Κόβουν αρμοδιότητες από την Επ. Ανταγωνισμού, δίνουν έδαφος στα καρτέλ


Μια ασυνήθιστη αντιπαράθεση με την κυβέρνηση άνοιξε η Επιτροπή Ανταγωνισμού και μάλιστα με ανακοίνωση της Ολομέλειας, όπου αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να «κόψει» ελεγκτικές αρμοδιότητες, σε ό,τι αφορά το εμπόριο αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, με τρόπο που καταλήγει ουσιαστικά να ευνοεί τις αλυσίδες οργανωμένου λιανεμπορίου και τις μεγάλες βιομηχανίες τροφίμων, ώστε να επιβάλλουν επαχθείς όρους συναλλαγών στους παραγωγούς.

Στη Βουλή συζητείται αυτές τις ημέρες η ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων. Η οδηγία καθιερώνει κοινούς ευρωπαϊκούς κανόνες, με στόχο να προστατευθούν οι παραγωγοί αγροτικών προϊόντων από αθέμιτες πρακτικές μεγάλων εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, που μπορεί να υποκρύπτουν και παραβάσεις του δικαίου για τον ανταγωνισμό, όπως η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και οι εναρμονισμένες πρακτικές (καρτέλ).

Η εφαρμογή της οδηγίας έχει ιδιαίτερα σημασία για την ελληνική αγορά, καθώς είναι γνωστό ότι στους παραγωγούς αγροτικών προϊόντων επιβάλλονται κατά κόρον επαχθείς και καταχρηστικοί όροι συναλλαγών. Χαρακτηριστικότερο, ίσως, παράδειγμα η «ομοιόμορφη» επιβολή στους αγρότες μεγάλων καθυστερήσεων στην εξόφληση των συναλλαγών, που λειτουργεί σαν ένας άτυπος μηχανισμός άτοκης χρηματοδότησης σούπερ μάρκετ και βιομηχανικών εταιρειών από τους αγρότες.

Στο στάδιο, όμως, της εναρμόνισης του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό, η κυβέρνηση, όπως καταγγέλλεται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, πρόσθεσε μια διάταξη που ουσιαστικά απονευρώνει τις ελεγκτικές αρμοδιότητες της Αρχής. Ενώ η κυβέρνηση επιλέγει, όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, να αναθέσει στην Επιτροπή Ανταγωνισμού τον έλεγχο των καταχρηστικών πρακτικών, εισάγει ταυτόχρονα ορισμένους όρους, που δεν θα επιτρέψουν, στην πράξη, να ασκήσει η Αρχή τις ελεγκτικές της αρμοδιότητες, καθώς κατά ένα μέρος αυτές θα ασκούνται από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και η Επιτροπή θα ασκεί έλεγχο μόνο όταν το ΥπΑΑΤ έχει ήδη επιβάλει υψηλό πρόστιμο σε μια επιχείρηση (τουλάχιστον 1% του κύκλου εργασιών).

Στην ανακοίνωση που εξέδωσε αργά χθες το βράδυ η Ολομέλεια της Επιτροπής, σημειώνεται σχετικά με το άρθρο 5 του νομοσχεδίου ότι επιλέχθηκαν από την κυβέρνηση δύο Αρχές Επιβολής, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥπΑΑΤ) και η Επιτροπή Ανταγωνισμού («ΕΑ»).

Η ΕΑ έχει αρμοδιότητες όταν πρόκεται για μεγάλες επιχειρήσεις – αγοραστές: αναλαμβάνει την αρμοδιότητα εφαρμογής της Οδηγίας, στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι αγοραστές επιτυγχάνουν κύκλο εργασιών, ανερχόμενο σε τουλάχιστον 50 εκ ευρώ, όπερ αφορά στην πράξη κατά κύριο λόγο στις συγκεκριμένες  αλυσίδες αξίας επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ και βιομηχανίες μεταποίησης, και, επομένως, σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κλάδους, ως προς τους οποίους η ΕΑ διαθέτει σημαντική εμπειρία, καθότι αυτοί αποτελούν αντικείμενο καθημερινής ενασχόλησής της.

Εξάλλου, κρίθηκε, όπως σημειώνει η Επιτροπή, σημαντικό οι εξουσίες, που προβλέπονται στην Οδηγία 2019/633, να ασκούνται από την ΕΑ, ειδικότερα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το συνολικό μερίδιο αγοράς των 5 μεγαλυτέρων αγοραστών ανά κανάλι διανομής ή εφοδιασμού στη σχετική αγορά προϊόντων και τροφίμων ανέρχεται  τουλάχιστον σε 50%, καθότι τυχόν αθέμιτες εμπορικές πρακτικές υπό την έννοια των ρυθμίσεων της Οδηγίας ενδέχεται να εμπίπτουν και στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού (Ν. 3959/2011), ως ενδεχόμενη μορφή καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης (άρθρο 2).

Συνεπώς, τονίζεται από την Επιτροπή, ενισχύεται με αυτό τον τρόπο η δυνατότητα της ΕΑ να ανιχνεύσει αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που μπορεί συγχρόνως να αποτελούν και αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές, το οποίο συμβάλει στην αποτελεσματικότερη προστασία των αγροτών. Σημειωτέον είναι ότι η ΕΑ έχει ήδη ασχοληθεί ενδελεχώς με τέτοιες πρακτικές στο πλαίσιο δύο κλαδικών ερευνών, συγκεκριμένα στην κλαδική έρευνα για τα οπωροκηπευτικά προϊόντα και στην πρόσφατη κλαδική έρευνα για τα σούπερ μάρκετ, για  11 κατηγορίες βασικών καταναλωτικών προϊόντων.

Το… ψαλίδισμα αρμοδιοτήτων

Όμως, άλλη προτεινόμενη διάταξη του νομοσχεδίου «βραχυκυκλώνει» την ελεγκτική αρμοδιότητα της ΕΑ. Όπως αναφέρει η Ολομέλεια της ΕΑ, στην παρ. 3 του άρθρου 5 του ΝσΧ, προστέθηκε περίπτωση β, με την οποία τίθεται μία περαιτέρω σωρευτική προϋπόθεση προκειμένου να συντρέχει αρμοδιότητα της ΕΑ: απαιτείται να έχει επιβληθεί στον αγοραστή από το ΥπΑΑΤ πρόστιμο ίσο ή μεγαλύτερο του 1% του συνολικού κύκλου εργασιών του, εντός του τελευταίου δεκαοκταμήνου.

Πρόκειται για μια διάταξη που ουσιαστικά πολιτικοποιεί τους ελέγχους, δίνοντας τον πρώτο λόγο στο υπουργείο, αφού η ΕΑ δεν θα μπορεί  να παρεμβαίνει, παρά μόνο εάν έχει ήδη υποβάλει πρόστιμο το ΥπΑΑΤ σε μια επιχείρηση.Έτσι, το υπουργείο παίρνει έναν πολύ κρίσιμο ρόλο, αφού από αυτό θα εκκινούν οι διαδικασίες ελέγχου της ΕΑ, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε πολύ «βαριά» πρόστιμα. Αν το ΥπΑΑΤ δεν μπορεί ή δεν θέλει να ασκήσει έλεγχο και να επιβάλει το δικό του πρόστιμο, τα χέρια της Επιτροπής Ανταγωνισμού θα μένουν δεμένα!

Κατά την άποψη της ΕΑ, όπως υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση της Ολομέλειας, η προσθήκη αυτή αίρει πλήρως την αρμοδιότητα της ΕΑ, ως αρχής επιβολής, διότι η ενεργοποίηση της αρμοδιότητας της ΕΑ αφενός τελεί υπό την αίρεση της προηγούμενης εφαρμογής της κρίσιμης διάταξης από την αρχή επιβολής του ΥπΑΑΤ, και, κατ’ επέκταση, η αρμοδιότητα της ΕΑ περιορίζεται μόνο σε περιπτώσεις υποτροπής τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες, και αφετέρου προϋποθέτει την επιβολή προστίμου ανερχόμενου σε τουλάχιστον 1% του συνολικού κύκλου εργασιών. Εκτιμάται ότι αυτό αντιτίθεται στη σκέψη 28 της Οδηγίας,  η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη να ορίσουν αρχές επιβολής που θα εξασφαλίζουν την αποτελεσματική επιβολή των προβλεπόμενων απαγορεύσεων και οι οποίες θα δύνανται να ενεργούν αυτεπαγγέλτως.

Απροστάτευτοι οι παραγωγοί

Για να γίνει κατανοητό το πρόβλημα που θα δημιουργηθεί, η Επιτροπή δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:

  • Ένας αγρότης στον οποίο επιβάλλονται αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, όπως π.χ. η μη πληρωμή του στα χρονικά περιθώρια των 30 ή 60 ημερών κατά περίπτωση που προβλέπονται από το άρθρο 3, παρ. 1 της Οδηγίας, από αγοραστή αλυσίδα σουπερμάρκετ μεταξύ των πέντε μεγαλύτερων στο συγκεκριμένο κανάλι διανομής και η οποία έχει κύκλο εργασιών ανερχόμενο σε τουλάχιστον 50 εκ. ευρώ, δεν θα μπορεί να απευθυνθεί στην ΕΑ, ούτε η ΕΑ να προχωρήσει σε αυτεπάγγελτη έρευνα, παρά μόνο εφόσον η συγκεκριμένη αλυσίδα σουπερμάρκετ έχει ήδη παραβεί το τελευταίο δεκαοκτάμηνο τις διατάξεις της ενσωματωμένης Οδηγίας και της έχει ήδη επιβληθεί πρόστιμο από το ΥπΑΑΤ ανερχόμενο τουλάχιστον σε 1% του συνολικού κύκλου εργασιών.

Η προσθήκη της προϋπόθεσης αυτής, τονίζει η Επιτροπή, αποστερεί κατ’ ουσίαν την ΕΑ, η οποία διαθέτει ουσιώδεις ελεγκτικές εξουσίες και εκτενέστατη εμπειρία σε ζητήματα ποσοτικής ανάλυσης των συναλλακτικών σχέσεων της εν λόγω αλυσίδας εφοδιασμού, από τη δυνατότητα ελέγχου, ιδιαίτερα ως προς επιχειρήσεις του μεγέθους  που προαναφέρθηκε.

Επιπλέον, κρίνεται ότι ενδέχεται να εμφιλοχωρήσουν σοβαρά ζητήματα για τον καθορισμό της εκάστοτε αρμόδιας αρχής επιβολής: ενδέχεται η ΕΑ να είναι αρμόδια κατά την έναρξη της εξέτασης μιας καταγγελίας, πλην όμως να μην είναι αρμόδια κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης της λόγω παρόδου του 18μήνου από την επιβολή του προστίμου από το ΥπΑΑΤ. και αντίστροφα η αρχή επιβολής του ΥπΑΑΤ να είναι αρμόδια κατά την εκκίνηση της διαδικασίας ελέγχου, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, λόγω του ότι δεν είχε επιβληθεί πρόστιμο εντός του τελευταίου δεκαοκταμήνου, πλην όμως να καταστεί αναρμόδια μέχρι την έκδοση της απόφασής της, λόγω επιβολής άλλου προστίμου στην καθής επιχείρηση ανερχόμενου σε 1% του συνολικού κύκλου εργασιών της.

Σε μια ασυνήθιστα επιθετική αναφορά προς την κυβέρνηση, η ΕΑ ζητά η συγκεκριμένη διάταξη να απαλειφθεί ώστε η άσκηση των προβλεπομένων από την Οδηγία εξουσιών εκ μέρους της ΕΑ να μην συναρτάται από την άσκηση της αρμοδιότητας της αρχής επιβολής του ΥπΑΑΤ. Και προειδοποιεί ότι η προσθήκη του κρίσιμου εδαφίου από το ΥπΑΑΤ θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής των προβλεπόμενων από την Οδηγία απαγορεύσεων και μάλιστα ως προς επιχειρήσεις σημαντικού μεγέθους, όπως τα σούπερ μάρκετ και οι μεταποιητικές βιομηχανίες.



Πηγή