Μακροπρόθεσμα μη βιώσιμο το χρέος, επιμένει το ΔΝΤ
Αμετακίνητο στις απόψεις του για την ανάγκη περικοπής των συντάξεων, κατάργησης του επιδόματος της 13ης σύνταξης και μείωσης του αφορολογήτου, αλλά και στην εκτίμησή του για τη μη βιωσιμότητα του χρέους μακροπρόθεσμα, παραμένει το ΔΝΤ στην έκθεσή του για την Ελλάδα, στο πλαίσιο του άρθρου IV της συμφωνίας του Ταμείου.
Η έκθεση, που συντάχθηκε σε συνέχεια της αποστολής του Ταμείου στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο, θα συζητηθεί από το διοικητικό του συμβούλιο στις 13 Νοεμβρίου, αλλά ήδη από την περασμένη εβδομάδα το κείμενο έχει ολοκληρωθεί και βρίσκεται στα χέρια των μελών του συμβουλίου, προς μελέτη, καθώς και της ελληνικής κυβέρνησης.
Για τη βιωσιμότητα του χρέους, η ανάλυση του Ταμείου επιμένει ότι έως το 2032 δεν υπάρχει πρόβλημα κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών, αλλά στη συνέχεια αυτή θα εξαρτάται από τα επιτόκια και τον ρυθμό ανάπτυξης, τον οποίο το ίδιο το Ταμείο «βλέπει» στο 0,9% (μακροπρόθεσμα).
Με τα σημερινά δεδομένα (πρόβλεψη χαμηλών επιτοκίων), έως το 2038 προβλέπεται ότι δεν θα είναι δύσκολη η κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών, ενώ αν το 2032 αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι εταίροι της χώρας περαιτέρω αναδιάρθρωση, η βιωσιμότητά του θα εξασφαλισθεί έως το 2050.
Το εκτενές κείμενο κινείται στις γραμμές της δήλωσης συμπερασμάτων της αποστολής του ΔΝΤ στην Αθήνα, στις 27 Σεπτεμβρίου. Κάνει εκτενή αναφορά, επικρίνοντας αυστηρά την ανατροπή μεταρρυθμίσεων που είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του μνημονίου, από τη στιγμή της εξόδου από αυτό. Συγκεκριμένα, μιλάει για την ακύρωση των προνομοθετημένων μέτρων για την περικοπή των συντάξεων και τη μείωση του αφορολογήτου, αλλά και για παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας που υπονομεύουν την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Τάσσεται υπέρ της κατάργησης του επιδόματος της 13ης σύνταξης. Επικρίνει επίσης μέτρα όπως η προστασία των στεγαστικών δανείων και οι ρυθμίσεις των οφειλών σε ασφαλιστικά ταμεία και εφορία, υποστηρίζοντας ότι υπονομεύουν την κουλτούρα πληρωμών και πρέπει να εγκαταλειφθούν. Οσον αφορά τη ρύθμιση για την προστασία της πρώτης κατοικίας, σημειώνει ότι είναι η 9η στη σειρά.
Η έκθεση υποδέχεται θετικά κατ’ αρχάς τη νέα κυβέρνηση, επικροτώντας την πολιτική της στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων, αλλά δεν είναι πολύ αισιόδοξη στις προβλέψεις της για τις αναπτυξιακές προοπτικές. Εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα περιοριστεί το 2020 στο 2,2% και φέτος στο 2%. Ετσι, βρίσκεται κοντά στις πρόσφατες εκτιμήσεις της Κομισιόν, οι οποίες τοποθετούν την ανάπτυξη στο 2,3% για το 2020 και στο 1,9% για φέτος.
Το 2020 οι αποφάσεις για SMPs – ANFAs
Το 2020 θα συζητηθεί η πιθανότητα να χρησιμοποιηθούν για επενδύσεις και να δημιουργήσουν επιπλέον δημοσιονομικό χώρο τα κέρδη από ελληνικά ομόλογα των Ευρωπαϊκών Κεντρικών Τραπεζών (SMPs και ANFAs), που θα επιστραφούν στην Ελλάδα. Αυτό ανέφερε χθες κοινοτικός αξιωματούχος, διευκρινίζοντας ότι υπάρχει μεν η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί το συγκεκριμένο ποσό για επενδύσεις (αντί για εξόφληση χρέους, όπως γινόταν έως σήμερα), αλλά το σημαντικό είναι αν με αυτόν τον τρόπο θα αυξηθεί ο δημοσιονομικός χώρος. Κάτι που θα αποφασιστεί τον επόμενο χρόνο. Αυτή η επισήμανση δεν αλλάζει τα δεδομένα του προϋπολογισμού του 2020, αφού αυτός έχει συνταχθεί, με όλες τις φορολογικές ελαφρύνσεις, χωρίς να βασίζεται σε επιπλέον δημοσιονομικό χώρο από τα SMPs και ANFAs. Aν αυτός προκύψει, θα είναι μια επιπλέον βοήθεια για το 2020. Πάντως, η απόφαση για τη χορήγηση της επόμενης δόσης των SMPs και ANFAs, περίπου 650 εκατ. ευρώ, αναμένεται να ληφθεί, σύμφωνα με τον ίδιο αξιωματούχο, στο Eurogroup του Δεκεμβρίου. Στο αυριανό Eurogroup δεν θα είναι θέμα η Ελλάδα.