Μειώθηκε θεαματικά κατά 76% το κόστος δανεισμού του Δημοσίου
Η επιστροφή της απόδοσης του 10ετούς ελληνικού ομολόγου κάτω από το 1% για πρώτη φορά μετά σχεδόν έξι μήνες και μία ανάσα από τα ιστορικά χαμηλά που κινούνταν προ πανδημίας αποτελεί αδιαμφισβήτητα ψήφο εμπιστοσύνης των επενδυτών προς την Ελλάδα και μία σημαντική ένδειξη για τις προοπτικές της οικονομίας μεσοπρόθεσμα. Μπορεί η ελληνική οικονομία να εκτιμάται ότι θα σημειώσει από τις βαθύτερες υφέσεις στην Ευρωζώνη στο β΄ τρίμηνο αλλά και στο σύνολο του 2020, ωστόσο οι αγορές δείχνουν πως το σοκ που βιώνει η Ελλάδα είναι προσωρινό, αποτιμώντας βελτίωση των προοπτικών και ταχεία ανάκαμψη από την τρέχουσα κρίση.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι την ίδια στιγμή όλη η ελληνική καμπύλη κινείται με ρυθμούς… ρεκόρ, με τις αποδόσεις στο 5ετές, το 7ετές και το 15ετές ομόλογο να διαμορφώνονται σε ιστορικά χαμηλά, ενώ την περασμένη εβδομάδα η Ελλάδα δανείστηκε μέσω των εντόκων τριών μηνών με αρνητικό επιτόκιο.
Ο ισχυρός σύμμαχος που έχει η Ελλάδα από τα μέσα περίπου του Μαρτίου, το έκτακτο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ, σίγουρα έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη «βουτιά» της τάξεως του 76% που έχει σημειώσει το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου από τον Μάρτιο –όπως αυτό αποτυπώνεται στις αποδόσεις των 10ετών ομολόγων– και από το 4,1% στα όρια του 1%. Οπως σημείωσε πρόσφατα η Fitch, σημαντικό «όπλο» της Ελλάδας, και κατά συνέπεια των ελληνικών ομολόγων, είναι η στήριξη από το PEPP μέσω του οποίου η ΕΚΤ μπορεί να αγοράσει συνολικά τίτλους 27 δισ. ευρώ ή 16% του ελληνικού ΑΕΠ (θυμίζουμε έως τα τέλη Ιουλίου έχει αγοράσει ήδη περίπου 10 δισ. ευρώ). Αυτό παρέχει μια σημαντική πρόσθετη πηγή ευελιξίας χρηματοδότησης για τη χώρα και θα συμβάλει στη διατήρηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους σε χαμηλά επίπεδα.
Παράλληλα, το «πράσινο φως» που έχει δώσει η κεντρική τράπεζα από τον Μάρτιο για την απεριόριστη αύξηση των θέσεων των ελληνικών τραπεζών στα ελληνικά ομόλογα, έχει επίσης δημιουργήσει μία περαιτέρω πηγή στήριξης των κρατικών τίτλων. Σύμφωνα με τον Σεμπάστιεν Γκάλι, στρατηγικό αναλυτή της Nordea Asset Management ο οποίος όπως σημειώνει στην «Κ» παραμένει θετικός για τα ελληνικά ομόλογα, η άρση αυτού του περιορισμού που είχαν οι ελληνικές τράπεζες επί πέντε χρόνια, έχει συμβάλει στην αποκλιμάκωση των ελληνικών αποδόσεων.
Φυσικά, εκτός από την ΕΚΤ σημαντική στήριξη δέχεται η αγορά ομόλογων και από τη συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε., με την Ελλάδα να αναμένεται να είναι από τους περισσότερο ωφελημένους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της JP Morgan, η Ελλάδα θα λάβει κεφάλαια σε επιχορηγήσεις και δάνεια ύψους 17% του ΑΕΠ της.
Ωστόσο, τα πλεονεκτήματα των ελληνικών ομολόγων δεν σταματούν στη στήριξη των ευρωπαϊκών αρχών. Το ενδιαφέρον των διεθνών επενδυτών στις εκδόσεις που έχει προχωρήσει ο ΟΔΔΗΧ εν μέσω πανδημίας, δείχνει πως οι αγορές λαμβάνουν υπόψη και άλλους παράγοντες στο… κυνήγι των ελληνικών αποδόσεων που έχουν επιδοθεί εδώ και μήνες, και οι οποίοι και είναι καθαρά «ελληνικοί».
Ενας από αυτούς είναι οι ευνοϊκοί όροι που συνοδεύουν το ελληνικό χρέος, κάτι που κρατά χαμηλό το κόστος χρηματοδότησης της Ελλάδας. Οπως σημειώνει στην «Κ», ο Αντουάν Μπουβέ, στρατηγικός αναλυτής της ING, σίγουρα η δίδυμη στήριξη από ΕΚΤ και του Ταμείου Ανάκαμψης το οποίο και θα δώσει σημαντική δημοσιονομική ώθηση στην ελληνική οικονομία, αποτελεί σημαντικό όπλο για τα ελληνικά ομόλογα. Ωστόσο, αυτοί οι παράγοντες προσθέτουν στο πλεονέκτημα του ευνοϊκού προφίλ που έχει το ελληνικό χρέος (χαμηλά επιτόκια, μακρά ωρίμανση), γεγονός που σημαίνει ότι οι πιέσεις μπορούν εύκολα να εκμηδενιστούν.
Ενας άλλος σημαντικός παράγοντας που κάνει τα ελληνικά ομόλογα να ξεχωρίζουν είναι τα υψηλά ταμειακά αποθέματα της χώρας (στα 31,5 δισ. ευρώ αυτή τη στιγμή). Στόχος του οικονομικού επιτελείου και του ΟΔΔΗΧ είναι να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα έως στα τέλη του έτους, και κοντά στα 30 δισ. ευρώ, μέσω εκδόσεων ομολόγων και εντόκων, με τα κεφάλαια που αντλούνται από τις αγορές να αναπληρώνουν έτσι τα χρήματα που χρησιμοποιούνται από τα ταμειακά διαθέσιμα για τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης. Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα θα έχει ένα ισχυρό δίχτυ ασφαλείας για την «επόμενη μέρα» της κρίσης, ενώ θα είναι και η μόνη χώρα που θα βγει από αυτήν με τόσο μεγάλο «μαξιλάρι» ρευστότητας το οποίο και είναι αναγκαίο να διατηρηθεί έως ότου αποκτήσει «επενδυτική βαθμίδα», που δεν αναμένεται πριν το 2023.
Παράλληλα η Ελλάδα έχει επίσης το σημαντικό «ατού» των προοπτικών ένταξης στην επενδυτική βαθμίδα μεσοπρόθεσμα, κάτι που αποτιμούν και «αγοράζουν» οι επενδυτές.
Το φθινόπωρο νέα έξοδος στις αγορές
O κ. Αντουάν Μπουβέ.
Ραντεβού τον Σεπτέμβριο έχει κλείσει ο ΟΔΔΗΧ με τις αγορές, σύμφωνα με πληροφορίες, και προτού πλημμυρίσει η αγορά με νέες εκδόσεις από άλλες χώρες, με στόχο είτε μια νέα έκδοση είτε το «άνοιγμα» προηγούμενων εκδόσεων. Εως τώρα, έχουν αντληθεί 7,5 δισ. ευρώ από τρεις νέες εκδόσεις και ο οργανισμός σκοπεύει να αντλήσει έως 2 δισ. ευρώ επιπλέον, μέσω τουλάχιστον μιας έκδοσης.
Σύμφωνα με τον κ. Αντουάν Μπουβέ, το επόμενο comeback της Ελλάδας στις αγορές αναμένεται τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο. Καθώς οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης θα αρχίσουν να εκταμιεύονται το 2021, τονίζει, είναι λογικό η χώρα να προχωρήσει τους επόμενους μήνες σε νέες κινήσεις. Κατά τη Citigroup, η συνολική εκδοτική δραστηριότητα της Ελλάδας θα κινηθεί στα 11 δισ. ευρώ φέτος και έτσι αναμένει τον Σεπτέμβριο νέα έκδοση ή επανέκδοση τίτλου (15ετές ή 20ετές) για την άντληση 2 δισ. ευρώ και μια δεύτερη τον Νοέμβριο (έκδοση ή επανέκδοση 10ετούς) ύψους 1,5 δισ. ευρώ.
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως έως τώρα και στις εκδόσεις του ΟΔΔΗΧ που πραγματοποιήθηκαν εν μέσω πανδημίας εκδηλώθηκε ζωηρό επενδυτικό ενδιαφέρον από ξένα κεφάλαια. Βασικοί λόγοι γι’ αυτό το κλίμα εμπιστοσύνης είναι τα υψηλά ταμειακά αποθέματα του ελληνικού Δημοσίου και το έκτακτο πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ που παρέχει στήριξη στους εγχώριους τίτλους.