Μειώνονται οι προθεσμιακές λόγω αρνητικών αποδόσεων
Μοναδική λύση για τους καταθέτες δείχνουν τα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν είτε σε κρατικά είτε σε εταιρικά ομόλογα χωρών και επιχειρήσεων του εσωτερικού ή του εξωτερικού, μέσα από συνδυαστικές δυνατότητες.
Ποδαρικό τη νέα χρονιά με νέα πτώση των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις έκαναν οι τράπεζες, μειώνοντας την ονομαστική απόδοση στο 0,20% περίπου από 0,30%-0,40% που ήταν κοντά στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς. Καθοδική πορεία ακολουθούν την ίδια στιγμή και οι εγγυημένες αποδόσεις σε εναλλακτικές τοποθετήσεις, όπως είναι τα ασφαλιστικά προϊόντα εγγυημένου επιτοκίου, τα οποία έχουν περιορισμένο ορίζοντα ύπαρξης ακόμη, καθώς η μία μετά την άλλη οι ασφαλιστικές εταιρείες καταργούν παρόμοια προγράμματα και στρέφουν τους πελάτες τους σε αμιγώς επενδυτικά προγράμματα, γνωστά ως unit linked.
Το νέο περιβάλλον στα επιτόκια, όπως αυτό διαμορφώνεται και στη χώρα μας τη νέα χρονιά, καθιστά ουσιαστικά αρνητικές τις αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων εάν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός που διαμορφώνεται κοντά στο 0,5%, αλλά και ο φόρος του 15% που επιβάλλεται στους τόκους των προθεσμιακών καταθέσεων. Η τάση αυτή ερμηνεύει και τη μείωση των αποταμιεύσεων σε προθεσμιακές καταθέσεις που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα με την υποχώρηση των τοποθετήσεων των νοικοκυριών σε δεσμευμένους λογαριασμούς στα 43,6 δισ. ευρώ στο τέλος Νοεμβρίου του 2019 έναντι 44,5 δισ. ευρώ τον Νοέμβριο του 2018, παρά τη σταθερή άνοδο των καταθέσεων την ίδια περίοδο.
Οπως εξηγούν αρμόδια τραπεζικά στελέχη, οι μικρές διαφορές στα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων που εντοπίζονται μεταξύ των τραπεζών δεν συνιστούν ουσιαστική διαφοροποίηση και το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στη δυνατότητα για ανάλυση των αναγκών και των δυνατοτήτων του πελάτη, ανάλογα με την οικονομική και οικογενειακή κατάσταση και την πρόθεση ανάληψης ρίσκου. Σε κάθε περίπτωση πάντως η προοπτική επίτευξης ικανοποιητικών αποδόσεων για ένα μέσο επίπεδο αποταμίευσης της τάξης των 10.000-30.000 ευρώ δεν μπορεί να ξεπερνάει το 2% ή 3% και προϋποθέτει την ανάληψη επενδυτικού ρίσκου, ενώ για μικρά ποσά οι δυνατότητες είναι περιορισμένες και εξαντλούνται στη δυνατότητα σταθερής αποταμίευσης και τη δημιουργία ενός «κουμπαρά» για το μέλλον.
Η νέα υποχώρηση στα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων είχε προεξοφληθεί από τις τράπεζες ως επακόλουθο των αρνητικών επιτοκίων που ισχύουν σε μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, αλλά και γενικότερα των αρνητικών αποδόσεων που έχουν διαμορφωθεί τον τελευταίο χρόνο στις επενδύσεις σταθερού εισοδήματος, όπως τα ομόλογα. Η επεκτατική πολιτική της κεντρικής τράπεζας, στο πλαίσιο της προσπάθειας για την αποφυγή της ύφεσης στην Ευρωζώνη, μέσω του νέου προγράμματος QE, έχει συμπαρασύρει σε δραματική πτώση των αντίστοιχων αποδόσεων και είναι χαρακτηριστικό ότι σε ιστορικά χαμηλά κινούνται οι αποδόσεις των κρατικών τίτλων, με το 70% των κρατικών ομολόγων στην Ευρωζώνη να έχει αρνητική απόδοση. Σε «ελληνικό έδαφος», το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων εξάμηνης διάρκειας διαμορφώθηκε στην τελευταία έκδοση στις 31 Δεκεμβρίου σε μηδενικό επίπεδο –είχε προηγηθεί μια έκδοση με αρνητικό επιτόκιο–, ενώ η 5ετία έχει υποχωρήσει στο 0,488% και η 10ετία στο 1,405%.
Αντιμέτωπες με αυτές τις συνθήκες οι τράπεζες προτείνουν επενδυτικές επιλογές χαμηλού, μεσαίου ή μεγαλύτερου ρίσκου, ανάλογα με το διαθέσιμο εισόδημα κάθε πελάτη και το οικονομικό του προφίλ. Σε κάθε περίπτωση μοναδική λύση δείχνουν τα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν είτε σε κρατικά είτε σε εταιρικά ομόλογα χωρών και επιχειρήσεων του εσωτερικού ή του εξωτερικού, μέσα από συνδυαστικές δυνατότητες. Στη βάση αυτή η ασφάλεια των τοποθετήσεων σε 10ετή γερμανικά ομόλογα «προσφέρει» αρνητική απόδοση -0,28%, ενώ το αντίστοιχο ιταλικό ομόλογο έχει απόδοση 1,38%. Ανάλογα με την επενδυτική διάθεση και το διαθέσιμο εισόδημα οι τοποθετήσεις σε κρατικούς τίτλους μπορούν να συνδυαστούν με τοποθετήσεις σε εταιρικά ομόλογα, οι αποδόσεις των οποίων διαμορφώνονται έως 3%, εξασφαλίζοντας μια μέση απόδοση που δεν θα ξεπερνάει το 2%.
Χρονιά των προϊόντων unit linked το 2020
Η φυγή των τραπεζών από τις θετικές αποδόσεις συνοδεύεται και από τη μαζική έξοδο των ασφαλιστικών εταιρειών από τα εγγυημένα επιτόκια των προγραμμάτων αποταμίευσης. Η μία μετά την άλλη οι ασφαλιστικές εταιρείες είτε έχουν μειώσει στο επίπεδο πλέον του 1% τα εγγυημένα επιτόκια των αντίστοιχων προγραμμάτων από 1,5%-2% που ήταν έως τα τέλη του 2019, είτε έχουν καταργήσει τα προγράμματα αυτά και από τη νέα χρονιά προσφέρουν μόνο επενδυτικά προϊόντα χωρίς εγγυημένη απόδοση. Η εγγυημένη απόδοση –σε όποιες περιπτώσεις δεν έχει ακόμη καταργηθεί– είναι η ονομαστική και όχι η πραγματική, στον βαθμό που όλα τα ασφαλιστικά προϊόντα επιβαρύνονται με διαχειριστικά έξοδα, που απομειώνουν ένα μικρό κομμάτι του επενδεδυμένου κεφαλαίου, συνήθως έως 2%, και κατά κανόνα επιβάλλονται στα πρώτα χρόνια της ασφάλισης. Σε αυτό ενσωματώνεται και το κόστος της ασφάλισης, δηλαδή το κόστος για την ασφάλιση ζωής που μπορεί να συνοδεύει το προϊόν.
Εκπρόσωποι τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών εξηγούν ότι «το 2020 είναι η χρονιά των προϊόντων unit linked, δηλαδή των αμιγώς επενδυτικών προγραμμάτων, τα οποία δεν έχουν καμία εγγύηση –στις περισσότερες περιπτώσεις ούτε εγγύηση κεφαλαίου– και ο ασφαλισμένος φέρει εξ ολοκλήρου τον επενδυτικό κίνδυνο». Σε μια προσπάθεια, ωστόσο, να άρουν την αυξημένη αβεβαιότητα, ορισμένες, μεγάλες κυρίως ασφαλιστικές εταιρείες, εισάγουν στην αγορά επενδυτικά προϊόντα που έχουν «κατώφλι» στην ενδεχόμενη ζημία. Πρόκειται για unit linked νέας γενιάς που εγγυώνται ότι ένα κεφάλαιο, π.χ. 1.000 ευρώ δεν μπορεί να πέσει κάτω των 950 ευρώ, αλλά πάντα προϋπόθεση είναι η διατήρηση του συμβολαίου για μακρύ χρονικό διάστημα, δηλαδή για 10, 15 ή και 20 χρόνια μέχρι τη λήξη της ασφάλισης.