Μαντζουράνης για υποκλοπές: «Βασικό ζήτημα αν υπήρχε ή όχι ενιαίο κέντρο παρακολούθησης»
«Βασικό ζήτημα αν υπήρχε ή όχι ενιαίο κέντρο παρακολούθησης»
Αναφερόμενος στο θέμα, ο δικηγόρος που εκπροσωπεί τον πρώην ευρωβουλευτή της ΝΔ Γιώργο Κύρτσο για την παρακολούθησή του από την ΕΥΠ, Γιάννης Μαντζουράνης, σημειώνει:
«Το βασικό ζήτημα στην υπόθεση των υποκλοπών, που είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος εκτός από το ότι έχουν διαπραχθεί και βαρύτατες κακουργηματικές πράξεις, είναι αν υπήρχε ή όχι ενιαίο κέντρο παρακολούθησης, δηλαδή αν όσοι παρακολουθούντο από την ΕΥΠ επιμολύνονταν τα κινητά τους και από το Predator».
Όπως αναφέρει:
«Εγώ λέω ότι η πραγματογνωμοσύνη που πήραμε είναι διάτρητη. Καταρχάς, δεν επετράπη στην ΑΔΑΕ να προβεί στον έλεγχο, σε εκτέλεση εισαγγελικής παραγγελίας από την κα Τριανταφύλλου και τον κ. Σπυρόπουλο, η οποία δόθηκε στις 28/09/2023. Τότε είχε ψηφιστεί ένας νόμος από τη ΝΔ και έπρεπε να σταλεί αίτημα από την ΑΔΑΕ στο τριμελές όργανο. Το τριμελές όργανο για λόγους τυπικούς απέρριψε την αίτηση και η ΑΔΑΕ, στο μεταξύ, επέστρεψε τη λίστα. Της είχαν στείλει μια λίστα οι εισαγγελείς και της έλεγαν αυτά τα ονόματα που έχουν μολυνθεί από το Predator να δεις αν έχουν παρακολουθηθεί από την ΕΥΠ. Επέστρεψε για λόγους διασφάλισης του απορρήτου τη λίστα στους εισαγγελείς. Στο μεταξύ, πήρε την υπόθεση η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου από την εισαγγελία πρωτοδικών και την ανέθεσε στον κ. Ζήση και έκτοτε ο κ. Ζήσης, παρά το γεγονός ότι εστάλησαν δύο επιστολές του κ. Ράμμου προς τον κ. Ζήση να του επιστρέψει τη λίστα με τα ονόματα για να κάνει έλεγχο, δεν το έπραξε, αλλά μετά από περίπου 9 μήνες με μία του διάταξη όρισε δύο πραγματογνώμονες να κάνουν πραγματογνωμοσύνη. Δεν ανέθεσε στη συνταγματικά ανεξάρτητη ειδική Αρχή, η οποία έχει ειδικό επιστημονικό προσωπικό και έχει και εμπειρία σε αυτό. Η ανάθεση σε δύο πραγματογνώμονες που επέλεξε ο κ. Ζήσης είναι νόμιμη, απλά δεν είναι η δέουσα».
Σύμφωνα με τον κ. Μαντζουράνη:
«Δύο άνθρωποι, οι οποίοι δεν έχουν τα εχέγγυα ανεξαρτησίας που έχει η συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη Αρχή, αποστέλλονται και έχουν ένα σαφές πλαίσιο ελέγχου από τον κ. εισαγγελέα. Τους ζητάει να ερευνήσουν δύο πράγματα: αν για τον πίνακα ταυτοποιημένων αποδεκτών μολυσμένων μηνυμάτων από το ’20 έως το ΄22 έχουν εκδοθεί διατάξεις άρσης απορρήτου, για τους 116, και δεύτερον να κάνουν κάθε άλλο συναφές θέμα που μπορεί να διασαφηνίσει το ζήτημα. Άρα ο εισαγγελέας τούς έχει θέσει ένα σαφές πλαίσιο».
«Ασαφή συμπεράσματα»
Ο ίδιος συμπληρώνει πως:
«Τα στοιχεία όμως και τα συμπεράσματα της πραγματογνωμοσύνης, ενώ το πλαίσιο είναι σαφές, είναι και ασαφή και ατελή και κολοβά και προβληματικά. Είναι γνωστό από έγγραφα της ετήσιας έκθεσης της ΑΔΑΕ για το ’20, ’21, ’22 ότι οι περισσότερες παρακολουθήσεις για λόγους ασφαλείας δεν έγιναν με εισαγγελικές διατάξεις της εισαγγελέας, κα Βλάχου, που ήταν στην ΕΥΠ, αλλά με εισαγγελικές διατάξεις του εισαγγελέα που είναι υπεύθυνος στη διεύθυνση αναζήτησης ειδικών εγκλημάτων βίας, δηλαδή στην ΕΛ.ΑΣ. Εκεί, δεν έγινε κανένας έλεγχος».
«Επίσης, μολονότι είχαν πρόσβαση οι πραγματογνώμονες σε όποιο υλικό έκριναν σκόπιμο να ελέγξουν, δεν ήλεγξαν παρά μόνο τρία στοιχεία: πρώτον, το από 02/02/2022 έγγραφο της Αρχής Προστασίας Δεδομένων, το από Ιουνίου 2023 πόρισμα διοικητικού ελέγχου της Αρχής Προστασίας Δεδομένων και τον πίνακα που συνέταξε η Αρχής Προστασίας Δεδομένων με τους τηλεφωνικούς αριθμούς που επιμολύνθηκαν από το Predator. Δεν αναζήτησαν άλλα έγγραφα από τη δικογραφία και δεν πήγαν να ελέγξουν τους παρόχους», τονίζει.
Όπως λέει ο ίδιος:
«Παρά το ότι δεν ήλεγξαν τα στοιχεία που έπρεπε, έβγαλαν ένα πολύ κρίσιμο συμπέρασμα. Το συμπέρασμά τους λέει ότι καθίσταται πρόδηλο ότι δεν προκύπτει συσχετισμός μεταξύ διατάξεων άρσης απορρήτου και φερομένων επιμολύνσεων. Αυτό το συμπέρασμα δεν τους έχει ζητηθεί καν, το έκαναν με δική τους πρωτοβουλία. Στο συμπέρασμα αυτό έφτασαν με έναν μαγικό τρόπο, με μια αλχημεία στατιστική, που αποδεικνύει ότι η στατιστική και οι αριθμοί μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να υποστηριχθούν τα ακριβώς αντίθετα».
«Οι πραγματογνώμονες, συμπεριέλαβαν στον κατάλογο, για να συσχετίσουν την ΕΥΠ με το Predator, και τα τηλέφωνα που ήταν μιας χρήσεως και ήταν κάτοχοι Ασιάτες υπήκοοι. Έκαναν τον εξής συσχετισμό: συσχέτισαν τις διατάξεις της ΕΥΠ και με τηλέφωνα τα οποία χρησιμοποιούσαν οι χειριστές του Predator για δοκιμές. Από τα 87 φυσικά πρόσωπα που πράγματι παρακολουθήθηκαν, δεν αρκέστηκαν στον αριθμό 87 αλλά πήραν και μέτρησαν πόσες διατάξεις είχαν εκδοθεί για καθέναν. Έφτασαν στον μαγικό αριθμό 187 και τι έκαναν: πήραν το 187, πήραν και τις 15.304 διατάξεις που εξέδωσαν η κα Βλάχου μέσα στη 2τια και έφτασαν στον μαγικό αριθμό 1% ενώ αν συσχετίσουν τα πραγματικά στοιχεία, είναι 31,01%. Με αυτόν τον τρόπο έφτασαν στο μαγικό συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κανένας συσχετισμός», υπογραμμίζει.
«Η κα Βλάχου, στην κατάθεσή της, έχει πει ορισμένα κρίσιμα σημεία τα οποία οι πραγματογνώμονες δεν έλαβαν καθόλου υπόψιν τους», είπε ο ίδιος συμπληρώνοντας πως: «οι πραγματογνώμονες δε ζήτησαν τίποτα από αυτά που λέει η κα Βλάχου. Ζήτησαν τους αριθμούς τηλεφώνων και τα ονόματα».
«Εμείς θα καταθέσουμε αιτήματα στον κ. Ζήση και θα του ζητάμε να προβεί σε συγκεκριμένες πράξεις. Το αν θα δεχθεί ή όχι τα αιτήματά μας είναι στην αρμοδιότητά του και εμείς έχουμε τη δυνατότητα να αντιδράσουμε».
«Τα στοιχεία αποδεικνύουν κοινό κέντρο»
Κλείνοντας τη συνέντευξή του, ο κ. Μαντζουράνης λέει:
«Για να δείτε το μέγεθος των στοιχείων που αποδεικνύουν το κοινό κέντρο, θα αναφέρω δύο περιπτώσεις. Την περίπτωση του επικεφαλής εισαγγελέα του οικονομικού εγκλήματος, του κ. Μπαρδάκη, ο οποίος επί δύο χρόνια παρακολουθείτο από το Predator και την ΕΥΠ, και της υποστράτηγου Μηνιάτη που ήλεγχε τα τηλέφωνα του μακαρίτη Καραϊβάζ για τις συνομιλίες με πολιτικά πρόσωπα και υπηρεσιακούς παράγοντες. Η κα Μηνιάτη παρακολουθείτο όσο έκανε αυτήν την έρευνα και από το Predator και από την ΕΥΠ».
«Η έρευνα δεν έχει τελειώσει. Αν όμως περιοριστεί μόνο στους εμπλεκόμενους στο Predator και δε συμπεριλάβει και υπόπτους από την ΕΥΠ, τότε θα πρέπει να κλίνουμε τη λέξη ‘συγκάλυψη’ σε όλες τις πτώσεις και στους δύο αριθμούς, και στον ενικό και στον πληθυντικό», καταλήγει.