Κορωνοϊός : Oι επιπτώσεις της πανδημίας στην ελληνική γεωργία και αγροδιατροφή

Τις επιπτώσεις της πανδημίας στην ελληνική αγροδιατροφή αναλύει ο Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γεωπονικών Επιστημών της Σουηδίας (SLU) Κώστας Καραντινινής εξετάζοντας παράλληλα τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε ο συγκεκριμένος τομέας μέσα από την οικονομική κρίση της δεκαετίας 2008-2017.

Το άρθρο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Οργανισμού Διανέοσις.

Η πανδημία της Covid-19 είχε άμεσες, παράπλευρες, βραχυχρόνιες και μακροχρόνιες επιπτώσεις στο σύστημα αγροδιατροφής, τοπικά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Κάποιες από τις επιπτώσεις τις πανδημίας στην αγροδιατροφή μπορεί να μείνουν μαζί μας για πολύ μεγάλο διάστημα –ίσως και για πάντα. Η πανδημία ενίσχυσε την αντίληψή μας για τον σημαντικό ρόλο της παραγωγής και διανομής τροφίμων στο περιβάλλον, στο κλίμα και στην οικονομική ανάπτυξη και συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της νέας κοινής αγροτικής πολιτικής (ΚΑΠ). Όπως κάθε κρίση, μαζί με την καταστροφή, η πανδημία δίνει μια ευκαιρία για την ελληνική γεωργία και διατροφή. Θα ήταν χρήσιμο, αυτή την φορά, αυτή η κρίση να μην αφεθεί να πάει χαμένη.

Δύο ήταν οι μεγάλοι επικείμενοι κίνδυνοι που εκφράστηκαν όταν ξέσπασε η πανδημία Covid-19: η ασφάλεια τροφίμων και η επισιτιστική επάρκεια. Τα περιοριστικά μέτρα που έλαβαν οι περισσότερες κυβερνήσεις του πλανήτη δημιούργησαν εμπλοκές και καθυστερήσεις στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες τροφίμων, στις μεταφορές και στη μετακίνηση εργατικού προσωπικού. Σε σημαντικό βαθμό επηρεάστηκε και θα συνεχίσει να αλλάζει η δομή της ζήτησης, ενώ δεν επηρεάστηκε παρά ελάχιστα η συνολική προσφορά των τροφίμων. Σε πολλά κέντρα αποφάσεων πολιτικής η σφραγίδα της πανδημίας στην αγροτική πολιτική ίσως μείνει ανεξίτηλη, κυρίως επειδή επιβεβαίωσε την επιλογή προς την αειφόρο ανάπτυξη. Μια τέτοια πολιτική είναι και η στρατηγική «Απ’ το Αγρόκτημα στο Πιάτο» (ΑΑΣΠ) της Ε.Ε.. Κατά πόσο όλα αυτά θα επηρεάσουν την παραγωγή και διανομή τροφίμων και το αγροτικό εισόδημα, είναι κάτι που δεν το γνωρίζουμε με ακρίβεια ακόμη.

Καθώς η πανδημία είναι πάρα πολύ πρόσφατη και τα οικονομικά στοιχεία ελάχιστα, επιχειρούμε μια ανάλυση των επιπτώσεων της πανδημίας στην ελληνική αγροδιατροφή, εξετάζοντας πώς εξελίχθηκε ο συγκεκριμένος τομέας μέσα από την οικονομική κρίση της δεκαετίας 2008-2017. Παρά το ότι οι δύο κρίσεις δεν είναι κατ’ αρχήν όμοιες, είναι και οι δυο εξωγενείς και επηρέασαν κατά ένα μεγάλο βαθμό το εισόδημα και άρα τη ζήτηση. Έτσι τα μαθήματα από την οικονομική κρίση μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως διδάγματα για την τρέχουσα κρίση της πανδημίας η οποία, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει περάσει ακόμη.

Ασφάλεια και εξασφάλιση τροφίμων

Η πανδημία λειτούργησε ως μεγεθυντικός φακός για να ξανακοιτάξουμε με προσοχή τον τρόπο που παράγονται, μεταποιούνται και καταναλώνονται τα τρόφιμα παγκοσμίως. Πώς αυτές οι μέθοδοι και τα συστήματα παραγωγής επιβαρύνουν το περιβάλλον, αλλάζουν το κλίμα ενώ ταυτόχρονα φτάνουν καθημερινά και μπαίνουν στο σπίτι, στο πιάτο και στο σώμα κάθε κατοίκου του πλανήτη. Ή μάλλον, πιο σωστά, σχεδόν κάθε μέρα και σχεδόν κάθε ανθρώπου, διότι 690 εκατομμύρια άνθρωποι (8,9% του παγκόσμιου πληθυσμού) πηγαίνουν να κοιμηθούν νηστικοί κάθε βράδυ, 9 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από πείνα και το ένα τρίτο από αυτούς τους θανάτους είναι θάνατοι παιδιών.

Η γεωργία και οι γεωργοί κατάφεραν μέσα στις 10 χιλιετίες που υπάρχει αγροτική παραγωγή να παράγουν αρκετά τρόφιμα για να θρέψουν τον πλανήτη. Το σύστημα αγροδιατροφής και το ευρύτερο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, όμως, δεν καταφέρνει πάντα να διανέμει την παραγόμενη τροφή σε όσους την έχουν ανάγκη, ενώ ένα τρίτο της παραγωγής τροφίμων χάνεται σε κάποιο στάδιο από το χωράφι έως το πιάτο. Ταυτόχρονα η γεωργία είναι υπεύθυνη για την έκλυση του 10% των αερίων του θερμοκηπίου και σε μεγάλο βαθμό για την επιβάρυνση των υπόγειων και επιφανειακών υδάτων με νιτρικά και άλλες βλαβερές για τον άνθρωπο, τα ζώα και τα φυτά ουσίες. Η πανδημία μας ώθησε να ξανακοιτάξουμε τον ρόλο της γεωργίας, το πόσο απαραίτητη είναι για τη ζωή στον πλανήτη και πώς μπορεί να συνεχίσει να είναι, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να βελτιώσει το περιβάλλον, το κλίμα και να συμβάλει στην αειφόρο ανάπτυξη.

H πανδημία λειτούργησε ως μεγεθυντικός φακός για να ξανακοιτάξουμε με προσοχή τον τρόπο που παράγονται, μεταποιούνται και καταναλώνονται τα τρόφιμα παγκοσμίως.
Το σύστημα διατροφής είναι πιθανόν συνυπεύθυνο για την εμφάνιση της Covid-19, οπότε μια αναμόρφωση του είναι μέρος της λύσης. Παρότι όλοι συγκλίνουν στο ότι η αφετηρία της εξάπλωσης του κορωνοϊού που προκάλεσε την πανδημία Covid-19, ήταν μια «υγρή» αγορά τροφίμων στην Κίνα, οι υπεύθυνες αρχές (Π.Ο.Υ., E.F.S.A.) γρήγορα καθησύχασαν τους αρμόδιους εθνικούς φορείς και τους πολίτες, ότι δεν υπάρχει θέμα μετάδοσης του ιού μέσω της κατανάλωσης τροφής. Παραμένει όμως ζητούμενο κατά πόσο το σύστημα παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης τροφίμων, οι μέθοδοι και οι εισροές που χρησιμοποιούνται, είναι συνυπεύθυνα για τη δημιουργία πανδημιών σαν αυτή της Covid-19 και άλλων παλαιότερα (π.χ. ο ιός SARS το 2003, ο MERS το 2012).

Αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί επίσημα, και ο νέος κορωνοϊός είναι πιθανόν να προέρχεται από ζώα, μάλλον άγρια. Tο 60% των ασθενειών παγκοσμίως έχουν ζωική προέλευση, το 75% από τις νεοεμφανιζόμενες ασθένειες έχουν μεταπηδήσει από ζώα σε ανθρώπους, οι περισσότερες από αυτές έμμεσα μέσω του συστήματος διατροφής (UNEP, 2020). Για τον λόγο αυτό οι μεγάλοι παγκόσμιοι οργανισμοί (FAO-OIE-WHO) υιοθετούν μια ολιστική προσέγγιση και καλούν για ένα παγκόσμιο σύστημα «μίας υγείας» (one health) που συνδυάζει τις επιστήμες της ιατρικής, της κτηνιατρικής και της περιβαντολλοντολογίας. Ένα αειφόρο σύστημα αγροδιατροφής είναι μέρος αυτής της ολιστικής προσέγγισης.

Η επάρκεια τροφίμων όμως παραμένει ζητούμενο. Το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Τροφίμων των Ηνωμένων Εθνών κρούει έντονα τον κώδωνα του κινδύνου για επικείμενη επέκταση της ασιτίας και τον κίνδυνο θανάτων σε 55 χώρες και σε ένα σύνολο 265 εκατ. ανθρώπων στην Αφρική και στην Ασία. Στις ανεπτυγμένες χώρες παρατηρήθηκαν τοπικά προβλήματα επισιτισμού σε ευπαθείς ομάδες που επηρεάστηκαν κυρίως λόγω οικονομικής αδυναμίας και προσέφυγαν σε τράπεζες τροφίμων.

Ως ένα βαθμό τα προβλήματα επάρκειας μετριάστηκαν καθώς οι κυβερνήσεις των περισσότερων χωρών έθεσαν την ασφάλεια και την επάρκεια των τροφίμων σε ύψιστη προτεραιότητα και πήραν μέτρα που θα επέτρεπαν την απρόσκοπτη και ασφαλή μεταφορά τροφίμων. Μετά από κάποιους δισταγμούς, η Ε.Ε. ανακοίνωσε τον Απρίλιο έκτακτα μέτρα αποθήκευσης πλεονασμάτων και αντίστοιχα κονδύλια -καθώς και «πράσινους διαδρόμους»- για τη διευκόλυνση των μεταφορών στα ενδοκοινοτικά σύνορα.

Πηγή