Κορωνοϊός: Η έλλειψη αυτής της βιταμίνης αυξάνει τον κίνδυνο λοίμωξης
Ο κορωνοϊός Covid-19 είναι πιθανότερο να προσβάλλει ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες, που επίσης είναι ευάλωτες στην έλλειψη μιας συγκεκριμένης βιταμίνης, αναφέρουν αμερικανοί επιστήμονες.
Νέα ευρήματα ότι ο κορωνοϊός Covid-19 είναι πιθανότερο να προσβάλλει ανθρώπους με χαμηλά επίπεδα μιας βιταμίνης στο αίμα, ανακάλυψαν επιστήμονες από τις ΗΠΑ. Σε μελέτη που πραγματοποίησαν με 489 εθελοντές διαπίστωσαν πως όσοι είχαν έλλειψη σε βιταμίνη D είχαν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να νοσήσουν από τον ιό.
Η έλλειψη βιταμίνης D είναι πολύ συνηθισμένη. Υπολογίζεται ότι σχεδόν ο μισός πληθυσμός πάσχει από αυτήν. Όπως γράφουν οι ερευνητές στην ιατρική επιθεώρηση JAMA Network Open, τα ποσοστά της είναι υψηλότερα:
- Στα άτομα με σκούρο δέρμα
- Σε όσους δεν εκτίθενται επαρκώς στον ήλιο, όπως οι ένοικοι των γηροκομείων και οι εργαζόμενοι στην Υγεία
Αντίστοιχα, ο νέος κορωνοϊός είναι πιθανότερο να προσβάλλει ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες στις οποίες συμπεριλαμβάνονται:
- Οι ηλικιωμένοι
- Οι ένοικοι των γηροκομείων
- Οι εργαζόμενοι στην Υγεία
Αντιθέτως, η λοίμωξη που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός είναι λιγότερο συχνή στις εγκύους και στα παιδιά. Οι ίδιες πληθυσμιακές ομάδες, όμως, έχουν και περισσότερες πιθανότητες να διαθέτουν επαρκή βιταμίνη D στον οργανισμό τους.
Η νέα μελέτη
Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές ενέταξαν εθελοντές οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε μέτρηση της βιταμίνης D στο αίμα τους έναν χρόνο πριν κάνουν τεστ για τον νέο κορωνοϊό. Οι 124 από αυτούς (το 25%) είχαν έλλειψη της βιταμίνης. Επιπλέον, 71 από τους συμμετέχοντες (το 15%) βρέθηκαν θετικοί στον νέο κορωνοϊό.
Όσοι από τους εθελοντές είχαν έλλειψη σε βιταμίνη D για την οποία δεν είχαν κάνει θεραπεία, είχαν 77% περισσότερες πιθανότητες να βρεθούν θετικοί στον κορωνοϊό. Στην πραγματικότητα, ο κορωνοϊός ανιχνεύθηκε:
- Στο 21,6% των εθελοντών με λιγοστή βιταμίνη D στον οργανισμό τους
- Στο 12,2% των εθελοντών με επαρκή βιταμίνη D
Η βιταμίνη D μετριέται στον οργανισμό με τη μορφή της 25-υδρόξυ-βιταμίνης D, η οποία συμβολίζεται ως 25(OH)D3 στις εξετάσεις. Συνοπτικά, τα επίπεδά της σημαίνουν τα εξής, σύμφωνα με τα Εθνικά Ιδρύματα Υγείας (NIH) των ΗΠΑ:
- Πάνω από 20 ng/ml = γενικώς θεωρούνται επαρκή για τα οστά και συνολικά την υγεία στα άτομα δίχως υποκείμενα νοσήματα
- Κάτω από 20 ng/ml = είναι ανεπαρκή και υποδηλώνουν έλλειψη στον οργανισμό
- Πάνω από 50 ng/ml = πάρα πολύ υψηλά, ενδέχεται να υπάρξουν παρενέργειες (ιδίως πάνω από τα 60 ng/ml)
Σημαντική για το ανοσοποιητικό
«Η βιταμίνη D είναι σημαντική για τη λειτουργία του ανοσοποιητικού. Μελέτες έχουν δείξει ότι η λήψη συμπληρωμάτων της μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο ιογενών αναπνευστικών λοιμώξεων», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Dr. David Meltzer, καθηγητής Ιατρικής και επικεφαλής του Τομέος Νοσοκομειακής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ο καθηγητής τόνισε πως η νέα μελέτη δεν αποδεικνύει σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Δεν σημαίνει, δηλαδή, ότι η ελλιπής βιταμίνη D ήταν ο λόγος που ο κορωνοϊός μόλυνε τους συμμετέχοντες. Ωστόσο ενισχύει τα ευρήματα προγενέστερων μελετών, που έδειξαν ότι η έλλειψη αυτή αυξάνει τον κίνδυνο μολύνσεως και νοσήσεως.
Ο νέος κορωνοϊός είχε προσβάλλει 26,5 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο έως τις 5 Σεπτεμβρίου 2020. Οι 873.000 από τους ασθενείς έχασαν τη ζωή τους.
Οι πηγές της βιταμίνης D
Η βιταμίνη D παράγεται στον οργανισμό όταν το δέρμα εκτίθεται στον ήλιο. Κύριοι παράγοντες που συντελούν στην έλλειψή της είναι:
- Η αδιάκοπη προστασία από τον ήλιο (π.χ. με αντηλιακά, στέγαστρα, φιμέ τζάμια κ.λπ.)
- Η μη έκθεση σε αυτόν (π.χ. επειδή κάποιος μένει συνέχεια σε κλειστούς χώρους, δεν πάει ποτέ διακοπές κ.λπ.)
- Η ελλιπής κατανάλωση τροφίμων που περιέχουν βιταμίνη D
Καλές φυσικές πηγές της είναι τα λιπαρά ψάρια (π.χ. σολομός, σαρδέλες), καθώς και τα αυγά και οι γαρίδες. Υπάρχουν επίσης εμπλουτισμένα τρόφιμα (γάλα, χυμοί, δημητριακά κ.λπ.).
«Αν δεν τρώτε συχνά τέτοιου είδους τρόφιμα, είναι δύσκολο να καλύψετε τις ανάγκες σας σε βιταμίνη D τον χειμώνα. Επομένως καλό είναι να συζητήσετε με τον γιατρό σας το ενδεχόμενο να λάβετε κάποιο συμπλήρωμα», συνιστά ο κλινικός διαιτολόγος-βιολόγος Χάρης Δημοσθενόπουλος, προϊστάμενος στο Τμήμα Διατροφής του Λαϊκού Νοσοκομείου της Αθήνας.