δράσεις του το 2000 στο ισόγειο του παλιού ΦΙΞ. Σήμερα έχουμε 2018 και η καθυστέρηση είναι μεγάλη. Όλοι έχουν απορίες και πολύ πιστεύουν ότι δεν θα ανοίξει ποτέ.
Η συνείδηση αυτής της πραγματικότητας με έκανε, παρά τα πολλά προβλήματα, να νιώσω την υποχρέωση να εισηγηθώ τη μερική λειτουργία του Μουσείου στις 31-10-16, άμεσα μόλις παραλάβαμε το κτήριο. Ούτε δύο χρόνια πριν. Ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα, ένα crash test. Ακολούθησαν και άλλα, αλλά έγινε και μεγάλη πρόοδος σε ελάχιστο χρόνο και με ελάχιστα μέσα. Είναι γεγονός ότι για το νέο κτήριο του ΕΜΣΤ υπήρξαν πολλά αντικειμενικά εμπόδια για να αποδίδεται η καθυστέρηση σε ανικανότητα. Πχ ο πρώτος εργολάβος κηρύχτηκε έκπτωτος, βρέθηκε αμίαντος που έπρεπε να αφαιρεθεί, έπρεπε να βρεθεί νέος εργολάβος.. Ο νέος ανάδοχος ολοκλήρωσε γρήγορα το έργο που του ανετέθη, ωστόσο αυτό συνέπεσε με το πικ της κρίσης. Επιπλέον, το έργο αφορούσε το κτήριο και όχι τον ειδικό εξοπλισμό και τη λειτουργία του ως Μουσείο.
Η παραφιλολογία ότι όλα είναι έτοιμα, συγχέοντας το κτήριο με το Μουσείο, και τα εγκαίνια που ανακοινώθηκαν αρκετές φορές, δεν έκαναν καλό στη φήμη του Μουσείου, όπως και η έλλειψη πληροφόρησης του κόσμου. Η εικόνα από το 2014 και του κτηρίου βαμμένου μέσα έξω και με τον βασικό εξοπλισμό και επίπλωση, έπειθε ότι η λειτουργία είναι θέμα ημερών, έστω μηνών. Έλα όμως που αυτή η εικόνα, σκεπάζει πολλές ελλείψεις, σε πολλούς τομείς, διοικητικούς, οικονομικούς, υποδομής, μελετών και εξοπλισμού.
Το «έτοιμο» κτήριο ήταν ακόμη εργοτάξιο, χωρίς τελική μουσειογραφική μελέτη, χωρίς εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, χωρίς επαρκή χρηματοδότηση και στελέχωση και για την οριστική παραλαβή του έργου, έπρεπε να προηγηθούν επιτροπές και εγκρίσεις ΔΣ, σύνταξη νέων μελετών και εγκρίσεις από το ΥΠΠΟΑ, εμπλουτισμός συλλογής. Αυτά συνέβησαν όπως προκύπτει, μεταξύ 2016 και 2018. Όλα έγιναν υπό πίεση, με ελάχιστα μέσα, με την υποστήριξη του ΔΣ και του Υπουργείου και πολλή δουλειά».
Και φτάνουμε στα χρήματα της δωρεάς του Ιδρύματος Νιάρχος. Το πρώτο αίτημα έγινε, αν δεν κάνω λάθος, το 2013. Ξεκινήσατε; «Αυτό το αίτημα δεν προχώρησε και το μουσείο επανήλθε το 2014. Το Ίδρυμα έθετε όρους. Αυτό ονομάζουμε προαπαιτούμενα που δεν ικανοποιήθηκαν και έτσι ένα χρόνο αργότερα -τόση είναι η διάρκεια για την απορρόφηση της δωρεάς- ανεστάλη. Τα προαπαιτούμενα αυτά δεν είναι άλλα από τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη λειτουργία του Μουσείου. Τουτέστιν τελικές μελέτες, (που σήμερα έχουμε), εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας που έγινε το 2017, ικανή στελέχωση που προχωρήσαμε με μετατάξεις και το νόμο της Κινητικότητας και συνεχίζουμε.. Κατορθώσαμε πριν λήξει η θητεία του προηγούμενου Διοικητικού, στο τέλος Νοεμβρίου του 2017, να υποβάλουμε νέο αίτημα στο Ίδρυμα Σ. Νιάρχος, έχοντας πλέον εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις. Η σύμβαση υπεγράφη τον Αύγουστο και εκκρεμεί η λήψη απόφασης για το ποιός είναι ο πλέον συμφέρον τρόπος να προχωρήσουμε, λόγω της ψήφισης ενός νέου νόμου. Πιστεύω ότι τον Οκτώβριο θα έχουμε και τον ανάδοχο του έργου».
Τι σας ενόχλησε όταν αναλάβατε τη Διεύθυνση περισσότερο και τι σας ευχαρίστησε; «Το ότι άκουγα χαρακτηρισμούς όπως «το γεφύρι της Άρτας», «το καταραμένο». Θέλησα να πειστώ για να πείσω ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και να προσπαθήσω σιγά σιγά να αλλάξει αυτό. Το Διοικητικό Συμβούλιο ήταν πολύ βοηθητικό σε αυτή τη φάση, ειδικότερα ο Πρόεδρος ο κ. Γ. Παπαναστασίου, ο οποίος ως αρχιτέκτων μηχανικός ήταν σε θέση να παρακολουθεί και να κατανοεί τα κωλύματα του τεχνικού σκέλους. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τον αριθμό των εργαζομένων και τις ειδικότητες τους, όταν μετακομίσαμε τον Μάιο του 2015 σε ένα τμήμα, 2% του νέου κτηρίου. Είμαστε 14. Έπρεπε να υπερβούμε εαυτόν και το κάναμε. Αυτό που με ευχαρίστησε περισσότερο ήταν ότι λειτουργήσαμε με ομαδικό πνεύμα, σαν μια γροθιά».
Η συλλογή του Μουσείου σε διάλογο με άλλη συλλογή. Πως προέκυψε αυτό; «Η συλλογή του Μουσείου είναι σε μεγάλο βαθμό έργο της κ Α. Καφέτση. Ωστόσο, τα τρία τελευταία χρόνια εμπλουτίστηκε εντυπωσιακά, κυρίως από δωρεές και αυτό σημαίνει κάτι. Πιστεύω ότι η συλλογή παροπλισμένη, είναι λάθος. Υπακούοντας στην ανάγκη για εξωστρέφεια, επικοινωνία και άνοιγμα της συλλογής σε νέο κοινό, αποφασίσαμε να την γνωστοποιήσουμε και εκτός συνόρων, δημιουργώντας ταυτόχρονα και ένα δίκτυο συνεργασίας με άλλα ιδρύματα αντίστοιχων σκοπών. Αυτό ευνοούσε τον διάλογο που σε πολλές χώρες έχει σταματήσει λόγω αυταρέσκειας και αυτοδυναμίας, την ανταλλαγή γνώσης, επιμελητικών μεθόδων, την έρευνα, την ενημέρωση μας αλλά και τη δημιουργία, μέσω εκθέσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ενός νέου κοινού για το έργο των Ελλήνων καλλιτεχνών.
Δεν είχαμε χρήματα για δράσεις, πόσο μάλλον προβολή. Σχεδιάστηκε ένα στρατηγικό πλάνο. Ξεκινήσαμε με ό τι διαθέταμε, το ζήλο μας, την επιθυμία για δημιουργική και όχι παθητική αναμονή, την ανάγκη για επικοινωνία, την αξιοποίηση του καλλιτεχνικού αποθέματος της συλλογής μας. Δημιουργήσαμε τη σειρά « Το ΕΜΣΤ στον κόσμο» στοχεύοντας σε συνέργειες με ιδρύματα ανά χώρα και με αυτήν και με μικρές χορηγίες ανοίξαμε το Μουσείο το 2016, ξεκινώντας με το Μουσείο ΜuHKA, στο Βέλγιο. Ακολούθησε η συνεργασία με το Ίδρυμα documenta στο πλαίσιο της documenta14 σε Αθήνα και Κάσελ. Ήταν μια καθοριστική κίνηση, κοπιώδης, μέσα από μακρά διαπραγμάτευση και από τις δύο πλευρές».
«Το ζήτημα της documenta14 και το άνοιγμά της στην Ελλάδα είναι πια μέρος της ιστορίας. Ήταν πραγματικά σπουδαία η απόφαση να ξεφύγει για πρώτη φορά από το Κάσελ και να διεξαχθεί παράλληλα σε μία χώρα με πάρα πολλά προβλήματα, ωστόσο μία Ευρωπαϊκή χώρα, στον αντίποδα κατά μίαν έννοια της Γερμανίας. Άκουσα πολλές συζητήσεις περί εξωτισμού ή αποικιοκρατικής συμπεριφοράς. Εγώ ομολογώ ότι δεν έχω τέτοια εμπειρία, αλλά το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και η documenta14 διαπραγματεύτηκαν επί ίσοις όροις και μάλιστα νομίζω με πολύ καλά αποτελέσματα και για τους δυο. Βέβαια, δεν δουλέψαμε με συλλογές, μιας και η documenta δεν έχει συλλογή, αλλά με τους χώρους, τις έδρες μας.
Η documenta 14 χρειάζονταν χώρο με προδιαγραφές ασφάλειας και ήθελε διασπορά σε ελληνικούς οργανισμούς πολιτισμού. Προϋπήρχε σχέδιο συνεργασίας για χρήση του χώρου περιοδικών εκθέσεων του ΕΜΣΤ. Προχωρήσαμε στην παραχώρηση σχεδόν ολόκληρου του κτηρίου, αλλά με ένταξη της συνεργασίας στο πρόγραμμα μας «Το ΕΜΣΤ στον κόσμο» και χώρα αναφοράς τη Γερμανία. Ζητήσαμε παραχώρηση χώρου και συμμετοχή στη διοργάνωση στο Κάσελ. Διαπραγματευτήκαμε, υπογράψαμε ένα δύσκολο συμφωνητικό, αλλά η συνέργεια υλοποιήθηκε. Μέσω αυτής, είδαμε πως λειτουργεί το κτήριο με κόσμο, το είδε πολύς κόσμος, αποκτήσαμε εκτίμηση λειτουργικού κόστους σε πλήρη λειτουργία, με μετρήσεις με φουλ aircodition, φωτισμό και προσωπικό, είδαμε την αντίδραση του κοινού στο κτήριο, σταθήκαμε ως εταίροι. Ήταν άλλο ένα crash τεστ, αλλά μέσα από αυτήν τη διαπραγμάτευση, εκθέσαμε τη συλλογή του ΕΜΣΤ στο Κάσελ, στον πυρήνα της μεγαλύτερης ίσως διοργάνωσης στον κόσμο ανά 5ετία, στο Fridericianum. Ήταν κάτι μη αναμενόμενο, αλλά σχεδιασμένο και πιστεύω μη επαναλήψιμο.
Το ΑΝΤΙΔΩΡΟΝ, την έκθεσή μας, που ήταν η Μουσειολογική μου μελέτη για την παρουσίαση της μόνιμης συλλογής στο ΕΜΣΤ, είδαν πάνω από 850.000 επισκέπτες.
Επιπλέον, το ΕΜΣΤ ήταν ο μόνος χώρος στην Ελλάδα που είχε εισιτήριο. Με αυτόν τον τρόπο συμμετείχαμε στα έσοδα της documenta 14. Τα έσοδα από τα εισιτήρια εισόδου στο Μουσείο χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων της έκθεσης της documenta σε αυτό. Ήταν δίκαιο, η documenta ανέλαβε όλα τα έξοδα μεταφοράς και εγκατάστασης της δικής μας έκθεσης στο Κάσελ και ασφαλώς τα λειτουργικά έξοδα του χώρου. Ήταν εξαιρετικά καλή αυτή η συνεργασία για το Μουσείο και το ΕΜΣΤ στάθηκε άξιος πάρτνερ της 14ης οργάνωσης».
«Το επόμενο μεγάλο βήμα είναι η συνεργασία μας με την Ιταλία, είμαστε δύο χώρες με πολύ βαρύ ιστορικό παρελθόν και όχι μεγάλη προσοχή στη σύγχρονη τέχνη. Συνεργαζόμαστε με την Εθνική Πινακοθήκη Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης στη Ρώμη.
Η συνεργασία μας, η Τρίτη της σειράς Το ΕΜΣΤ στον κόσμο, είναι πρωτότυπη, αφού στους χώρους της μόνιμης συλλογής της Πινακοθήκης θα ενταχθούν 20 έργα της δικής μας συλλογής. Η διαλεκτική σχέση που θα προκύψει ανάμεσα στα έργα των δύο συλλογών, είναι ένα προκλητικό σχέδιο, που έχει ως στόχο να υπογραμμίσει την ποιότητα των έργων των Ελλήνων καλλιτεχνών. Θα ακολουθήσει και το δεύτερο σκέλος της συνεργασίας στην Αθήνα, τον Νοέμβριο».
«Ανοιχτό, εξωστρέφεια, συνέργεια».
«Θεωρώ ότι το ΕΜΣΤ είναι ανοιχτό στη συνείδηση του κόσμου και λυπούμαι βαθύτατα που από τα τέλη Ιουλίου είναι πάλι κλειστό. Το μότο μου για τη λειτουργία αυτού του μουσείου είναι αυτές οι 3 λέξεις που μέχρι σήμερα μας χαρακτηρίζουν. Ανοιχτό, εξωστρέφεια, συνέργεια. Πάνω σε αυτές στηρίχτηκε ό,τι έγινε. Κλείσαμε για δυο λόγους. Ο ένας θα μπορούσε να ήταν το ότι έχουν εξαντληθεί οι οικονομικές μας δυνατότητες και δεν έχουμε ακόμη εξασφαλίσει την αιτούμενη τακτική χρηματοδότηση. Αφήστε που έχουμε εξαντληθεί και εμείς.
Παραμένουμε υποστελεχωμένοι και το κτήριο είναι πολύ μεγάλο και ενεργοβόρο πολλαπλώς. Παρόλα αυτά δεν θα σταματούσαμε, θα συνεχίζαμε δείχνοντας τα νέα μας αποκτήματα, (χάρη στους έμπρακτους φίλους του μουσείου, καλλιτέχνες και συλλέκτες, έχουμε πολλά νέα έργα). Ο δεύτερος λόγος όμως, και ο καθοριστικός, είναι η έγκριση της δωρεάς του Ιδρύματος Σ. Νιάρχος. Το ΕΜΣΤ αυτήν τη φορά λοιπόν έκλεισε μόνο για λίγο, για να ανοίξει επιτέλους οριστικά.
Το μελετήσαμε και η απόφαση που πήραμε να κλείσουμε προς τα τέλη Ιουλίου, ελήφθη ώστε, μόλις υπογραφεί η σύμβαση με το Ίδρυμα, να γίνουν οι διαδικασίες για την ανάδειξη εργολάβου και να μπούμε όσο γίνεται πιο γρήγορα στη διαδικασία για την εφαρμογή των μελετών και τον εξοπλισμό του, ώστε να λειτουργήσει πλήρως, όσο γίνεται πιο γρήγορα. Κατά μία έννοια θα ξαναγίνει εργοτάξιο, όχι όπως παλιά αλλά οι εργασίες είναι απαραίτητες για να εφαρμοστούν οι μελέτες. Θα γίνουν εσωτερικές διαρρυθμίσεις, θα εγκατασταθεί ο αναγκαίος εξοπλισμός που θα προμηθευτούμε. Θα ολοκληρωθούν οι εργασίες στο δώμα, θα κατασκευασθεί αποθηκευτικός χώρος, θα διαμορφωθούν οι τελευταίοι όροφοι, ο 2, 3, 4ος ώστε να αναρτηθεί η μόνιμη συλλογή, θα κατασκευαστούν οι βάσεις, οι βιτρίνες, θα γίνει ο φωτισμός, η μηχανοργάνωση, θα αξιοποιηθεί η μαγική ταράτσα. Εχουμε στη διάθεσή μας 12 μήνες + 1 μήνα για τα εγκαίνια».
«Δεν ξέρω αν θα είμαι εγώ που θα το οδηγήσω στα εγκαίνια, γιατί σύμφωνα με την τελευταία πράξη διορισμού μου, φεύγω αρχές Δεκεμβρίου, άρα δεν ξέρω ποιος θα ολοκληρώσει το έργο για το οποίο πάλεψα με όλες μου τις δυνάμεις. Αυτό που ξέρω είναι πως θα είμαι πολύ χαρούμενη αν πετύχει και πως αν μείνω, θα προσπαθήσω ο χρόνος να μειωθεί και να ανοίξουμε το συντομότερο δυνατό για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε ένα σωστό προγραμματισμό, να ασχοληθούμε με την έρευνα και κυρίως να δώσουμε τέλος στην μακρά αυτή ιστορία και δώσουμε στους πολίτες ένα Μουσείο, που θα τους δώσει ικανοποίηση και προοπτικές».
φωτογραφίες: Vladislav Zukovsky / Chris Kissadjekian / Stephie Grape