Μεγάλα ονόματα που το απέδειξαν στο γήπεδο
Είναι η στιγμή που ο οπαδός τα βλέπει όλα όμορφα, αισθάνεται ότι έχει ψηλώσει 15-20 πόντους, σκέφτεται ότι ο παικταράς θα τους νικήσει όλους μόνος του και είναι σίγουρος ότι ο πρόεδρος θα ρίξει κι άλλη «βόμβα» γιατί είναι large και ο πιο τρελός από όλους.
Στην Ελλάδα, ως λαός, ούτως ή άλλως ενθουσιαζόμαστε εύκολα με όλα, αλλά στο ποδόσφαιρο μάλλον έχουμε δίκιο όταν το κάνουμε για κάποια μεταγραφή, γιατί δεν έρχονται και κάθε χρόνο μεγάλα ονόματα. Χωρίς αυτό να εγγυάται, πάντως, ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν ιδανικά.
Οι ΑΕΚτζήδες κάποτε… διέλυσαν το αεροδρόμιο για τον Ντράγκαν Τσίριτς αλλά αυτός δεν διέλυσε κανέναν αντίπαλο, ενώ οι Ολυμπιακοί είχαν παρανοήσει για τον Ζλάτκο Ζάχοβιτς, αλλά σύντομα είδαν ότι ήταν παρανοϊκός ο ίδιος.
Έχουμε δει, επομένως, μεγάλα ονόματα να έρχονται στην Ελλάδα αλλά να μην πιάνουν, έχουμε δει όμως και μεγάλα ονόματα να έρχονται στην Ελλάδα και να τους θυμόμαστε ευχάριστα. Όπως τους παρακάτω δέκα, έχοντας ενδεχομένως αδικήσει και κάποιους που θα έπρεπε να βρίσκονται στη λίστα…
Ντούσαν Μπάγεβιτς: Επηρέασε όσο λίγοι, είτε θετικά είτε αρνητικά, την ιστορία της ΑΕΚ με την οποία ταυτίστηκε, αν και πέρασε και από Ολυμπιακό, ΠΑΟΚ και Άρη. Ο Βόσνιος είναι ίσως ο σημαντικότερος προπονητής που πέρασε από το ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά ήταν εξίσου σημαντικός και ακόμη μεγαλύτερη αξία ως ποδοσφαιριστής.
Βασικός σέντερ φορ της εθνικής Γιουγκοσλαβίας, με την οποία είχε πετύχει και χατ-τρικ σε αγώνα του Μουντιάλ 1974 κόντρα στο Ζαΐρ, ο Μπάγεβιτς υπέγραψε στην Ένωση το καλοκαίρι του 1977. Υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες μεταγραφές του Λουκά Μπάρλου και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα χάριζε πολλές όμορφες στιγμές στους οπαδούς των κιτρινόμαυρων, με την τεχνική του, το ευθυτενές στυλ του και τα 65 γκολ σε 106 παιχνίδια.
Βέλιμιρ Ζάετς: Το καλοκαίρι του 1984 ο Παναθηναϊκός ανακοίνωσε την απόκτηση του ηγέτη της Ντιναμό Ζάγκρεμπ και ενός εκ των καλύτερων Γιουγκοσλάβων ποδοσφαιριστών, ο οποίος πολλές φορές ήταν αρχηγός της εθνικής ομάδας της -τότε- χώρας του. Ο Ζάετς παρέμεινε για τέσσερα χρόνια στους πράσινους αλλά ήταν αρκετά για να αφήσει αναμνήσεις για πολλά περισσότερα, αφού η κλάση του ξεχώριζε αμέσως.
Μέσος που μπορούσε να παίξει και στην άμυνα, ο «λαγός», όπως ήταν το προσωνύμιο του, έπαιζε πάντα με το κεφάλι ψηλά και με ένα αρχοντικό στυλ, το οποίο είχαν ελάχιστοι από όσους πέρασαν από τα ελληνικά γήπεδα. Κατέκτησε πρωτάθλημα, κύπελλα και έζησε και τη μεγάλη πορεία ως τους «4» του κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1985.
Λάγιος Ντέταρι: «Λάγιος ο Θεός, Λάγιος ισχυρός…», έλεγε η… προσευχή των οπαδών του Ολυμπιακού το 1988, καθώς ετοιμάζονταν να υποδεχθούν τον Ούγγρο άσο. Και πώς τον υποδέχθηκαν…! Η λαοθάλασσα μπροστά από το δημαρχείο του Πειραιά, όπου υπολογίζεται ότι βρέθηκαν περισσότεροι από 50.000 κόσμου, τα λέει όλα για την παράνοια που είχε προκαλέσει η μεταγραφή του, η οποία φυσικά δεν πέρασε απαρατήρητη στην Ευρώπη.
Έχοντας κατακτήσει το κύπελλο Γερμανίας με την Άιντραχτ Φρανκφούρτης, ο Ντέταρι αποτελούσε μεταγραφικό στόχο της Μπολόνια -μιλάμε για χρόνια που στην κάθε επαρχιακή ομάδα της Ιταλίας έπαιζαν μεγάλα ονόματα- αλλά ο Γιώργος Κοσκωτάς έκανε την υπέρβαση και τον έφερε στον Πειραιά δίνοντας 3 δισ. δραχμές στους Γερμανούς!
Ενδεχομένως και με τη βοήθεια της τράπεζας Κρήτης, θα πει κάποιος… Όπως και να έχει, ο Μαγυάρος άσος έμεινε για δύο χρόνια στους ερυθρόλευκους, πανηγυρίζοντας και την κατάκτηση του κυπέλλου του 1990.
Όλεγκ Προτάσοφ: Οι Ουκρανοί τον αντιμετωπίζουν ακόμη και σήμερα ως έναν ποδοσφαιρικό θρύλο τους και δεν έχουν άδικο, αν σκεφτούμε ότι μιλάμε για έναν ποδοσφαιριστή που υπήρξε ο 2ος σκόρερ στην ιστορία της εθνικής ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης, πίσω μόνο από τον Όλεγκ Μπλαχίν. Αυτόν με τον οποίο, τελικά, θα συνεργαζόταν στον Ολυμπιακό.
Το καλοκαίρι του 1990 ο Λάγιος Ντέταρι έφευγε και ο Όλεγκ Προτάσοφ ερχόταν στον Πειραιά, μαζί με τους Γιούρι Σάβιτσεφ και Γκενάντι Λιτόφτσενκο. Καλοί κι αυτοί, αλλά ο Προτάσοφ ήταν άλλη κλάση και το έδειξε με τα 48 γκολ σε 83 εμφανίσεις ως ερυθρόλευκους, με την κατάκτηση του κυπέλλου και του Σούπερ Καπ το 1992, με τις ντρίμπλες του και τις στιγμές μαγείας που χάρισε στο παλιό Καραϊσκάκη.
Αλιόσα Ασάνοβιτς: Το καλοκαίρι του 1998 ο ποδοσφαιρικός πλανήτης τρελάθηκε βλέποντας την Κροατία να φτάνει ως τους ημιτελικούς του Μουντιάλ και εκεί να προηγείται με 1-0 της Γαλλίας, πριν χάσει τελικά με 2-1, από το γκολ του Νταβόρ Σούκερ μετά την εκπληκτική ασίστ του Αλιόσα Ασάνοβιτς.
Μαζί με τους Κροάτες, πανηγύριζαν και οι οπαδοί του Παναθηναϊκού, αφού πριν την έναρξη του παγκοσμίου κυπέλλου ο Γιώργος Βαρδινογιάννης είχε καταφέρει να τον ντύσει στα πράσινα. Ο Κροάτης, ο οποίος είχε περάσει και από την Ιταλία φορώντας τη φανέλα της Νάπολι, ήταν μεγάλο ποδοσφαιρικό μυαλό και αυτό το έδειχνε με τις εμπνεύσεις του και με το πώς άπλωνε το παιχνίδι της ομάδας του, μερικές φορές χωρίς να το καταλαβαίνουν ούτε οι συμπαίκτες του.
Δυστυχώς για τον ίδιο αλλά και για τον Παναθηναϊκό, όμως, τα προβλήματα τραυματισμού δεν του επέτρεψαν να δείξει όλη την αξία του στα δύο χρόνια που παρέμεινε στην Ελλάδα. Αξέχαστο, πάντως, έχει μείνει το show του στο τρελό 6-3 επί της Στεάουα Βουκουρεστίου στα προκριματικά του Champions League 1998-99.
Ζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα: Ο αγαπημένος «μάγος» των οπαδών του Ολυμπιακού και ένας από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές που αγωνίστηκαν ποτέ στην Ελλάδα. Βασικό στέλεχος της Μπαρτσελόνα αλλά και της εθνικής Βραζιλίας, το καλοκαίρι του 1999 ο Ζιοβάνι είπε «ναι» στην πρόταση του Σωκράτη Κόκκαλη και άφησε τη Βαρκελώνη για χάρη του Ολυμπιακού.
Τρέλανε τους οπαδούς των ερυθρόλευκων με την άφιξη του και μόνο αφού τον περίμεναν χιλιάδες στο αεροδρόμιο, τους απογείωσε με όσα έκανε κόντρα στη Ρεάλ Μαδρίτης στην πρεμιέρα του Champions League 1999-00, σε εκείνο το 3-3 του ΟΑΚΑ, τους… πέθανε με τον σοβαρό τραυματισμό του σε ένα ματς με τον Ηρακλή, με συνέπεια να μείνει εκτός δράσης για αρκετούς μήνες.
Όταν επέστρεψε, όμως, ήταν καλύτερος από ποτέ και μέχρι και το 2005, όταν ήρθε η ώρα να αποχωρήσει, φρόντισε να γίνει σύνθημα στα χείλη των οπαδών του Ολυμπιακού και εφιάλτης για αυτούς των αντιπάλων. Όπως και για τον τερματοφύλακα της Γαλατασαράι, Μοδραγόν, τον οποίο «ξεφτίλισε» στο 3-0 της Ριζούπολης τη σεζόν 2003-04.
Πάουλο Σόουζα: Αναδείχθηκε καλύτερος ξένος του Campionato το 1995, πανηγυρίζοντας με τη Γιουβέντους το πρώτο πρωτάθλημα μετά από εννιά χρόνια. Το 1996 έγινε πρωταθλητής Ευρώπης με την Κυρία, το 1997 κατέκτησε δεύτερο σερί Champions League ως παίκτης της Μπορούσια Ντόρτμουντ πια και το καλοκαίρι του 2000 ντύθηκε στα πράσινα!
Η μεταγραφή του Πορτογάλου χαφ είναι μία από τις σπουδαιότερες στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, αφού μιλάμε για έναν ποδοσφαιριστή σπάνιας κλάσης, όπως μπορεί να επιβεβαιώσει και ο Εντβιν Φαν Ντερ Σαρ, ο οποίος… εκτέθηκε από τον Σόουζα σε εκείνο το εκπληκτικό 3-1 του Παναθηναϊκού επί της Γιουβέντους τον Νοέμβριο του 2000.
Τα προβλήματα τραυματισμών, όμως, δεν του επέτρεπαν να προσφέρει όλα όσα μπορούσε, αλλά και πάλι το πέρασμα του από την Ελλάδα κρίνεται ως θετικό, χαρίζοντας σε μια ελληνική ομάδα μία από τις σημαντικότερες νίκες-προκρίσεις και… μαθαίνοντας ποδόσφαιρο, όπως έχουν παραδεχθεί οι ίδιοι, στους Άγγλο Μπασινά και Γιώργο Καραγκούνη.
Κάρλος Γκαμάρα: Ηγέτης και αρχηγός της εθνικής Παραγουάης, ήταν στην κορυφαία 11άδα του Μουντιάλ 1998, ξεχώρισε στην Ατλέτικο Μαδρίτης και το καλοκαίρι του 2001 απάντησε θετικά στην πρόταση της ΑΕΚ! Δεν είμαστε σίγουροι ότι ο Μάκης Ψωμιάδης ήξερε σε απόλυτο βαθμό πόσο μεγάλη μεταγραφή είχε κάνει, αλλά είναι σίγουρο ότι ένα χρόνο μετά, όταν ο Παραγουανός αμυντικός έπαιρνε μεταγραφή στην Ίντερ, κατάλαβε κι αυτός ότι θα έλειπε από την ομάδα. Και έλειψε.
Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, άλλωστε, από τη στιγμή που μιλάμε για έναν απόλυτα εγκεφαλικό κεντρικό αμυντικό, ο οποίος ήξερε να διαβάζει το παιχνίδι όσο λίγοι και να τελειώνει τις φάσεις στο ξεκίνημα τους. Κρίμα, πραγματικά, που δεν έμεινε περισσότερο στην Ελλάδα, αλλά το γεγονός ότι έφυγε από εδώ για να πάει στην Ιταλία και στην Ίντερ, τα λέει όλα τόσο για την αξία του όσο και για το πόσο καλή σεζόν έκανε ως κιτρινόμαυρος.
Ριβάλντο: «Κόκκαλη, Κόκκαλη σε παρακαλώ φέρε τον Ριβάλντο στον Ολυμπιακό», τραγουδούσαν οι οπαδοί των ερυθρόλευκων αποθεώνοντας τον τότε πρόεδρο της ομάδας τους, στη φιέστα για την κατάκτηση του πρωταθλήματος του 2003. Και αυτός, ένα χρόνο μετά, θα έκανε την επιθυμία τους πραγματικότητα!
Έμοιαζε τρελό, απίστευτο ή ό,τι άλλο θέλει ο καθένας, αλλά ήταν αλήθεια: Ο ποδοσφαιριστής που ήταν βασικότατος στη Βραζιλία που κατέκτησε το Μουντιάλ 2002 και έφτασε ως τον τελικό το 1998, ο μπαλαδόρος που τρέλαινε επί μια 5ετία τους οπαδούς της Μπαρτσελόνα, ο νικητής της Χρυσής Μπάλας το 1999, ήρθε στην Ελλάδα το 2004 και φόρεσε τα ερυθρόλευκα, με τα οποία κατέκτησε τρία πρωταθλήματα και δύο κύπελλα σε τρία χρόνια, πριν υπογράψει στην ΑΕΚ το καλοκαίρι του 2007.
Στην Ένωση παρέμεινε για μόλις ένα χρόνο αλλά έκανε και εκεί τη διαφορά, χαρίζοντας και μια ξεχωριστή φωτογραφία δείχνοντας τα τέσσερα δάχτυλα του μετά το 4-0 της Ένωσης επί του Ολυμπιακού, από τον οποίο έφυγε με πολύ άσχημο τρόπο λόγω των διαφορών του με τον Κόκκαλη.
Πάμπλο Γκαρσία: Ξέρετε πολλούς ποδοσφαιριστές που να έχουν περάσει από Μίλαν και Ρεάλ Μαδρίτης πριν έρθουν στην Ελλάδα; Ο Ουρουγουανός χαφ το έκανε αυτό, για να εξελιχθεί τελικά σε είδωλο των οπαδών του ΠΑΟΚ. Της ομάδας, ενδεχομένως, που του ταίριαζε περισσότερο από όλες.
Σκληρός ή και αντιαθλητικός, πολλές φορές, στο παιχνίδι του, με δηλώσεις που έφτιαχναν τον κόσμο, ο Πάμπλο Γκαρσία εξελίχθηκε σε κάτι σαν… σύμβολο επανάστασης για τους Θεσσαλονικείς κόντρα «στο κατεστημένο της Αθήνας» και τίμησε και με το παραπάνω το συμβόλαιο του μέχρι και το καλοκαίρι του 2014, όταν ήρθε και το τέλος.
Για λίγο, όμως, αφού ο Ουρουγουανός θα επέστρεφε στη συνέχεια στον ΠΑΟΚ για να αναλάβει τη θέση του προπονητή στην ομάδα Κ20 του συλλόγου, γνωρίζοντας ακόμη την αποθέωση από τον κόσμο σε κάθε παιχνίδι ή σε κάθε δημόσια εμφάνιση του, λέγοντας πάντα αυτά που θέλει να ακούσει ο ΠΑΟΚτζής. Ή και αυτά που πιστεύει όντως, αφού ΠΑΟΚτζής είναι κι αυτός πλέον.