«Κλειδί» για νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ η επέκταση των αντικειμενικών


Στόχος του οικονομικού επιτελείου είναι η δεύτερη αυτή μείωση του φόρου ακινήτων να κατευθυνθεί κυρίως προς τις μικρές και τις μεσαίες περιουσίες, οι οποίες βρίσκονται κυρίως σε περιοχές όπου ακόμη οι αντικειμενικές αξίες είναι χαμηλές σε σχέση με τις εμπορικές τιμές.

Από το μέγεθος των επιπλέον εσόδων που προσδοκά να αντλήσει η κυβέρνηση, μέσω της ένταξης νέων περιοχών στο σύστημα των αντικειμενικών αξιών, θα εξαρτηθεί και η αντίστοιχη μείωση του ΕΝΦΙΑ που σχεδιάζεται για το 2020. Στόχος του οικονομικού επιτελείου είναι η δεύτερη αυτή μείωση του φόρου ακινήτων να κατευθυνθεί κυρίως προς τις μικρές και τις μεσαίες περιουσίες, οι οποίες βρίσκονται κυρίως σε περιοχές όπου ακόμα οι αντικειμενικές αξίες είναι χαμηλές σε σχέση με τις εμπορικές τιμές. Υπενθυμίζεται ότι ο φετινός ΕΝΦΙΑ ήταν χαμηλότερος κατά 22% μεσοσταθμικά, με τις μικρές περιουσίες αντικειμενικής αξίας έως 60.000 ευρώ να πληρώνουν μειωμένο κατά 30% φόρο, ενώ οι μεγάλες (αξίας άνω του 1 εκατ. ευρώ) είχαν ελάφρυνση κατά 10%. Οι υπόλοιπες περιουσίες κατέβαλαν μειωμένο φόρο σε ποσοστό από 20% έως 26%.

Σε ό,τι αφορά τον ΕΝΦΙΑ, σε χθεσινή του τοποθέτηση ο υπ. Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρας επιβεβαίωσε ότι η περαιτέρω μείωσή του το 2020 θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον θα δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος με την ένταξη νέων περιοχών στο σύστημα αντικειμενικών αξιών. Κάτι που θα γίνει γνωστό τον Μάιο. «Ενδεχομένως τον Μάιο να προκύψει επιπλέον χώρος για τα νοικοκυριά που πληρώνουν ακριβά», είπε, συμπληρώνοντας πάντως ότι η όποια μείωση θα είναι της τάξεως του 10%. Από τις εντάξεις 7.000 περιοχών στο σύστημα των αντικειμενικών αξιών, αλλά και την αναπροσαρμογή του συνόλου των τιμών, εκτιμάται ότι θα προκύψουν επιπλέον 400-500 εκατ. ευρώ έσοδα. Μέρος αυτών εξετάζεται να χρησιμοποιηθεί για ελάφρυνση του συμπληρωματικού φόρου ΕΝΦΙΑ, κάτι που συνάδει με την αναφορά του υπουργού στην ανάγκη ελάφρυνσης των νοικοκυριών «που πληρώνουν ακριβά». Επίσης, εξετάζεται η μείωση στις κληρονομίες και στις γονικές παροχές, με αύξηση του αφορολογήτου ορίου που είναι σήμερα οι 150.000 ευρώ.

Στο στόχαστο του οικονομικού επιτελείου αναμένεται να βρεθούν περιοχές «φιλέτα», όπως για παράδειγμα η Μύκονος, η Πάρος, η Κέρκυρα και άλλες δημοφιλείς τουριστικά και παραθαλάσσιες περιοχές της χώρας, όπου οι εμπορικές αξίες έχουν απογειωθεί, πλην όμως τα ακίνητα εξακολουθούν να φορολογούνται σαν να πρόκειται για αγροτικές γαίες. Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή διατίθεται προς πώληση οικόπεδο οκτώ στρεμμάτων στην Πάρο, έναντι της παραλίας της Σάντα Μαρία, με οικοδομική άδεια για την ανέγερση κατοικιών συνολικής επιφάνειας 400 τ.μ., αντί ποσού 460.000 ευρώ. Η αντικειμενική αξία της έκτασης ανέρχεται σε 134.000 ευρώ, εντούτοις ο ετήσιος φόρος είναι μόλις… 21 ευρώ!

Αντίστοιχα, μια υπερπολυτελής βίλα 550 τ.μ. στο Καλό Λιβάδι της Μυκόνου, ηλικίας περίπου 20 ετών, με έξι υπνοδωμάτια και πέντε πλήρη μπάνια, με ανεμπόδιστη θέα στην ομώνυμη παραλία, επιβαρύνεται με ΕΝΦΙΑ 1.010 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μόλις 1,8 ευρώ/τ.μ., τη στιγμή που το ακίνητο πωλείται προς 3,5 εκατ. ευρώ. Αιτία, το γεγονός ότι η αντικειμενική αξία του ακινήτου δεν ξεπερνά τις 150.500 ευρώ, εξαιτίας ακριβώς του γεγονότος ότι δεν βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως. Στον αντίποδα, τα αστικά ακίνητα φορολογούνται με υπερδιπλάσιο αναλογικά φόρο, που κινείται πέριξ των 400-600 ευρώ για διαμερίσματα του 1950-1960 στο κέντρο της Αθήνας και φτάνει μέχρι και 2.500-3.000 ευρώ για διαμερίσματα στα βόρεια και στα νότια προάστια.

Ασφαλώς, πέραν της διεύρυνσης της φορολογητέας ύλης που θα γίνει μέσω της ένταξης νέων περιοχών, το 2020 θα γίνει και νέα αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, ώστε αυτές να εξισωθούν με τις εμπορικές. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη έχουν γίνει οι πρώτες συναντήσεις με ιδιώτες εκτιμητές ακινήτων, οι οποίοι έχουν ενημερώσει τη σχετική επιτροπή του υπ. Οικονομικών για τον τρόπο που θα πρέπει να υλοποιηθεί η σχετική διαδικασία, προκειμένου το τελικό αποτέλεσμα να είναι αρτιότερο, συγκριτικά με την προγενέστερη, του 2018.

Σε κάθε περίπτωση, από τη νέα αναπροσαρμογή προβλέπονται αυξήσεις σε περιοχές του κέντρου της Αθήνας που ευνοήθηκαν από την εκτόξευση των βραχυχρόνιων μισθώσεων τα προηγούμενα χρόνια, όπως επίσης και οι πλέον φθηνές περιοχές του λεκανοπεδίου, όπου οι αντικειμενικές παρέμεναν σε χαμηλό επίπεδο για λόγους κοινωνικούς, όπως το Πέραμα και το Κερατσίνι.

kathimerini.gr