Μικρότερη εξάρτηση από τουρισμό και μικρές επιχειρήσεις ζητεί ο ΣΕΒ


Η χώρα μας, τονίζει ο ΣΕΒ, αναδείχθηκε ως μία από τις πιο ευάλωτες χώρες της Ευρωζώνης, λόγω της χαμηλής παραγωγικότητας της οικονομίας (μικρές επιχειρήσεις, υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολουμένων, υπερβολική εξάρτηση από τον τουρισμό και το εμπόριο) και των δυσμενών μακροπρόθεσμα δημογραφικών προοπτικών.

Σε αναδιάρθρωση του παραγωγικού της προτύπου, έτσι ώστε να μην εξαρτάται σε τόσο μεγάλο βαθμό, όσο σήμερα, από τον τουρισμό και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που την καθιστούν ευάλωτη, υποστηρίζει ο ΣΕΒ ότι πρέπει να προχωρήσει η χώρα στη μετά κορωνοϊό εποχή. Στην κατεύθυνση αυτή, υποστηρίζει ότι πρέπει να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις και να μειωθεί το μη μισθολογικό και το ενεργειακό κόστος. Στο μηνιαίο δελτίο του περιγράφει το βαρύ πλήγμα που δέχεται η οικονομία της χώρας, επισημαίνοντας τις διαφορές στις εκτιμήσεις μεταξύ της Κομισιόν και της κυβέρνησης, και προειδοποιεί: «Εάν τα πράγματα εξελιχθούν όπως προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (υπερδιπλάσια μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης) τότε πρέπει η κυβέρνηση να λάβει μέτρα συμβατά με μια πολύ μεγαλύτερη της προβλεπόμενης ύφεση. Και στον βαθμό που η δημοσιονομική πολιτική αδυνατεί να σηκώσει το βάρος της αντιστάθμισης μιας τόσο βαριάς ύφεσης, η οικονομική πολιτική πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία στην επιδίωξή της να προστατεύσει την απασχόληση, με όσο το δυνατόν μικρότερες απώλειες εισοδήματος».

Με άλλα λόγια, ο ΣΕΒ αναδεικνύει τη σημασία της «ευελιξίας» για τη διατήρηση της απασχόλησης, καθώς αναγνωρίζει ότι οι δυνατότητες του κρατικού προϋπολογισμού είναι περιορισμένες σε σχέση με άλλες χώρες. Η κυβέρνηση κινείται ήδη σε αυτή την κατεύθυνση με το μέτρο της στήριξης των αμοιβών όσων εργαζομένων μεταπέσουν σε καθεστώς μειωμένης απασχόλησης, λόγω κρίσης. Μέτρο που θα χρηματοδοτηθεί από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα Sure, το οποίο αναμένεται να συζητήσουν σήμερα οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης. Ευελιξία και μεταρρυθμίσεις θεωρεί, άλλωστε, ο ΣΕΒ ότι πρέπει να χαρακτηρίζουν την πολιτική που θα ακολουθηθεί μετά τον κορωνοϊό για την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου. Οπως τονίζει, «η Ελλάδα, έχοντας πλέον εφόδιο την πολύ θετική εικόνα που έχει δημιουργηθεί για τη χώρα στο μέτωπο της υγειονομικής κρίσης, αλλά και την πρωτοφανή ευελιξία που έδειξε κατά την προσαρμογή στα νέα δεδομένα, μπορεί να κάνει μια σοβαρή προσπάθεια αναδιάρθρωσης του παραγωγικού της προτύπου, στην κατεύθυνση της πολυδιάστατης και βιώσιμης ανάπτυξης, προσελκύοντας τις αντίστοιχες επενδύσεις. Αυτή η προσπάθεια απαιτεί μεταξύ άλλων μειώσεις του μη μισθολογικού και του ενεργειακού κόστους, όμως πάνω απ’ όλα απαιτεί συστηματικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να αποκτήσουμε μια εκσυγχρονισμένη και ευέλικτη διοίκηση, αλλά και δημόσιες επενδύσεις που θα ενισχύσουν τις υποδομές και τις δεξιότητες που χρειαζόμαστε στην ψηφιακή εποχή».

Σημειώνεται ότι στην κυβέρνηση επικρατεί προβληματισμός ως προς το πότε πρέπει να προχωρήσει η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, και δεδομένης της μεγάλης δημοσιονομικής πίεσης εξετάζεται να επιδιωχθεί η χρηματοδότηση του μέτρου από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε., εφόσον εγκριθεί. Το δελτίο που συντάσσει ο Τομέας Μακροοικονομικής Ανάλυσης και Ευρωπαϊκής Πολιτικής του ΣΕΒ (επικεφαλής οικονομολόγος Μιχάλης Μασουράκης) επισημαίνει ότι η συνολική απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ για το 2020 και 2021, θα φτάσει τις 10 ποσοστιαίες μονάδες, με βάση τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Σημειώνει ότι είναι άγνωστη η επίδραση του κορωνοϊού στη βιωσιμότητα του χρέους και τονίζει ότι τα ταμειακά διαθέσιμα που χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των αναγκών πρέπει να αναπληρώνονται με νέο δανεισμό. Η χώρα μας, τονίζει το δελτίο, αναδείχθηκε ως μία από τις πιο ευάλωτες χώρες της Ευρωζώνης, λόγω της χαμηλής παραγωγικότητας της οικονομίας μας (μικρές επιχειρήσεις, υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολουμένων, υπερβολική εξάρτηση από τον τουρισμό και το εμπόριο) και των δυσμενών μακροπρόθεσμα δημογραφικών προοπτικών. «Παράλληλα, στη μετά κορωνοϊό εποχή δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο η προσπάθεια προσέλκυσης διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων, λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί η αλλαγή καταναλωτικών προτύπων, εργασιακών συνθηκών, η διάθεση για ανάληψη επενδυτικού κινδύνου κ.ο.κ.».

kathimerini.gr