Μεγάλες παραμένουν οι δαπάνες των Ελλήνων για αγορά φαρμάκων


Η δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη για φάρμακα στην Ελλάδα μειώθηκε στα 198 ευρώ το 2017 από 430 ευρώ το 2009, απέχοντας σημαντικά από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε., ο οποίος είναι 310 ευρώ.

Υψηλές δαπάνες για την προμήθεια φαρμακευτικών και άλλων υγειονομικών αναλώσιμων (π.χ. οροί, επίδεσμοι) πληρώνουν οι Ελληνες ασθενείς, με την Ελλάδα να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. όσον αφορά την ιδιωτική κατά κεφαλήν δαπάνη για το 2017.

Η υψηλή ιδιωτική κατά κεφαλήν δαπάνη της χώρας μας οφείλεται τόσο στη συμμετοχή της ίδιας της φαρμακοβιομηχανίας στη χρηματοδότηση των δαπανών υγείας, όσο και στην επιβάρυνση των ίδιων των ασθενών, οι οποίοι καλύπτουν ένα μέρος των φαρμάκων από την τσέπη τους.

Η επιβάρυνση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό τόσο στη δραστική μείωση του δημόσιου προϋπολογισμού στα χρόνια των μνημονίων, όσο και στο υψηλό κόστος των φαρμάκων, λόγω της χαμηλής διείσδυσης των γενοσήμων, δηλαδή των οικονομικότερων φαρμάκων, στην ελληνική αγορά. Αλλωστε, τόσο η πολυφαρμακία όσο και η διαρκώς χαμηλή διείσδυση των γενοσήμων στην Ελλάδα (34,3% μερίδιο αγοράς σε όγκο έναντι 51,8% στην Ισπανία και 61,5% ο μέσος όρος της Ε.Ε.) αποτελούν διαχρονικά φαινόμενα στον κλάδο υγείας.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης «Η φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα: γεγονότα και στοιχεία 2019 και η συμβολή του κλάδου του φαρμάκου στην ελληνική οικονομία», που εκπόνησε το ΙΟΒΕ σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, η ιδιωτική κατά κεφαλήν δαπάνη στην Ελλάδα ανήλθε το 2017 στα 170 ευρώ, όταν ο μέσος όρος των 22 χωρών της Ε.Ε. –για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία– διαμορφώνεται στα 132 ευρώ. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 7η θέση στη σχετική κατάταξη με την Ισπανία να προηγείται (171 ευρώ) και τη Σουηδία να θεωρείται ο απόλυτος πρωταθλητής στην ιδιωτική κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας (239 ευρώ). Αντίθετα, ο μέσος όρος των χωρών του Νότου αγγίζει τα 164 ευρώ.

Στον αντίποδα, σημαντικά συμπιεσμένη είναι η δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας, η οποία συνεχίζει να απέχει σημαντικά όχι μόνο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο αλλά και από τον μέσο όρο των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, των οποίων τα συστήματα υγείας –σε γενικές γραμμές– συγκλίνουν με το δικό μας.

Ετσι, στην Ελλάδα, η δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη για φαρμακευτικά και άλλα υγειονομικά αναλώσιμα μειώθηκε στα 198 ευρώ το 2017 από 430 ευρώ το 2009, απέχοντας σημαντικά από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. ο οποίος διαμορφώνεται στα 310 ευρώ.

Οπως επισήμανε κατά την ομιλία του και ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ, Ολύμπιος Παπαδημητρίου, στην Ελλάδα η συνολική εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη εκτιμάται ότι για το 2019 ήταν 3,9 δισ. ευρώ (εκ των οποίων μόλις το 1,945 δισ. αποτελεί δημόσια χρηματοδότηση).

Το ποσό των περίπου 2 δισ. καλύπτεται από τους ασθενείς στον ιδιωτικό τομέα, με το μεγαλύτερο μέρος να επωμίζεται ο φαρμακευτικός κλάδος, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων (clawback, rebate) που καταβάλλει. Ο κ. Παπαδημητρίου εκτίμησε ότι το συνολικό ποσό της υπερφορολόγησης των φαρμακευτικών επιχειρήσεων θα αγγίξει τα 2 δισ. ευρώ φέτος, υπενθυμίζοντας πως ήδη για το πρώτο τρίμηνο του 2020, το clawback του ΕΟΠΥΥ παρουσιάζει αύξηση 46% σε σχέση με το 2019.

kathimerini.gr