Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ἡ Ἐκκλησία στήν Τουρκοκρατία καί τήν Ἐθνεγερσία
Τό ἔτος πού διερχόμαστε, δηλαδή τό 2021, ἑορτάζουμε τήν ἐπέτειο τῶν 200 ἐτῶν ἀπό τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καί ἔχουν προσδιοριστεῖ πολλές ἐκδηλώσεις ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο καί ἀπό τήν Πολιτεία γιά νά μελετηθοῦν ὅλες οἱ πλευρές τῆς σημαντικῆς αὐτῆς Ἐπαναστάσεως.
Μιά σοβαρή πλευρά τοῦ ζητήματος εἶναι ἡ προσφορά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, πού κράτησε ἀναμμένη τήν δάδα τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παράδοσης, ἀλλά καί ἡ προσφορά της κατά τήν διάρκεια τῆς Ἐπαναστάσεως καί μετά ἀπό αὐτήν.
Δέν μποροῦν νά ἑρμηνευθοῦν τά γεγονότα τοῦ 1821, ἐάν δέν τά συσχετίσουμε μέ τήν «Πονεμένη Ρωμηοσύνη», ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Φώτης Κόντογλου, κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας.
Κατά τήν Τουρκοκρατία, πού ἦταν μιά μεγάλη δοκιμασία γιά τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, διαφυλάχθηκε ἡ ὀρθόδοξη πίστη, γιατί οἱ Χριστιανοί στηρίχθηκαν στίς πνευματικές τους δυνάμεις, ὅπως αὐτές εἶχαν ἀναπτυχθῆ καί καλλιεργηθῆ τούς προηγούμενους αἰῶνες. Θά ἐντοπισθοῦν μερικοί οὐσιαστικοί παράγοντες πού συνετέλεσαν στήν διατήρηση τῆς αὐτοσυνειδησίας καί τῆς ταυτότητος τοῦ Γένους.
Στήν συνέχεια θά τονισθοῦν μερικά ἐνδιαφέροντα σημεῖα, πού πρέπει νά ἔχουμε ὑπ’ ὄψη μας γιά νά ἑρμηνεύσουμε τά θέματα αὐτά, ὅπως ἡ Ἐθναρχοῦσα Ἐκκλησία, οἱ ἅγιοι καί τά μοναστικά κέντρα, ἡ παιδεία, ἡ «Ἑλληνική Νομαρχία», οἱ Νεομάρτυρες, οἱ φιλοκαλικοί Πατέρες – Κολλυβάδες, καί ἡ Ἐθνεγερσία τοῦ 1821.
1. Ἡ Ἐθναρχοῦσα Ἐκκλησία
Μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ὀθωμανούς, ἄρχισε μιά νέα περίοδος στήν μέχρι τότε Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. Ὁ Μωάμεθ ὁ Πορθητής, κατά τόν Ranciman, γνώριζε πολύ καλά τό τί προβλήματα καί δυσαρέσκειες εἶχε δημιουργήσει ἡ προσπάθεια μερικῶν δυτικοφρόνων νά ἐπιβληθῆ ἡ ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν μέ τήν Ρώμη καί γι’ αὐτό ἀνεζήτησε νά βρῆ τόν Γεώργιο-Γεννάδιο Σχολάριο, πού εἶχε ἀποσυρθῆ σέ Μονή καί ὁ ὁποῖος ἐξέφραζε τήν ὁμάδα τῶν ἀνθενωτικῶν καί τόν ἔπεισε νά δεχθῆ νά ἐκλεγῆ Πατριάρχης. Ἡ ἐνθρόνισή του ἔγινε τόν Ἰανουάριο τοῦ 1454 καί ὁ Μωάμεθ τοῦ δώρισε ἕναν καινούριο σταυρό, τόν περιέβαλε μέ τά ἐμβλήματα καί τοῦ εἶπε: «Ἔσο Πατριάρχης μέ καλή τύχη καί νά εἶσαι βέβαιος γιά τήν φιλία μας, καί γιά ὅλα τά προνόμια πού εἶχαν οἱ Πατριάρχες πρίν ἀπό σένα». Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος ἀνέλαβε νά σηκώση ἕναν μεγάλο σταυρό κατά τά ἑπόμενα χρόνια.
Ὁ Μωάμεθ ἐπέβαλε στό Ὀθωμανικό κράτος τό σύστημα τῶν μιλέτ, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο κάθε ἔθνος θά ἀσκοῦσε μιά διοίκηση, ὅπως τό ἐπιβάλλει ἡ θρησκεία του. Ἔτσι, ὁ Πατριάρχης θεωρήθηκε Ἐθνάρχης, ἀρχηγός τοῦ ρωμαίϊκου μιλιέτ. Τά Πατριαρχικά δικαστήρια εἶχαν δικαιοδοσία σέ ὅλες τίς ὑποθέσεις πού ἀφοροῦσαν τούς Ρωμηούς, ἤτοι τούς γάμους, τά διαζύγια, τίς ἐπιτροπεῖες τῶν ἀνηλίκων, τίς διαθῆκες καί τούς διαδόχους, ἐκδίκαζαν ἐμπορικές ὑποθέσεις ἄν οἱ διάδικοι ἦταν ὀρθόδοξοι. Δηλαδή, «τά πατριαρχικά δικαστήρια ἀπένεμαν δικαιοσύνη σύμφωνα μέ τόν κανονικό νόμο τῶν Βυζαντινῶν καί μέ τό ἀστικό καί ἐθιμικό βυζαντινό δίκαιο».
Ὁ Charles Frazee γράφει ὅτι ἡ ὀργάνωση τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων καί τῶν Χριστιανῶν μέσα στήν κοινωνική καί πολιτική διάρθρωση τοῦ Ὀθωμανισμοῦ ἔγινε βάσει τοῦ ἰσλαμικοῦ δικαίου καί τῆς ἰσλαμικῆς παράδοσης, ὁπότε «οἱ Χριστιανοί θά ἀποτελοῦσαν ἕνα μιλέτ, ἕνα “ἔθνος” ὑπό τή θρησκευτική καί πολιτική διοίκηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν τους ἡγετῶν». Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δέν ἦταν μόνον θρησκευτικός ἡγέτης ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά καί «ἡ κεφαλή τοῦ ἔθνους», δηλαδή ἕνας μιλέτ-μπασί, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑπεύθυνος ἐνώπιον τοῦ Σουλτάνου. Ἀκόμη, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι οἱ Κληρικοί καί λαϊκοί πού ἀσκοῦσαν τά ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα προέρχονταν ἀπό τήν ἑλληνική κοινότητα τῆς πρωτεύουσας πού εἶχε συγκεντρωθῆ στό Φανάρι, ἐξ οὗ καί ὀνομάσθηκαν Φαναριῶτες. Ἡ δύναμη τῶν Φαναριωτῶν πού ἄρχισε τόν 16ο αἰώνα, ἀναπτύχθηκε ἀκόμη περισσότερο στήν συνέχεια καί αὐτοί ἀπέκτησαν παντοδυναμία τόν 18ο αἰώνα. Αὐτό εἶχε σχέση καί μέ τήν «αὐξανόμενη ἑλληνοποίηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στά Βαλκάνια», ὅπως τό βλέπουμε κυρίως στίς Παραδουνάβειες Ἡγεμονίες.
Ὁ Gerhard Podskalsky (Γκέρχαντ Ποντσκάλσκυ) στό ἔργο του μέ τίτλο Ἡ ἑλληνική θεολογία ἐπί Τουρκοκρατίας, γράφει ὅτι ὁ Σουλτάνος Μεχμέτ Β΄ (Μωάμεθ ὁ Πορθητής) καθιέρωσε νέο νομικό καθεστώς, τό ὁποῖο οὐσιαστικά δέν ἄλλαξαν οἱ μετέπειτα Σουλτάνοι μέχρι τόν 19ο αἰώνα, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ἀντιμετώπισε τήν Ἐκκλησία ὡς διάδοχο τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων καί τῆς ἀνεγνώρισε «τήν νομική θέση θρησκευτικῆς κοινότητας». Βεβαίως, «πολλά μέτρα τοῦ κράτους δέν ἐπέτρεπαν στούς Ἕλληνες νά λησμονήσουν τή θέση τους ὡς λαοῦ ὑποτελοῦς».
Σημαντικές πληροφορίες γιά τό πῶς ζοῦσαν οἱ Ρωμηοί κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση καί διοίκηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί γενικά τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς δίνει ὁ Καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός στό βιβλίο του μέ τίτλο Τουρκοκρατία καί ὑπότιτλο Οἱ Ἕλληνες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Στό βιβλίο αὐτό βλέπουμε ἀναλυτικά τήν μεγάλη ἀξία τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, τῶν Ἐνοριῶν καί τῶν Ἱερῶν Μονῶν στήν ζωή τῶν ὑποδούλων Ρωμηῶν, τήν πολιτική δράση τῶν Φαναριωτῶν, τήν ἀνάπτυξη τῆς παιδείας μέ πρωτοβουλία τῆς Ἐκκλησίας, τό πρόβλημα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ καί τήν ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας σέ αὐτό καί γενικά τό πῶς ἡ Ρωμανία ἐπιβίωσε μέ τήν συμπαράσταση καί τήν πνευματική βοήθεια πού προσέφερε ἡ Ἐκκλησία.
Μέσα στά πλαίσια αὐτά τῆς ἐθναρχίας λειτουργοῦσαν οἱ Ρωμηοί καί κέντρο τῆς ρωμαίϊκης κοινότητας ἦταν ἡ Ἐκκλησία μέ τόν Ἐπίσκοπό της.
Ἄν διαβάση κανείς τούς Κανονισμούς μέ τούς ὁποίους διοικοῦνταν οἱ κατά τόπους Δημογεροντίες στίς τουρκοκρατούμενες περιοχές, ἰδίως μετά τόν 17ο αἰώνα, θά διαπιστώση τήν μεγάλη προσφορά τῶν Ἐπισκόπων στήν ὅλη διοικητική διάρθρωση τῶν ὑποδούλων Ρωμηῶν.
Ἔχω μελετήσει διεξοδικά καί ἔχω ἀναλύσει τόν Κανονισμό λειτουργίας τῆς Δημογεροντίας τῶν Βοδενῶν (Ἐδέσσης) καί διεπίστωσα τήν θέση πού κατεῖχε ὁ Μητροπολίτης στήν διοίκηση, τήν παιδεία καί τήν ὅλη λειτουργία της. Ὁ Καθηγητής Χαράλαμπος Παπαστάθης δημοσίευσε τέτοιους Κανονισμούς, στούς ὁποίους φαίνεται ὅτι κέντρο τῆς κοινότητας τῶν Ρωμηῶν ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος καί ἡ ὅλη ὀργανωτική δομή εἶχε κέντρο τήν Ἐκκλησία. Μάλιστα γράφει ὁ ἴδιος συμπερασματικά:
«Κύτταρο τῆς συλλογικῆς δράσης ἦταν ἡ ἐνορία-κοινότητα· οἱ κοινοτικές ἀρχές του ἀναδεικνύονταν μέ ψηφοφορία καί εἶχαν ἐπικεφαλῆς τόν ἐπιχώριο ἐπίσκοπο, δημιουργώντας ἔτσι τή γέφυρα ἀνάμεσα στή βυζαντινή μας παράδοση, πού ἐκφραζόταν στό πολιτικό-εθνικό πεδίο μέ τή Μεγάλη Ἰδέα, καί στά δημοκρατικά ἰδεώδη τῆς δεύτερης πεντηκονταετίας τοῦ εὐρωπαϊκοῦ 19ου αἰώνα· συνάμα συνιστοῦσαν τό ἰδανικώτερο, μέ τά μέτρα πάντοτε τῆς ἐποχῆς, σύστημα αὐτοδιοίκησης, –ἀνέφικτο πρότυπο ἀκόμη γιά τή σύγχρονή μας Ἑλλάδα. Ἡ πολιτική καί θρησκευτική κεφαλή, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἐκλεγόταν ἀπό μικτή συνέλευση κληρικῶν καί λαϊκῶν. Ἀμόλυντη ἀπό ξενικές ἐπιρροές ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία μπόρεσε, μολονότι ἐπιβίωνε σέ ἀλλόθρησκη και ἀπολυταρχική χώρα, νά συστήσει ἕνα ἑλληνοκεντρικό κρατικό μόρφωμα μέσα στόν κορμό τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, νά εἰσαγάγει –ἔστω σέ προδρομική μορφή– τήν ἀρχή τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας στήν ὀργάνωση τοῦ ποιμνίου της, νά τό συντηρήσει, ἀναπτύξει καί ἑτοιμάσει γιά τή μεγάλη ἐκείνη ὥρα τῆς Ἀνάστασης, πού ποιμένες καί ποιμαινόμενοι ὀνειρεύονταν νά λειτουργήσουν καί νά λειτουργηθοῦν στήν Ἁγιά-Σοφιά».
Ἔτσι δέν ἀλλοιώθηκε ἡ ταυτότητα τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παράδοσης καί τοῦ Γένους μας, παρά τίς διάφορες ξενοκρατίες πού περάσαμε καί τά τραγικά ἀποτελέσματά τους.
2. Ἅγιοι καί μοναστικά κέντρα
Σέ ὅλη τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία συναντοῦμε τήν μεγάλη σημασία καί σπουδαιότητα τῶν Μοναστηριῶν, μέσα στά ὁποῖα καλλιεργήθηκε ἡ ὀρθόδοξη θεολογία στήν πρακτική της ἐφαρμογή. Εἶναι γνωστόν ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς ἐνδόξου Ρωμηοσύνης στό Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας στήν Κωνσταντινούπολη δέν διδασκόταν ἡ θεολογία, ἀλλά ἡ θύραθεν ἐπιστήμη καί ἡ φιλοσοφία, διότι ὅποιος ἤθελε νά μάθη ὀρθόδοξη θεολογία πήγαινε στά Μοναστήρια, ὅπου ζοῦσαν ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι γνώριζαν τήν θεολογία ἐμπειρικῶς.
Ἔτσι, τά Ὀρθόδοξα Μοναστήρια καί κατά τήν Τουρκοκρατία ἀπέβησαν τά πνευματικά φροντιστήρια τοῦ ὀρθοδόξως καί θεολογικῶς ζῆν καί στήριξαν τόν λαό. Ἦταν, πράγματι, τά πνευματικά θεραπευτήρια πού βοήθησαν τόν λαό νά ζῆ ὀρθόδοξα καί νά πιστεύη ὀρθόδοξα. Ἄλλοτε λειτουργοῦσαν ὡς πνευματικοί μαγνῆτες πού εἵλκυαν τόν λαό πρός αὐτά καί ἄλλοτε ἦταν τά ὁρμητήρια ἀπό τά ὁποῖα, μέ τήν εὐλογία τῶν ἡγουμένων καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, ἐξέρχονταν ἐξαγιασμένοι μοναχοί καί ἐπιτελοῦσαν ἕνα θαυμαστό ἱεραποστολικό ἔργο, στήριζαν τόν λαό.
Στήν εἰσαγωγή τοῦ βιβλίου «Βίος καί πολιτεία Ἰακώβου τοῦ νέου ὁσιομάρτυρος» (ὑπό Πατέρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας τῆς Χρυσοποδαριτίσσης, εἰς Νεζερά Πατρῶν) γίνεται ἀναφορά σέ μερικά τέτοια πνευματικά μοναστικά κέντρα καί σέ θεοκίνητους Κληρικούς πού ἔζησαν τόν 16ον αἰώνα, τόν πρῶτο αἰώνα τῆς δουλείας καί ὑπῆρξαν πνευματικές ἑστίες πού ἔθρεψαν τόν λαό καί τόν κράτησαν στήν ὀρθόδοξη πίστη καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κοινό γνώρισμα ὅλων αὐτῶν ἦταν ὅτι ὑπήγονταν στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί συνδέονταν μέ τό Ἅγιον Ὄρος. Θά τούς ἀναφέρω περιληπτικῶς.
Ὁ ἅγιος Θεωνᾶς (+1541) προερχόταν ἀπό τήν Ἱερά Μονή Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους, ἔγινε ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, στήν Χαλκιδική, καί μετά Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
Ὁ ὅσιος Διονύσιος ἐν Ὀλύμπῳ (+1541) πού ἦταν ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, καί κτήτωρ δύο Μονῶν, τῆς Ἁγίας Τριάδος Ὀλύμπου καί τῆς Σούρβιας Πηλίου.
Ὁ ὅσιος Νικάνωρ (+1549) κτήτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τῆς Ζάβορδας, στήν Δυτική Μακεδονία, πού μετέφερε ἐκεῖ τό ἡσυχαστικό καί κοινοβιακό «πνεῦμα» τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ὁ ὅσιος Συμεών (+1594), κτήτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φλαμουρίου Πηλίου, πού λειτούργησε μέ βάση τόν ἀθωνιτικό μοναχισμό καί μετέφερε στήν περιοχή τό «πνεῦμα» αὐτό μέ τίς περιοδεῖες καί τίς ὁμιλίες του.
Ὁ ὅσιος Θεοφάνης ὁ Νέος (τέλη 16ου αἰῶνος) ἔζησε ἀσκητικά στό Ἅγιον Ὄρος καί στήν Σκήτη Βεροίας, καί δίδαξε τήν εὐσεβῆ πίστη στούς Χριστιανούς τῆς Μακεδονίας.
Πολλοί ἅγιοι ἔζησαν στίς ἀρχες τοῦ 16ου αἰῶνος στά Μετέωρα, ὅπου παρετηρεῖτο ἄνθηση τοῦ μοναχισμοῦ.
Οἱ ἅγιος Βησσαρίων Β΄ (+1540) Μητροπολίτης Λαρίσης, ὑπῆρξε κτήτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως Σωτῆρος-Δουσίκου, μέ τυπικό ἁγιορείτικο καί μεγάλη πνευματική παρουσία στήν περιοχή.
Ὁ ἅγιος Δαυίδ ἐν Εὐβοίᾳ (16ον αἰώνα) ἦταν ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βαρνακόβης Δωρίδος.
Τήν ἐποχή αὐτή παρατηρεῖται ἄνθηση τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ καί ὡς πρός τόν ἀριθμό καί ὡς πρός τήν ἀνοικοδόμηση κτιρίων καί τήν ἁγιογράφηση, ἀλλά καί ὡς πρός τήν ἐμφάνιση πολλῶν πνευματικῶν καί λογίων μοναχῶν, ὅπως τοῦ ὁσίου Θεοφίλου τοῦ Μυροβλύτου (+1548) καί τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ τοῦ Βατοπαιδινοῦ (+1556).
Ἐπίσης, αὐτήν τήν ἐποχή ἀνεδείχθησαν πολλοί Οἰκουμενικοί Πατριάρχες πού ζοῦσαν ἀσκητικά καί ἀσκοῦσαν ποιμαντική δράση, ὅπως ὁ ἅγιος Διονύσιος Α΄, ὁ ἅγιος Μάξιμος Γ΄, ὁ ἅγιος Νήφων Β΄.
Καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς δουλείας στούς Ὀθωμανούς, τά Μοναστήρια καί οἱ ἅγιες προσωπικότητες, Κληρικοί, καί Μοναχοί ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο στήν διαπαιδαγώγηση τοῦ λαοῦ προκειμένου νά παραμείνη σταθερός στήν ὀρθόδοξη παράδοση.
Πρέπει νά ἐξάρουμε τήν μεγάλη προσφορά τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού ἦταν πάντοτε ἡ κονίστρα τῶν πνευματικῶν ἀγώνων, μέσα στήν ὁποία ἁγιάσθηκαν πολλοί Κληρικοί καί μοναχοί, καί ἀπό ἐκεῖ στήν συνέχεια ἐξῆλθαν στόν κόσμο κηρύσσοντας τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί διατηρώντας τόν λαό στήν εὐλάβεια τοῦ Γένους.
Ὁ καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου ἀναφέρεται στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κατά τήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, ἀπό τόν 16ο αἰώνα καί μετά, μέ τούς λογίους πού συνδέονταν μέ τό Ἅγιον Ὄρος, τήν Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία καί τήν ὅλη φιλοκαλική ἀναγέννηση πού παρατηρήθηκε στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐπίσης, ἀναφέρεται καί στό γεγονός ὅτι τήν περίοδο αὐτήν παρατηρεῖται μιά πνευματική συναλλαγή, ἀφοῦ μοναχοί ἔρχονται ἀπό τόν κόσμο γιά νά μονάσουν στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀπό ἐκεῖ ἐξέρχονταν μοναχοί καί ἐπισκέπτονταν τόν κόσμο, παρά τίς δύσκολες συνθῆκες ζωῆς. Ἐπισκέπτονταν τό πλῆθος τῶν μετοχίων πού εἶχαν στήν Σερβία, τήν Βουλγαρία, τήν Ρουμανία, τήν Ρωσία, ὅπου ἔμεναν καί μετέφεραν τήν ζωή τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας, μέ τό ὀρθόδοξο ἡσυχαστικό πνεῦμα. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ὄχι μόνο παρηγοροῦσαν τόν λαό, ἀλλά τοῦ ἀνέπτυσσαν τήν συνείδηση τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητας, ἀλλά καί τήν συνείδηση τῆς ἐθνικῆς ὑποστάσεώς του.
Εἰδική μνεία πρέπει νά γίνη τῆς μεγάλης προσφορᾶς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Μέ τήν εὐλογία τῶν Πνευματικῶν του Πατέρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καί τήν κανονική ἄδεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἀλλά καί τῶν τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν καί κοσμικῶν ἀρχόντων, περιόδευε ἐπανειλημμένως σέ πολλά μέρη τῆς Ἑλλάδος καί κήρυττε θεοφώτιστα καί ἐμπνευσμένα, ἔκανε θαύματα, προέλεγε τά μέλλοντα καί ὁδηγοῦσε στήν μετάνοια καί σωτηρία πολλούς ἀνθρώπους, ἀλλά συγχρόνως ἀνεπτέρωνε τήν ἐλπίδα σέ πολλούς ἀνθρώπους γιά τήν πνευματική καί ἐθνική ἐλευθερία.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ὅπως τό βλέπουμε στίς ὁμιλίες του, δίδασκε τούς Χριστιανούς νά ἀγαποῦν τόν Θεό, νά παραμένουν μέσα στήν Ἐκκλησία, νά μαθαίνουν γράμματα προκειμένου νά διαβάζουν τά Εὐαγγέλια, τούς βίους τῶν ἁγίων καί τήν ἱστορία τοῦ Γένους, νά ὑπομένουν στίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, νά ταπεινώνονται, νά δείχνουν ἀγάπη στούς πτωχούς κλπ.
Μέ τίς ὁμιλίες του μετέφερε τήν ἡσυχαστική παράδοση πού εἶχε ζήσει στό Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν μελέτηση κανείς τίς ὁμιλίες του, διαπιστώνει ὅτι εἶναι γεμάτες ἀπό ἡσυχαστικά στοιχεῖα.
Σέ μιά ὁμιλία τονίζει δύο σημεῖα πού πρέπει νά ἔχουν πάντοτε στόν νοῦ τους οἱ Χριστιανοί. Τό ἕνα νά μή κάνουν στούς ἄλλους αὐτό πού οἱ ἴδιοι μισοῦν καί τό δεύτερο νά προσεύχωνται συνεχῶς στόν Χριστό. Γιά τό δεύτερο αὐτό γράφει:
«Τό δεύτερον εἶναι νά μή σᾶς λείπη ποτέ ἐτούτη ἡ προσευχή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ καί Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διά τῆς Θεοτόκου καί πάντων σου τῶν ἁγίων ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν καί ἀνάξιον δοῦλον σου. Αὐτό, ἀδελφοί μου, πάντοτε νά τό λέγετε καί μέ τό στόμα σας καί μέ τόν νοῦ σας καί ἡμέραν καί νύκτα, ὅπου καί ἄν εἶστε, ἤ τρῶτε ἤ περιπατεῖτε ἤ δουλεύετε ἤ κάθεσθε, αὐτό πάντα νά μελετᾶτε. Καί ἄν δέν τό ἐξεύρετε, νά τό γράψετε, νά τό μάθετε καί αὐτό σᾶς ὠφελεῖ κατά πολλά καί ἐδῶ σᾶς ἐλευθερώνει ἀπό κάθε κακόν καί ἐκεῖ σᾶς λυτρώνει ἀπό τήν αἰώνιον Κόλασιν καί σᾶς ἀξιώνει καί πηγαίνετε εἰς τόν Παράδεισον, εἰς τήν αἰώνιον πατρίδα μας».
Καί σέ ἄλλη ὁμιλία του κάνει λόγο γιά τήν ἀξία τῆς εὐχῆς μέ τό «κομπολόγι»-κομποσχοίνι, ἀλλά καί τήν ἀξία τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ. Γράφει:
«Τώρα είς τό τέλος σᾶς συμβουλεύω νά κάμετε ὅλοι σας ἀπό ἕνα κομπολόγι, μικροί καί μεγάλοι, ἄνδρες καί γυναῖκες, παιδιά καί κορίτσια καί νά ἔχη ἑκατόν τρία σπυριά καί νά τό κρατῆτε μέ τό ἀριστερόν χέρι καί μέ τό δεξιόν νά σμίγης τά τρία σου δάκτυλα, νά κάνης τόν σταυρόν σου καί νά λέγης: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ καί Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διά τῆς Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν καί ἀνάξιον δοῦλον σου». Μέσα εἰς τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» θεωρεῖται ἡ ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ Δέσποινά μας ἡ Θεοτόκος καί πάντες οἱ Ἅγιοι.
Ὁ πανάγαθος Θεός τόν σταυρόν μᾶς ἐχάρισεν, μέ τόν σταυρόν νά εὐλογοῦμεν καί τά Ἄχραντα Μυστήρια, μέ τόν σταυρόν νά ἀνοίγωμεν καί τόν Παράδεισον, μέ τόν σταυρόν νά κατακαίωμεν καί τούς δαίμονας, μά πρῶτα καί ἐμεῖς νά ἔχωμεν τό χέρι μας καθαρόν ἀπό ἁμαρτίες καί ἀμόλυντο καί τότε, ὡσάν κάνωμεν τόν σταυρόν, κατακαίεται ὁ Διάβολος καί φεύγει. Εἰδέ καί εἴμεσθεν μεμολυσμένοι μέ ἁμαρτίες, δέν πιάνεται ὁ σταυρός ὁπού κάνομεν. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ἤ τρῶτε ἤ πίνετε κρασί ἤ νερόν ἤ περιπατεῖτε ἤ δουλεύετε νά μή σᾶς λείπει αὐτός ὁ λόγος ἀπό τό στόμα σας καί ὁ σταυρός ἀπό τό χέρι σας. Καί ἄν ἠμπορῆτε τό ἡμερόνυκτο νά κάμετε πενῆντα καί ἑκατό κομποσχοίνια, καλόν καί ἅγιον εἶναι ἔργον. Καί νά προσεύχεσθε πάντοτε τήν αὐγήν καί τό βράδυ καί μάλιστα τό μεσόνυκτον ὅλον ὁπού εἶναι ἡσυχία».
3. Ἡ παιδεία
Ἕνας ἀπό τούς οὐσιαστικούς παράγοντας πού συνετέλεσε στήν διατήρηση τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας ἦταν καί ἡ παιδεία τήν ὁποία καλλιεργοῦσε ἡ Ἐκκλησία μέ τά Σχολεῖα, ἀμέσως μετά τήν ὑποδούλωση τοῦ Γένους στούς Ὀθωμανούς.
Βεβαίως, στά πρῶτα χρόνια τῆς δουλείας δέν ὑπῆρχε δυνατότητα νά λειτουργήσουν πολλά Σχολεῖα, ἐπειδή οἱ δυσκολίες ἦταν ἀρκετές, ἀλλά καί τότε πού ἐπιτράπηκε ἡ λειτουργία Σχολεῖων, ἤτοι ἀπό τόν 17ο αἰώνα καί μετά, ἦταν περιορισμένα.
Ὁ πρῶτος Πατριάρχης τοῦ Γένους, Γεννάδιος Σχολάριος τό 1454 ἵδρυσε τήν Πατριαρχική Σχολή στήν Κωνσταντινούπολη πού ὀνομαζόταν Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή. Ἀργότερα ἡ Σύνοδος πού συγκροτήθηκε στήν Βασιλεύουσα τό 1593 ἐπί πατριαρχείας Ἱερεμία Β΄ τοῦ Τρανοῦ προέτρεψε τούς Μητροπολίτας νά ἱδρύσουν κατά τόπους Σχολεῖα καί νά ὑποστηρίζουν τήν παιδεία. Συγκεκριμένα: «Ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος ἕκαστον ἐπίσκοπον ἐν τῇ ἑαυτοῦ παροικοίᾳ φροντίδα καί δαπάνην τήν δυναμένην ποιεῖν, ὥστε τά θεῖα καί ἱερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι· βοηθεῖν δέ κατά δύναμιν τοῖς ἐθέλουσι διδάσκειν καί τοῖς μαθεῖν προαιρουμένοις, ἐάν τῶν ἐπιτηδείων χρείαν ἔχουσιν».
Ὁ Τρύφων Εὐαγγελίδης στό περισπούδαστο πολυσέλιδο δίτομο ἔργο του μέ τίτλο Ἡ Παιδεία ἐπί Τουρκοκρατίας, καί ὑπότιτλο Ἑλληνικά Σχολεῖα ἀπό τῆς Ἁλώσεως μέχρι Καποδιστρίου, στήν μέν μακρά εἰσαγωγή ἀναφέρεται στήν παιδεία στό Βυζάντιο καί στήν Τουρκοκρατία μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Καποδιστρίου, στό δέ κύριο μέρος ἀναγράφει λεπτομερῶς τά Σχολεῖα τά ὁποῖα λειτούργησαν σέ διάφορες περιοχές τοῦ ὑποδούλου Γένους ἀπό τήν ἐποχή τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Ἰωάννου Καποδιστρίου (1453-1831).
Μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει ὅτι ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή πού ἱδρύθηκε ἀμέσως μετά τήν Ἅλωση ἦταν συνέχεια τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς Σχολῆς ἤ Οἰκουμενικοῦ Φροντιστηρίου Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπό τήν Σχολή αὐτή βγῆκαν μεγάλες προσωπικότητες πού κατέλαβαν σημαντικές θέσεις στήν Ἐκκλησία καί τήν τουρκική διοίκηση καί βοήθησαν τό Γένος. Στήν συνέχεια ἱδρύθηκαν καί ἄλλες Σχολές, ὅπως στήν Θεσσαλονίκη, τά Ἰωάννινα, τήν Πάτμο, τήν Ἄρτα, τήν Χίο, τήν Δημητσάνα, τήν Βέροια, τήν Σμύρνη, τήν Κύπρο, τήν Τραπεζοῦντα, τήν Ἀδριανούπολη, τήν Κοζάνη, τήν Ἀθήνα, τήν Ρόδο καί ἀλλοῦ.
Τά Σχολεῖα τά ὁποῖα λειτουργοῦσαν ἦταν δύο εἰδῶν, ἤτοι τά κοινά καί τά ἀνώτερα. Τά κοινά Σχολεῖα λειτουργοῦσαν στά Μητροπολιτικά Μέγαρα τῶν πόλεων ἤ στούς Ἱερούς Ναούς τῶν κωμοπόλεων καί τίς παρακείμενες Ἱερές Μονές. Ὡς ἀναγνωστικά χρησιμοποιοῦσαν διάφορα ἐκκλησιαστικά βιβλία, ὅπως τήν Ὀκτώηχο, τόν Ἀπόστολο, τό Ψαλτήριο, τό Ὡρολόγιο. Τά παιδιά συνήθως κάθονταν στήν ψάθα ἤ στόν τάπητα τοῦ δαπέδου, μάλιστα δέ ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Γ. Γεννάδιος εἰσήγαγε πρῶτος τά θρανία στήν Βλαχία. Ἐπίσης χρησιμοποιοῦσαν τήν ἀρίθμηση, τήν λογαριθμητική κλπ. Τά ἀνώτερα Σχολεῖα εἶχαν διάφορα ὀνόματα, ὅπως Ἀκαδημία, Λύκειον, Μουσεῖον, Ἑλληνομουσεῖον, Παιδαγωγεῖον, Φροντιστήριον, Ὁμακόϊον, Γυμνάσιον, Σχολεῖον, Σχολή. Σημαντική εἶναι ἡ καταγραφή καί ἡ περιγραφή τήν ὁποία κάνει ὁ συγγραφεύς κατά περιοχές ἐντός τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου καί γενικότερα τοῦ βαλκανικοῦ.
Ὁ Gerhard Podskalsky στό μνημονευθέν ὀγκῶδες σύγγραμμά του, Ἡ ἑλληνική θεολογία ἐπί Τουρκοκρατίας, πού ἀναφέρεται στήν θεολογία κατά τήν Τουρκοκρατία, καί μάλιστα στά κεφάλαια «Τά νέα ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα καί τυπογραφεῖα ὡς στοιχεῖο μετεξέλιξης», «Προσήλωση στήν παράδοση. Ἡ ἑλληνική θεολογία 1455-1581», «Ὁ θρησκευτικός ἀνθρωπισμός. Προσπάθεια συνδιαλλαγῆς μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως 1581-1629», «Ἡ ἀντιπαράθεση μέ τόν Διαφωτισμό. Ἡ Ὀρθοδοξία ἐπιστρέφει στίς δικές της πηγές 1727-1821», παρουσιάζει ἀνάγλυφα καί διεξοδικά ἕνα «πανόραμα» τῆς ὅλης πολιτιστικῆς καί πνευματικῆς ἀτμόσφαιρας τῆς Ρωμηοσύνης κατά τήν Τουρκοκρατία, στήν ὁποία σημαντικό ρόλο διεδραμάτισε ἡ Ἐκκλησία μέ τά σημαίνοντα μέλη της, Κληρικούς καί λαϊκούς. Φυσικά δέν εἶναι ὁ χῶρος κατάλληλος γιά νά δοθοῦν μερικά παραδείγματα καί νά ἐκτεθοῦν τά βασικά συμπεράσματα τῆς μελέτης αὐτῆς.
Ὁ Βασίλειος Ἀρβανίτης στό βιβλίο του μέ τίτλο Ἡ Ἐκπαίδευσις τῶν Ἑλληνοπαίδων ἐπί Τουρκοκρατίας, μέ συνοπτικό τρόπο περιγράφει τίς ἕδρες τῶν Σχολείων, τούς διδάξαντες διδασκάλους, τήν μέθοδο διδασκαλίας τους καί τήν ὕλη τῶν μαθημάτων σέ διάφορες περιοχές τοῦ ὑπόδουλου Γένους.
Ἀξιόλογη εἶναι ἡ προσφορά καί τοῦ Καθηγητοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ πού ἀναφέρεται στήν Παιδεία πού ἀναπτύχθηκε κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ἀπό τόν 15ο αἰώνα καί μετά καί τήν καταγραφή συγκεκριμένων διδασκάλων καί Σχολῶν.
Εἶναι σημαντικό, ὅπως σημειώνει ὁ Θεοχάρης Προβατάκης σέ σχετική μελέτη του, ὅτι ἀπό τόν 17ο αἰώνα στούς νάρθηκες τῶν Ἱερῶν Ναῶν ζωγραφίζονται οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ὅπως ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Πλούταρχος, ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Ὅμηρος, ὁ Πυθαγόρας, κλπ. οἱ περισσότεροι μέ φωτοστέφανο καί ἀνοικτό εἰλητάριο, ἀκόμη καί ὁ Ἀριστοφάνης. Καί αὐτό γίνεται ὄχι μόνον στούς Ναούς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, ἀλλά ὁλοκλήρου τῆς Βαλκανικῆς.
Τήν ἤδη ὑπάρχουσα παιδεία ἐπηρέασαν καί οἱ νέες ἰδέες πού εἶχαν ἀναπτυχθῆ στήν Δύση καί μέ ἀργούς ρυθμούς εἰσέρχονταν καί στήν τουρκοκρατούμενη ἑλληνική περιοχή. Μεταξύ τῶν Κληρικῶν πού δίδασκαν στά Σχολεῖα, μπορεῖ νά συναντήση κανείς τρεῖς τάσεις. Τήν πρώτη τήν ἐξέφραζαν οἱ φιλελεύθεροι Κληρικοί, πού ἀπεδέχθησαν πλήρως τίς διαφωτιστικές ἰδέες, ἀπορρίπτοντας τήν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση. Τήν δεύτερη τήν ἐξέφραζαν οἱ συντηρητικοί, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριπταν τίς νέες αὐτές ἰδέες γιά νά παραμείνουν στήν παλαιά φιλοσοφία καί κοσμοθεωρία. Καί τήν τρίτη τάση ἐξέφραζαν οἱ πατερικοί Κληρικοί, στούς ὁποίους συγκαταλέγονταν ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης καί οἱ φιλοκαλικοί Πατέρες, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, οἱ ὁποῖοι ἐπέτυχαν τήν ἰσορροπία, ἀφοῦ ἔκαναν λόγο γιά τήν διπλῆ γνωσιολογική μέθοδο καί ἀναφέρονταν στήν γνώση πού προέρχεται ἀπό τόν νοῦ καί τήν γνώση πού προέρχεται ἀπό τήν λογική.
Ὑπῆρξαν βέβαια περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες ἔγιναν διώξεις ἐναντίον Κληρικῶν, αὐτό δέν ὀφειλόταν ἁπλῶς στήν ἔλλειψη σεβασμοῦ τῆς ἐλευθερίας τους, ἀλλά στό γεγονός ὅτι μαζί μέ τίς νέες ἰδέες μετέφεραν καί τήν ἀθεΐα. Γιά παράδειγμα, τό 1721 ἀφορίσθηκε ὁ Μεθόδιος Ἀνθρακίτης, «γιατί κατηγορήθηκε γιά ἀντιτριαδικές τάσεις». Ἀργότερα τό Πατριαρχεῖο τόν ἀθώωσε καί τόν ἀποκατέστησε. Ὁ Θεόφιλος Καΐρης καταδικάστηκε γιά τήν θρησκεία τήν ὁποία δημιούργησε, τήν λεγόμενη «Θεοσέβεια», ἡ ὁποία ἀπέρριπτε τήν χριστιανική πίστη, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία τόν ἐπήνεσε γιά τήν προσφορά του στό Γένος. Ἀκόμη, οἱ Ἐγκύκλιοι τοῦ Πατριαρχείου ἐναντίον τῶν «καινοφανῶν διδασκαλιῶν», ὀφειλόταν στό ὅτι ὁ Σεΐχης τοῦ Ἰσλάμ μέ φετφά, λόγῳ τοῦ ἀραβικοῦ φανατισμοῦ, ἀπέρριψε «τά βιβλία τῆς ἀστρονομίας ἱστορίας καί φιλοσοφίας». Τό Πατριαρχεῖο ζώντας σέ αὐτό τό Κράτος δέν μποροῦσε νά ἐνεργήση διαφορετικά.
Πάντως, ἡ Ἐκκλησία κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ἀνέπτυξε τήν Παιδεία, ἄλλοτε κρυφά καί ἄλλοτε φανερά. Ἐδῶ ἐντάσσεται καί τό λεγόμενο «Κρυφό Σχολειό».
Ἐπειδή κατά καιρούς δημιουργεῖται μιά ἀμφισβήτηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος καί θεωρεῖται ὅτι τό Κρυφό Σχολειό εἶναι ἕνας μύθος πού πρέπει νά ἀπαλειφθῆ ἀπό τήν ἱστορία πού διδάσκονται τά παιδιά στά Σχολεῖα, θά πρέπη νά γίνουν μερικές ἐπισημάνσεις.
Κατ’ ἀρχάς κάθε γεγονός τό ὁποῖο εἶναι θρύλος, δηλαδή κάθε τί πού παραμένει στήν μνήμη τοῦ λαοῦ καί ἐπιδεικνύονται οἱ τόποι στούς ὁποίους πραγματοποιήθηκε, δέν εἶναι μύθος, ἀφοῦ οἱ θρύλοι κατά κανόνα παραπέμπουν σέ ἕνα ἱστορικό γεγονός. Ἔπειτα, κάθε μύθος δέν εἶναι καί ἀπόβλητος, ἀλλά εἶναι ἕνα στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ μυθολογία ἐμπεριέχεται στόν πολιτισμό τοῦ κάθε λαοῦ. Γιά παράδειγμα, ἐάν θελήσουμε νά ἀφαιρέσουμε ἀπό τήν διδασκαλία τῆς ἱστορίας τούς μύθους τοῦ Αἰσώπου, τά ἔργα τοῦ Ὁμήρου, τήν Θεογονία τοῦ Ἠσιόδου κλπ., τότε ἀποβάλλουμε ἕνα πολύ μεγάλο τμῆμα τῆς παραδόσεώς μας. Ἄλλωστε, οἱ μύθοι συνήθως ἐκφράζουν μιά ἀλήθεια.
Ἐπί πλέον, τό λεγόμενο Κρυφό Σχολειό ἑρμηνεύεται ὡς συμπληρωματική διδασκαλία πού γινόταν στήν ἐλεγχόμενη ἀπό τό Ὀθωμανικό Κράτος, κατά διαστήματα καί καιρούς, ἐπιτρεπόμενη παιδεία. Ἐννοῶ ὅτι καί σέ μέρη που ἐπιτρεπόταν ἡ λειτουργία τῶν Σχολείων, καί ὁπωσδήποτε ἐλεγχόταν ἡ ὕλη τήν ὁποία διδάσκονταν τά παιδιά, ἡ ἐπίσημη διδασκαλία συμπληρωνόταν εἴτε ἀπό τήν οἰκογένεια εἴτε ἀπό τούς Κληρικούς καί μοναχούς στούς ὁποίους προσέφευγαν τά παιδιά.
Πέρα ἀπό τούς θρύλους καί τίς παραδόσεις, ἀλλά καί ἀπό τό ποίημα τοῦ Ἰωάννη Πολέμη καί τόν γνωστό πίνακα τοῦ Νικολάου Γκύζη μέ περιεχόμενο τό Κρυφό Σχολειό, πού παραπέμπουν σέ πραγματικά γεγονότα, ὑπάρχουν σημαντικές μαρτυρίες πού φανερώνουν ὅτι πράγματι λειτουργοῦσαν μερικά ὑποτυπώδη Σχολεῖα μέ διάφορες μορφές, πού ἄλλοτε προσέφεραν στοιχειώδη παιδεία στόν λαό, ὅταν δέν ὑπῆρχαν ἐπίσημα Σχολεῖα, καί ἄλλοτε συμπλήρωναν τήν παιδεία πού δέχονταν στά ἐπιτρεπόμενα ἀλλά καί ἐλεγχόμενα τότε Σχολεῖα. Δύο τέτοιες μαρτυρίες θά ἀναφέρω.
Ἡ πρώτη προέρχεται ἀπό τόν Charles Tuckermann (Τάρκεμαν), πρῶτο ἀμερικανό Πρόξενο στήν Ἀθήνα, στό βιβλίο του Οἱ Ἕλληνες τῆς σήμερον. Ὁ ἀμερικανός αὐτός διπλωμάτης παρουσιάζει τήν προφορική παράδοση τήν ὁποία εἶχε ἀκούσει ἀπό συνομιλητές του στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα καί τήν καταγράφει. Ἀφοῦ ἐκθέτει τό γνωστό ποίημα «φεγγαράκι μου λαμπρό / φέγγε μου νά περπατῶ / νά πηγαίνω στό σχολειό / νά μαθαίνω γράμματα / τοῦ Θεοῦ τά πράμματα», στήν συνέχεια γράφει:
«Τοιοῦτον περίπου ἦτο τό ᾆσμα, ὅπερ ἐτραγώδουν οἱ Ἑλληνόπαιδες, πορευόμενοι ἐν καιρῷ νυκτός εἰς τό σχολεῖον ἐπί τουρκοκρατίας. Τό ᾆσμα τοῦτο εἶναι γνωστόν εἰς πάντα Ἕλληνα νῦν ὡς καί πρότερον, καί οἱ πατέρες, δεικνύοντες εἰς τά τέκνα των τήν σελήνην, ἐπαναλαμβάνουσι τούς στίχους τούτους, ἀφηγούμενοι αὐτοῖς πόσον τοῖς ἐχρησίμευσεν αὕτη κατά τούς σκοτεινούς χρόνους τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Μή ἐπιθυμοῦντες, ἔστω καί κατ’ ἐλάχιστον, νά ἐρεθίσωσι τούς δεσπότας αὐτῶν δυναμένους νά παρακωλύσωσιν τάς πρός ἰδίας παίδευσιν προσπαθείας των, οἱ παῖδες οὐχί δέ σπανίως καί αὐτοί οἱ πατέρες, ἐφοίτων διά νυκτός καί κρύφα εἰς τήν οἰκίαν τοῦ διδασκάλου, ὅπως ἐξακολουθήσωσι τάς σπουδάς των».
Ἡ δεύτερη μαρτυρία προέρχεται ἀπό τόν Γάλλο συγγραφέα René Puaux (Πηώ), ὁ ὁποῖος περιόδευσε τήν Ἤπειρο τό 1913, ἀμέσως μετά τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τόν ἑλληνικό στρατό καί συνομίλησε μέ ἕλληνες Ἠπειρῶτες, οἱ ὁποῖοι τοῦ διηγήθηκαν ἱστορίες ἀπό τήν ζωή τους, κατά τήν διάρκεια τῆς τουρκικῆς κατοχῆς. Μεταξύ τῶν ἄλλων περιγράφει μιά συνάντηση σέ ἕνα σαλόνι μέ τόν δάσκαλο, τήν δασκάλα καί μερικούς μαθητές. Γράφει:
«Τήν ὥρα πού γυρόφερνε, σύμφωνα μέ τό ἔθιμο, ὁ δίσκος μέ τά γλυκά, κουβεντιάζω μέ τούς ἐκπαιδευτικούς. Ἡ περιγραφή τῶν προσπαθειῶν τους νά συντηρήσουν τήν ἑλληνική ἰδέα κάτω ἀπό τουρκική ἐξουσία, προσπάθειες πού τίς περιγράφαν ἁπλά, σάν νά ἦταν γιά κάτι τελείως φυσικό, ἀποκάλυπταν χαρακτηριστικά ἀξιοθαύμαστα. Θά μποροῦσε κανείς νά ἀφιερώσει ἕνα ὡραῖο κεφάλαιο στό σῶμα τῶν Ἑλλήνων δασκάλων τῆς Ἠπείρου πού, ἀντιμετωπίζοντας τόσες ἀντιξοότητες καί ταπεινώσεις, δέν ἔπαυαν γι᾿ αὐτό νά προχωροῦν τό πατριωτικό τους ἔργο. Κανένα ἑλληνικό βιβλίο δέν γινόταν δεκτό, ἄν εἶχε τυπωθεῖ στήν Ἀθήνα. Ἔπρεπε ὅλα νά ἔλθουν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἑλληνική ἱστορία ἦταν ἀπαγορευμένη. Ἔτσι, ἔκαναν συμπληρωματικές μυστικές παραδόσεις, ὅπου χωρίς βιβλίο, χωρίς τετράδιο, ὁ μικρός Ἠπειρώτης μάθαινε νά γνωρίζει τήν πατρίδα μητέρα του, τόν ἐθνικό του ὕμνο, τά ποιήματα καί τούς ἥρωές του. Οἱ μαθητές κρατοῦσαν στά χέρια τους τήν ζωή τῶν δασκάλων τους. Ἕνας λόγος ἀστόχαστος ἤ μιά καταγγελία θά ἦταν μοιραία. Δέ μᾶς συγκινοῦν αὐτά τά διακόσια ἀγοράκια καί τά διακόσια πενήντα κοριτσάκια πού ἀποδέχονταν τίς ὥρες τῆς συμπληρωματικῆς διδασκαλίας –σέ ἡλικία, ὅπου τά παιδιά τόσο ἀγαποῦν τά διαλείμματα– γιά νά μιλήσουν γιά τήν Ἑλλάδα, κι ὕστερα γύριζαν στό σπίτι τους μέ σφραγισμένα τά χείλη καί μέ τό μυστικό ἐνθουσιασμό στήν καρδιά τους;».
Μιά παρόμοια πληροφορία μοῦ ἔδωσε ὁ ἀείμνηστος καθηγητής μου στό Πανεπιστήμιο Ἰωάννης Καλογήρου, ὁ ὁποῖος μοῦ περιέγραψε περιστατικό ἀπό τήν διδασκαλική δράση τῆς μητέρας του στήν τουρκοκρατούμενη Βόρειο Ἤπειρο, πού τούς μάθαινε τραγούδια, σύμφωνα μέ τήν μουσική τοῦ ἐθνικοῦ ὕμνου τῆς Ἑλλάδος, ὥστε μυστικά νά τούς δίνουν τό μήνυμα τοῦ ἐρχομοῦ τῆς ἐλευθερίας.
Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία μέ τά μέλη της, Κληρικούς, Μοναχούς καί λαϊκούς, βοήθησε ἀποτελεσματικά στήν διατήρηση τῆς ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ Γένους, μέ ὅλη τήν παράδοσή της, τήν διοίκηση καί τήν παιδεία τήν ὁποία προσέφερε στόν λαό.
4. Ἑλληνική Νομαρχία
Μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι τά πράγματα δέν ἦταν τόσο ἰδεώδη, ἀφοῦ στά τετρακόσια χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς ἔγιναν καί διάφορα λάθη ἀπό ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας, Κληρικούς καί μοναχούς. Ὅμως, τά μεμονωμένα παραδείγματα δέν μποροῦν ποτέ νά διαγράψουν ὅλη τήν μεγάλη προσφορά τῆς Ἐκκλησίας, Κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν, στήν διάσωση τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ Γένους. Μερικοί διαφωτιστές, ἐνοχλημένοι ἐνδεχομένως ἀπό τήν προσφορά τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐπιρροή της στόν λαό, προσπάθησαν νά ὑπερτονίσουν μερικές μεμονωμένες περιπτώσεις καί νά τίς παρουσιάσουν καθ’ ὑπερβολήν ἀρνητικά. Ἕνα τέτοιο παράδειγμα εἶναι ἡ ἔκδοση τοῦ βιβλίου Ἑλληνική Νομαρχία, γιά τήν ὁποία θά γίνη λόγος πιό κάτω.
Πρέπει νά λεχθῆ ὅτι τόν 18ο αἰώνα στήν Δύση ἀναπτύχθηκε ὁ Διαφωτισμός μέ πολλές ἐκφράσεις, ἤτοι ὁ ἀγγλικός ἐμπειρισμός, ὁ γαλλικός ἐγκυκλοπαιδισμός, ὁ γερμανικός ἰδεαλισμός καί ὁ ἰταλικός ἀντικληρικαλισμός. Γενικῶς, ὁ δυτικός διαφωτισμός ἦλθε σέ διάσταση ἀφ’ ἑνός μέν μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον διοικοῦσε ὁ Πάπας τήν Ἐκκλησία, ἀφ’ ἑτέρου δέ μέ τόν σχολαστικισμό τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί συνδεόταν μέ τόν οὐμανισμό καί τήν Μεταρρύθμιση (Προτεστάντες). Ἔτσι, ἡ Ἑλληνική Νομαρχία ἦταν ἀπαύγασμα αὐτῶν τῶν διαφωτιστικῶν ἀντικληρικαλιστικῶν ἀρχῶν πού παρατηροῦνταν στήν Δύση καί μεταφέρθηκαν ὑπερβολικά καί στήν Ἀνατολή.
Ὁ Steven Runciman ἀναφέρει ὅτι τά συγγράμματα τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ, τά ὁποῖα ἐξέφραζαν τίς γαλλικές ἐγκυκλοπαιδιστικές διαφωτιστικές ἀπόψεις, διαβάζονταν καί ἀπό τούς νέους Φαναριῶτες, οἱ ὁποῖοι ἀπομακρύνονταν ἀπό τήν θρησκεία, τόν ἱερό Κλῆρο καί οἱ ὁποῖοι ἐπέκριναν τήν Ἱεραρχία, παραθεωρώντας τήν διαφορά πού ὑπάρχει μεταξύ δυτικῆς καί ὀρθοδόξου θεολογίας καί παραδόσεως. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐπιρροῆς ἦταν ἡ ἐμφάνιση ἑνός βιβλίου στήν Βιέννη, τό 1791, γραμμένου στά ἑλληνικά μέ τίτλο Γεωγραφία νεωτερική, ἀπό δύο Ἕλληνες μοναχούς, τόν Δημήτριο Φιλιππίδη καί τόν Γεώργιο Κώνσταντα. Ἐπρόκειτο γιά ἕνα βιβλίο ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, πού κατηγοροῦσε τούς Ἱεράρχες γιά φιλοχρηματία καί δουλικότητα ἔναντι τῶν Τούρκων, τόν δέ κατώτερο Κλῆρο γιά σκοταδιστική ἀμάθεια.
Ὡς ἀπάντηση στό βιβλίο αὐτό δημοσιεύθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 1798 ἕνα ἔργο μέ τίτλο Διδασκαλία πατρική, τό ὁποῖο δημιούργησε μεγάλες ἀντιδράσεις. Κατά τόν Runciman, «ὁσοδήποτε κι ἄν ἦταν χωρίς τάκτ, ἡ Διδασκαλία Πατρική δέν ἦταν θεολογικῶς χωρίς βάση. Δέν ἦταν ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ν’ ἀναμιγνύεται σέ ἀνατρεπτικές ἐθνικιστικές δραστηριότητες. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶχε κάνει τήν διάκριση μεταξύ τῶν πραγμάτων πού ἦταν τοῦ Καίσαρος καί τῶν πραγμάτων πού ἦσαν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Παῦλος εἶχε διατάξει τούς χριστιανούς νά ὑπακούουν στόν βασιλέα, ἔστω καί ἄν ὁ βασιλεύς ἦταν ὁ εἰδωλολάτρης Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ. Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία ἦρθε σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐξουσία μόνο ὅταν τῆς ἀπαγορευόταν ἡ Ἐλευθερία τῆς λατρείας ἤ ὅταν ζητοῦσαν ἀπό τά μέλη της νά προβοῦν σέ πράξεις ἀντίθετες πρός τήν χριστιανική συνείδηση. Οἱ Τοῦρκοι δέν εἶχαν προβάλει τέτοιες ἀπαιτήσεις. Οἱ καλοί ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας ἔπρεπε ἀσφαλῶς νά εἶναι καλοί πολίτες, καί ὄχι ἐπαναστάτες ἤ συνωμότες. Ἀπό τήν πρακτική ἄποψη ἐπίσης ἡ Διδασκαλία δέν ἦταν ἀδικαιολόγητη».
Ὅμως, ἡ δημοσίευση τῆς Διδασκαλίας Πατρικῆς ἦταν, ὅπως θά λέγαμε σήμερα, ἐπικοινωνιακά ἄκαιρη, ὁπότε δημιούργησε ἀντίδραση στούς διαφωτιστικούς κύκλους καί ὁ Κοραῆς ἐξέδωσε μιά πραγματεία μέ τίτλο Ἀδελφική διδασκαλία, μέ τήν ὁποίαν προσπάθησε νά ἀνατρέψη τά ἐπιχειρήματα τῆς Διδασκαλίας Πατρικῆς. Παράλληλα τήν ἐποχή ἐκείνη «ἕνα ἐξ ἴσου σκληρό βιβλίο, πού δημοσιεύθηκε ἀνωνύμως στήν Ἰταλία τό 1806 καί εἶχε τόν τίτλο Ἑλληνική Νομαρχία ἤτοι λόγος περί ἐλευθερίας, ἐπανελάμβανε τίς κατηγορίες ἐναντίον τῆς ὅλης ἐκκλησιαστικῆς ὀργανώσεως», ὅπως τό ἔκανε ἡ Γεωγραφία Νεωτερική.
Πάντως, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται ἡ Ἑλληνική Νομαρχία εἶναι ἕνα βιβλίο πού ἐμπνεόταν ἀπό τόν πόθο τῆς ἐλευθερίας, ἀλλά ἦταν γραμμένο μέ φανατισμό καί ἀπό κάποιον πού γνώριζε τόν δυτικό Χριστιανισμό, ἀγνοώντας τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο λειτουργοῦσε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κατά συνέπεια, ἀπέδιδε τίς κακές ἐνέργειες τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τό ὅτι ἐγράφη ἀνωνύμως καί τό ὅτι ὁ τόπος ἐκδόσεως θεωρεῖται γενικά ἡ Ἰταλία, πράγμα τό ὁποῖο δέν συνηθίζεται γιά ἕνα βιβλίο, διότι πάντοτε σέ αὐτό ἀναγράφεται ἡ πόλη τῆς ἐκδόσεως καί ὄχι ἡ χώρα, καθώς ἐπίσης τό ὅτι ἐξέφραζε τίς διαφωτιστικές γαλλικές ἀρχές θεωρεῖται ἀπό πολλούς ὅτι ἦταν γραμμένο ἤ ἀπό τόν Ἀδαμάντιο Κοραῆ ἤ πάντως ἀπό μαθητές του. Εἶναι σημαντικές μερικές ἐπισημάνσεις γιά τό βιβλίο αὐτό.
Ὁ ἀνώνυμος συγγραφεύς τῆς Ἑλληνικῆς Νομαρχίας εἶναι ὑπερβολικός, ἄδικος καί ὑβριστικός σέ πολλές περιπτώσεις, ὅπως φαίνεται σέ μερικά παραδείγματα. Ἀποκαλεῖ τούς Ἀρχιερεῖς βαρβάρους καί μωρούς γιά τούς ὁποίους ἔπρεπε νά ξαναγυρίση ὁ Χριστός καί νά τούς φωτίση, ὥστε νά ἀνοίξουν κανένα βιβλίο καί νά λαμπρύνουν τόν ἐσκοτισμένο νοῦ. Δηλαδή, ὅλοι οἱ Ἀρχιερεῖς ἦταν ἀγράμματοι, κατά τόν ἀνώνυμο συγγραφέα, πού εἶναι ὑπερβολικό, ὅπως ἔχει ἀποδείξει ἡ σύγχρονη ἱστορική βιβλιογραφία. Οἱ λέξεις πού χρησιμοποιεῖ γιά τούς Συνοδικούς Μητροπολίτες εἶναι πολύ βαριές: «ἡ διεστραμμένη ψυχή αὐτῶν τῶν δώδεκα μωρῶν τῆς Συνόδου». Ὑπερβολικός εἶναι ὁ συγγραφεύς καί στήν προσπάθεια νά καταγράψη τήν διαγωγή τῶν ἀρχιερέων, οἱ ὁποῖοι «κοιμῶνται δεκατέσσαρας ὥρας τήν νύχτα καί δύο ὥρας μετά τό μεσημέρι». Ποιός ἄνθρωπος μπορεῖ νά κοιμηθῆ 16 ὧρες τό εἰκοσιτετράωρο; Ποιός μπορεῖ νά φάγη γιά πρόγευμα δυό ὀκάδες γιαούρτι καί τό ἀπόγευμα μισή ὀκᾶ σαρδέλλες ξεκοκκαλισμένες;. Καί μάλιστα αὐτό ἀναφερόταν γιά τόν τότε Μητροπολίτη Ἰωαννίνων. Ὅμως γνωρίζουμε ὅτι τότε στά Ἰωάννινα ἀρχιεράτευε ὁ Ἱερόθεος, μεγάλο πνευματικό ἀνάστημα, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἀλληλογραφία πού ἀντήλλαξε μέ τόν ἐξάδελφό του ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη. Καί ἀπό παράκλησή του ὁ τελευταῖος ἔγραψε τό περίφημο βιβλίο Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον, ἤτοι περί φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων.
Πάντως, τά κοσμητικά ἐπίθετα τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦνται στήν Ἑλληνική Νομαρχία γιά τούς Ἀρχιερεῖς φανερώνουν τόν ἀντικληρικαλισμό καί ἀκόμη τό ὅτι στρέφεται ἐναντίον τους ὄχι τόσο γιά τά τυχόν σφάλματά τους, ὅσο γιά τό ὅτι εἶναι Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας. «Ἀναίσχυντοι», «λύκοι καί καθέδρα τοῦ σκότους», «ἄπιστε τῆς Ἐκκλησίας» κλπ. Ἡ ὑπερβολή του φαίνεται καί στήν περίπτωση πού καταφέρεται ἐναντίον τῶν πλουσίων. Λέγει τά ἑξῆς ὑπερβολικά: «Πόσοι ἤθελον κατακοπρισθῆ ἐπάνω των μή ἠξεύροντες πῶς νά λύσουν τά δεσίματα τῶν φορεμάτων των! Πόσοι ἤθελον σκωληκιάσει καθήμενοι, μήν ἠξεύροντες νά περιπατήσουν! Πόσοι ἄλλοι ἤθελον μείνει γυμνοί μήν ἠξεύροντες πῶς νά ἐνδυθῶσι». Ἐπίσης, ὑπερβολική εἶναι καί ἡ γλώσσα πού χρησιμοποιεῖ ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων πού βρίσκονταν ἐκείνη τήν ἐποχή στήν Δύση.
Φαίνεται ἀκόμη ὅτι ὁ συγγραφεύς ἔχει δυτική σκέψη καί νοοτροπία. Διαβάζοντας κανείς αὐτό τό ἔργο νομίζει ὅτι περισσότερο ἀναφέρεται στήν Δυτική Ἐκκλησία παρά στήν Ὀρθόδοξη. Ἀποδίδει τήν κατηγορία τῆς φεουδαρχίας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐνῶ εἶναι ἀποδεδειγμένο ὅτι ποτέ δέν ὑπῆρξε ὁ ρατσιστικός φεουδαλισμός στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Οἱ σελίδες 122 -128 ἀπό τό βιβλίο Ἑλληνική Νομαρχία, ἄν διαβασθοῦν μέ τά λεγόμενα ἀπό τόν Καθηγητή π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, φανερώνουν ὅτι ὁ συγγραφεύς της ἑρμηνεύει τόν ὀρθόδοξο Κλῆρο μέ τά δεδομένα τῆς φεουδαρχίας τῶν Φράγκων.
Πέρα ἀπό αὐτά, ὁ ἀνώνυμος συγγραφέας τοῦ βιβλίου Ἑλληνική Νομαρχία δείχνει τήν δυτική του προέλευση, ἀφοῦ χρησιμοποιεῖ φράσεις πού δείχνουν ὅτι ἀγνοεῖ τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου ἀποκαλεῖται σύγκλητος. Οἱ Κληρικοί λέγεται ὅτι ἀνήκουν σέ τάγμα, ἡ Ἱερωσύνη εἶναι σύστημα, κλάση: «ἡ κλάσις τῆς ἱερωσύνης τῶν Ἑλλήνων». Οἱ λέξεις αὐτές εἶναι καθαρά δυτικῆς προελεύσεως. Ἀλλά καί τό περιεχόμενό τους εἶναι «εἰσαγόμενο». Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπῆρχαν ποτέ τάξεις, καί οἱ Κληρικοί προέρχονταν ἀπό ὅλα τά στρώματα τοῦ λαοῦ. Τό ὅτι ὁ ἀνώνυμος Ἕλληνας εἶχε ἄγνοια τῶν ἑλληνικῶν πραγμάτων φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι τό ράσο, τό ἰδιαίτερο ἔνδυμα τῶν Κληρικῶν, τό ὀνομάζει «φόρεμα», «τό φόρεμα τῆς ἱερωσύνης». Ποιός Ἕλληνας ἀγνοοῦσε καί ἀγνοεῖ τό ράσο καί ποιός τό ἀποκαλεῖ φόρεμα;
Ἀκόμη, ὁ ἀνώνυμος συγγραφεύς φαίνεται καθαρά ὅτι δέν διακρίνεται γιά ὀρθόδοξο φρόνημα. Ζητᾶ νά λιγοστεύσουν οἱ νηστεῖες, ἐπειδή ἀφανίζουν τήν ὑγεία τοῦ λαοῦ καί νά μεταφερθοῦν οἱ ἑορτές τήν Κυριακή, ἐπειδή ἐμποδίζουν τό κέρδος. Ἀκόμη ζητᾶ νά ἀποβάλουν ἤ νά σμικρύνουν τίς περισσότερες σαρακοστές. Καταφέρεται ἐναντίον τῶν μοναχῶν καί τῶν Μοναστηριῶν. Οἱ μοναχοί ἀποκαλοῦνται «τέρατα», τρέφονται ἀπό τόν ἱδρώτα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἄν καί διασώζονται μαρτυρίες τοῦ Μακρυγιάννη καί ἄλλων ὅτι τά Μοναστήρια ἦταν ἑστίες ζωῆς γιά τούς ὑποδούλους Ἕλληνες. Ζητᾶ νά κλείσουν τά Μοναστήρια καί νά διορθωθοῦν πολλά πράγματα τῆς θρησκείας. Προτρέπει τούς Μοναχούς νά καταγίνωνται «εἰς τήν μελέτην τῶν σοφῶν τῆς ἐκκλησίας καί εἰς τόν ὀρθόν λόγον». Ζητᾶ νά ἐμποδίσουν τά θαύματα, γιατί εἶναι δεισιδαιμονία.
Ὅλα αὐτά πού ἀνεφέρθησαν, καθώς ἐπίσης καί τό ὅτι ἐπαινεῖται ὁ Κοραῆς, δείχνουν καθαρά ὅτι ὁ ἀνώνυμος συγγραφεύς διαπνέεται ἀπό προτεσταντικό καί εἰκονοκλαστικό πνεῦμα, ἔχει ἄγνοια τῆς παραδόσεως τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καί προσπαθεῖ νά εἰσάγη στόν Ἑλληνικό Ὀρθόδοξο χῶρο τίς μεταρρυθμιστικές προσπάθειες τῶν δυτικῶν, κυρίως τῶν Προτεσταντῶν. Εἶναι προτεστάντης καί ξεκομμένος ἀπό ὅλη τήν παράδοση τοῦ Γένους. Ὅταν κατηγορῆ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό κάνει μέ τά δεδομένα τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας καί ὅταν θέλη νά διορθώση μερικά πράγματα τό κάνει μέσα ἀπό τήν προτεσταντική προβληματική.
Θεωρῶ ὅτι ἡ Ἑλληνική Νομαρχία εἶναι ἕνα ἐμπαθές κείμενο, γεμάτο ἀπό ὑπερβολές καί ὕβρεις, ὑποκειμενικό, καί δέν βοήθησε στήν Ἐπανάσταση, πού τήν ἔκανε ὁ ἑλληνικός λαός μέ τούς ποιμένες του. Οἱ διαφωτιστές παρακίνησαν κυρίως τούς λογίους.
5. Οἱ Νεομάρτυρες
Σημαντικό ρόλο στήν διατήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς, ἀλλά καί ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας εἶχαν οἱ Νεομάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας. Στήν κατηγορία αὐτή ὑπάγονται ὅλοι οἱ μάρτυρες πού μαρτύρησαν μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ὀθωμανούς τό 1453. Οἱ Νεομάρτυρες ἀρνήθηκαν νά ἀλλαξοπιστήσουν, ἄλλοι, ἐπειδή εἶχαν ἀλλαξοπιστήσει, ἐπέστρεφαν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί ἄλλοι ἀπό Μουσουλμάνοι γίνονταν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, καί γι΄ αὐτό ὑποβάλλονταν σέ διάφορα μαρτύρια καί τελικά ἀπέθνησκαν γιά τόν Χριστό. Τό μαρτύριο καί ἡ ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου ἦταν σημαντικά γεγονότα γιά τήν περιφέρεια ἐκείνη, γίνονταν ἑορταστικές ἐκδηλώσεις, ἦταν στήν πραγματικότητα μιά διαμαρτυρία ἐναντίον τῶν Ὀθωμανῶν, ὑπόσχεση παραμονῆς στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί διαφύλαξη τῶν ἱερῶν καί ὁσίων τοῦ Γένους, καί, βεβαίως, ἦταν μιά ὑπόμνηση τῆς ἐλευθερίας.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809) συγκέντρωσε ὅσα μαρτυρολόγια Νεομαρτύρων κυκλοφοροῦσαν, καθώς ἐπίσης καί ὁ ἴδιος συνέταξε ἄλλα μαρτυρολόγια καί στήν συνέχεια τά ἐξέδωσε σέ βιβλίο ἐπωνομαζόμενο «Νέον Μαρτυρολόγιον» μέ ὑπότιτλο «ἤτοι μαρτύρια τῶν νεοφανῶν μαρτύρων, τῶν μετά τήν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς καί τόπους μαρτυρησάντων, συναχθέντα ἐκ διαφόρων Συγγραφέων καί μετ΄ ἐπιμελείας ὅτι πλείστης διορθωθέντα, ἐν οἷς καί ἱκαναί ἀκολουθίαι προσετέθησαν, παρά τοῦ ὁσίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτου». Στό βιβλίο αὐτό καταγράφονται ἑκατό περίπου συναξάρια Νεομαρτύρων. Μπορεῖ κανείς νά ἀντιληφθῆ τήν μεγάλη σημασία τους, ἀφοῦ οἱ τόποι πού μαρτύρησαν οἱ ἅγιοι αὐτοί καί ὅπου εὑρίσκονταν οἱ τάφοι τους, ὑπῆρξαν, τοὐλάχιστον, ἑκατό πνευματικές ἑστίες πού τροφοδοτοῦσαν τόν λαό μέ δύναμη, ἀλλά καί ὑπόμνηση νά παραμείνουν πιστοί στίς παραδόσεις πού εἶχαν παραλάβει. Ἦταν καί εἶναι ἑκατόν πνευματικές ἀντιστάσεις ἐναντίον κάθε ἐκκοσμίκευσης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Θά γίνη μιά σύντομη παρουσίαση τοῦ βιβλίου αὐτοῦ πού θεωρῶ πολύ σημαντικό, γιατί βοήθησε πολύ στήν διατήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας.
Σκοπός τοῦ βιβλίου εἶναι νά καταγραφοῦν οἱ ὁμολογίες καί τά μαρτύρια τῶν νεοφανῶν μαρτύρων καί νά γίνουν ἀνάγνωσμα ἀπό τούς Χριστιανούς πού βρίσκονταν κάτω ἀπό τήν δουλεία τῶν Ὀθωμανῶν, σέ μιά περίοδο πολύ κρίσιμη, ὅπου παρατηροῦνταν πολλές ἀλλαξοπιστίες καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀλλοιωνόταν ἡ ταυτότητα τῶν ὑποδούλων Ρωμηῶν.
Μέσα στό πλαίσιο αὐτό σκοπός τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἦταν νά προτρέψη τούς Ρωμηούς νά ὑπομένουν τούς πολλούς πειρασμούς πού ἀντιμετώπιζαν, νά παραμείνουν σταθεροί στήν πίστη τους στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία, νά ἐπιστρέψουν στήν Ἐκκλησία ὅσοι εἶχαν ἀρνηθῆ τόν Χριστό καί ἀλλαξοπίστησαν καί ἀκόμη νά μαρτυρήσουν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιά ἕνα σάλπισμα πνευματικῆς ἐλευθερίας, πού δινόταν μέσα ἀπό τά σπλάχνα τῆς Ρωμηοσύνης καί ὄχι ἔξω ἀπό αὐτήν.
Συνήθως κάνουμε λόγο γιά τήν συμβολή τῶν διαφωτιστῶν στήν ἐξέγερση τῶν ὑποδούλων Ρωμηῶν. Καί αὐτοί ἔπαιξαν ἕναν ρόλο, μεταξύ τῶν λογίων, ἀλλά ποτέ δέν πρέπει νά παραβλέπουμε τήν σημαντική προσφορά τῶν Νεομαρτύρων, καθώς καί τοῦ βιβλίου αὐτοῦ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού ἦταν μιά οὐσιαστική συμβολή στό νά διαφυλαχθῆ ἡ πνευματική ἐλευθερία καί ἡ αὐτοσυνειδησία τῶν Ρωμηῶν. Γιατί ἄν δέν προηγεῖτο ὁ ἀγώνας τῶν Νεομαρτύρων οἱ λόγιοι δέν θά εὕρισκαν ἀνταπόκριση στά λαϊκά στρώματα.
Ὅταν διαβάση κανείς τά συναξάρια τῶν Νεομαρτύρων, ἐκπλήσσεται ἀπό τό «πνεῦμα» πού διακατεῖχε τούς Χριστιανούς αὐτούς, πού προέρχονταν ἀπό ὅλη τήν Βαλκανική καί ἀγωνίσθηκαν μέ τόν τρόπο τους, δέχθηκαν νά μαρτυρήσουν παρά νά χάσουν τήν πνευματική τους ἐλευθερία, τό ὁποῖο τούς ξεχωρίζει σαφέστατα ἀπό τούς ἥρωες τῆς Πατρίδος. Οἱ Νεομάρτυρες ἦταν ἐμποτισμένοι ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐνῶ οἱ ἥρωες ἀγωνίζονταν γιά κάποιο ὑψηλό ἰδανικό.
Κατά τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τό Ἅγιον Πνεῦμα ἔλθη πλούσια στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, καί στήν συνέχεια διαπορθμευθῆ καί στό σῶμα του, τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μαρτυρήση γιά τόν Χριστό, ἀπό ἐσωτερική πληρότητα καί ἀγάπη καί μπορεῖ νά ὑπομείνη τά βασανιστήρια. Αὐτό σημαίνει ὅτι τῆς πληρώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα προηγεῖται ἡ ἡσυχαστική ζωή, καί ἀκολουθοῦν ἡ μαρτυρία καί τά μαρτύρια.
Τό «Νέον Μαρτυρολόγιον» εἶναι γεμάτο ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα πού διακατεῖχε τούς ὁσίους ἀσκητές, τούς μάρτυρες καί τούς μεγάλους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Στήν ζωή τῶν Νεομαρτύρων βλέπει κανείς τήν εὐαγγελική ἄσκηση, διάφορα στοιχεῖα τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, καί τήν ἐμπειρία τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων. Στά συναξάρια αὐτά συναντᾶ κανείς τήν σωστή πνευματική καθοδήγηση πού λάμβαναν οἱ Χριστιανοί ἀπό διαφόρους ἁγίους πνευματικούς Πατέρες, οἱ ὁποῖοι τούς συνιστοῦσαν τό μαρτύριο· βλέπει τήν ἀτμόσφαιρα πού διακατεῖχε τούς μάρτυρες, δηλαδή τήν προσευχή μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», τήν νοερά καρδιακή προσευχή, τήν ἔλευση τῆς εὐχῆς στήν καρδιά, τόν φωτισμό τοῦ νοός· τήν ἔκσταση, ὡς ἁρπαγή τοῦ νοός· τήν δίψα τοῦ μαρτυρίου, τά μαρτύρια μέ ἔκσταση, ὥστε νά μποροῦν νά βαστάσουν τούς πόνους τῶν βασάνων· τήν ἔκφραση τῆς μετανοίας τῶν ἤδη ἀλλαξοπισθέντων μέ τό μαρτύριό τους· τήν ἔλλαμψη στό σῶμα ὑπό τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τήν συνανάκραση σώματος καί Φωτός, τήν θέωση· τόν φωτισμό τοῦ χώρου τῆς φυλακῆς ἀπό κάποιο ἄλλο φῶς· τά ἐκδηλούμενα διάφορα σημεῖα κατά τήν διάρκεια τοῦ μαρτύριου· τήν ἐμφάνιση τῶν ἁγίων μέσα στό φῶς· τήν ἔλλαμψη τῶν λειψάνων τῶν μαρτύρων· τά διάφορα θαύματα πού γίνονταν μετά τό μαρτύριο κλπ.
Τό «Νέον Μαρτυρολόγιον» εἶναι ἕνα συναξάριο πού δείχνει τό «πνεῦμα» πού διακατεῖχε τούς Νεομάρτυρες πού ἦταν τό ἴδιο τό «πνεῦμα» τῶν ἀρχαίων ἀσκητῶν καί ἀρχαίων μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἦταν μέτοχοι τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί ὁδηγοῦντο ἀπό αὐτό στό μαρτύριο.
Πέρα ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων, μεγάλη σημασία ἔχει καί τό «προοίμιο» τό ὁποῖο συνέγραψε ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου. Φαίνεται ὅτι ὁ Ἅγιος ἐμπνεύσθηκε πολύ ἀπό τά θαυμαστά μαρτύρια αὐτῶν τῶν εὐλογημένων ἀνθρώπων καί καρπός τῆς ἐμπνεύσεώς του ἦταν αὐτό τό θαυμάσιο πράγματι «προοίμιο».
Στήν ἀρχή τοῦ «προοιμίου» ὁ ἅγιος Νικόδημος δοξάζει τόν Θεό γιατί ἀνέδειξε τόσους Νεομάρτυρες κατά τήν δύσκολη αὐτή περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας «ὑποκάτω εἰς τόν σκληρόν ζυγόν, καί τήν αἰχμαλωσίαν τῶν νῦν κρατούντων… Οἱ ὁποῖοι διά νά φυλάξουν τήν ἐλευθερίαν, καί εὐγένειαν τῆς Χριστιανικῆς ἡμῶν πίστεως, κατεφρόνησαν πλοῦτον, δόξαν, ἡδονάς, καί κάθε ἄλλην σωματικήν ἀπόλαυσιν, καί παρέδωκαν προθύμως τόν ἑαυτόν τους εἰς θάνατον». Καί μάλιστα αὐτό τό ἔκαναν μέ χαρά σέ μιά περίοδο πού ἔλλειψε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἠσθένησε ἡ πίστη καί λιγόστευσε ἡ ἐλπίδα. Πρέπει νά δοξασθῆ ὁ Θεός, γιατί αὐτό εἶναι ἕνα θαῦμα «παρόμοιον ὡσάν νά βλέπῃ τινας μέσα εἰς τήν καρδίαν τοῦ χειμῶνος, ἑαρινά ἄνθη, καί τριαντάφυλλα· μέσα εἰς τήν βαθυτάτην νύκτα, ἡμέραν καί ἥλιον· μέσα εἰς τό ψηλαφητόν σκότος, φῶτα λαμπρότατα· ἐν καιρῷ τῆς αἰχμαλωσίας, νά βλέπῃ ἐλευθερίαν· καί ἐν καιρῷ τῆς τωρινῆς ἀσθενείας, ὑπερφυσικήν δύναμιν».
Ἔπειτα, καταγράφει τά πέντε αἴτια γιά τά ὁποῖα ὁ Θεός ἀνέδειξε τούς Νεομάρτυρας κατά τήν διάρκεια τῆς δουλείας. Γράφει:
«Εἰδέ καί ἐρωτᾷ τινάς, διά ποῖα αἴτια εὐδόκησεν ὁ Θεός νά γίνωνται οὗτοι οἱ νέοι Μάρτυρες εἰς τούς τωρινούς καιρούς; Ἀποκρίνομαι, ὅτι διά πέντε τινά: α΄. διά νά ἦναι ἀνακαινισμός ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. β’. διά νά μένουν ἀναπολόγητοι ἐν τῆ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως οἱ ἀλλόπιστοι. γ΄. διά νά ἦναι δόξα μέν καί καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἔλεγχος δέ καί καταισχύνη τῶν ἑτεροδόξων. δ΄. διά νά ἦναι παράδειγμα ὑπομονῆς εἰς ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς ὁπού τυραννοῦνται ὑποκάτω εἰς τόν βαρύν ζυγόν τῆς αἰχμαλωσίας. ε΄. δέ καί τελευταῖον, διά νά ἦναι θάρρος, καί παρακίνησις εἰς τό νά μιμηθοῦν διά τοῦ ἔργου τό μαρτυρικόν τους τέλος, καί ὅλοι μέν οἱ Χριστιανοί οἱ κατά περίστασιν εἰς τό μαρτυρῆσαι ἀναγκαζόμενοι. Ἐξαιρέτως δέ καί μάλιστα, ὅσοι ἔφθασαν νά ἀρνηθοῦν πρότερον τήν Ὀρθόδοξον πίστιν».
Ὕστερα ἀπό τήν ἀνάπτυξη τῶν πέντε αὐτῶν αἰτίων, ἐγκωμιάζει τούς ἀθλητές καί Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ «τά γλυκύτατα πᾶσι Χριστιανοῖς καί πράγματα, καί ὀνόματα, τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως παρεμβολή καινή, καί γεναιότατον στράτευμα…»· τούς ὀνομάζει ἀγγέλους, διότι ἐνίκησαν τόν ἀσώματο διάβολο ὡς ἀσώματοι ὄντες· φωστῆρες πού ἔλαμψαν μέ τίς ἀκτίνες τοῦ μαρτυρίου «ἀνάμεσα εἰς τήν βαθείαν ταύτην νύκτα καί ψυχρότητα τῆς αἰχμαλωσίας» καί λάμπουν «εἰς τάς διανοίας τῶν Ὀρθοδόξων τρανώτερον τό φῶς τῆς θεογνωσίας»· ποταμούς, διότι «μέ τήν πλημμύραν τῶν αἱμάτων» τους κατεβύθησαν «τήν πλάνην τῶν ἀλλοπίστων· ἰατρούς, διότι θεραπεύουν μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος αὐτῶν πού τούς ἐπικαλοῦνται μέ πίστη· πύργους τῆς εὐσεβείας, φύλακας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, μυρίπνοα ἄνθη καί ρόδα τοῦ Παραδείσου, προστάτας, βοηθούς καί σωτήρας τῶν Ὀρθοδόξων».
Στό τέλος δέ ζητᾶ τίς πρεσβεῖες τους πρός τόν Θεό γιά νά γίνη ἵλεως γιά τίς ἁμαρτίες.
Νομίζω εἶναι καλό νά γραφοῦν μερικά ἐνδιαφέροντα σημεῖα ἀπό τό σημαντικό αὐτό «προοίμιο» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, γιατί συνδέονται μέ τό θέμα πού θίγουμε στήν ἑνότητα αὐτή καί σχετίζονται μέ τήν μεγάλη προσφορά τῆς Ἐκκλησίας, καί διά τῶν Νεομαρτύρων, στήν διάσωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλά καί τοῦ Γένους σέ μιά περίοδο κρίσιμη, κατά τήν περίοδο τῆς δουλείας στούς Ὀθωμανούς.
Οἱ Νεομάρτυρες ἐκήρυτταν ὅτι ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπλανής καί ἀληθινή καί ὁμολογοῦσαν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός ἀληθινός, ἄν καί ἦταν «γεννηθέντες καί ἀνατραφέντες, ἀνάμεσα εἰς τά πλήθη τῶν ἀλλοπίστων, τελευταῖον, ἐνώπιον τῶν ἰδικῶν τους ἡγεμόνων, καί κριτῶν, μέ μεγάλην ἀνδρείαν» Τήν δέ ὁμολογία τους ἐβεβαίωσαν «μέ τά διάφορα θαύματα, τά ὁποῖα ἐνήργησε δι’ αὐτῶν ὁ Θεός, τόσον ἐν τῷ καιρῷ τοῦ μαρτυρίου των, ὅσον καί μετά τήν τοῦ Μαρτυρίου των τελείωσιν». Ὅλα αὐτά ἦταν γεγονότα κοινωνικά, πού γίνονταν γνωστά σέ ὁλόκληρες περιφέρειες καί ἐνεργοῦσαν ἀποτελεσματικά στίς καρδιές τῶν ὑποδούλων Ρωμηῶν.
Ἄλλο σημεῖο εἶναι ὅτι οἱ Νεομάρτυρες, μέ τό μαρτύριό τους, συνιστοῦσαν στούς Χριστιανούς νά κάνουν ὑπομονή στά βάσανα πού ἀντιμετώπιζαν καί νά μή ἐγκαταλείψουν τήν πίστη τους στόν Χριστό. Βάζοντας ὁ ἅγιος Νικόδημος τούς Νεομάρτυρες νά ὁμιλοῦν ἐκεῖνοι, γράφει:
«Ἀδελφοί μας Χριστιανοί. Ἀδελφοί μας ἀγαπητοί, καί παμπόθητοι. Ὁ λαός τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ ἐκλεκτός, καί περιούσιος, λάβετε παράδειγμα ὑπομονῆς τῶν θλίψεων ὁπού δοκιμάζετε, καί ἀπό ἡμᾶς τούς συναδελφούς σας. Ἡμεῖς διά νά ὑπομείνωμεν ἀνδρείως διά τόν Χριστόν τά παρά τῶν ἀλλοπίστων διάφορα μαρτύρια, ἐκληρονομήσαμεν μίαν Βασιλείαν αἰώνιον, καί ἐσυναριθμήθημεν μέ τούς παλαιούς, καί Ἁγίους Μάρτυρας. Καί ἐσεῖς ἄν ὑπομένετε μετά εὐχαριστίας, διά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τούς δαρμούς, τάς φυλακάς, τάς ἁλύσεις, τάς ἀγγαρείας, τάς ζημίας, τά ἀνυπόφορα δοσίματα, καί τά ἄλλα βάσανα ὁπού σᾶς κάμνουν οἱ νῦν κρατοῦντες, βέβαια ὡς Μάρτυρες τῇ ποαιρέσει λογίζεσθε κοντά εἰς τόν Θεόν».
Καί πιό κάτω τούς συνιστᾶ νά μή ἀλλαξοπιστήσουν, καίτοι εὑρίσκονται ἐν μέσῳ λύκων:
«Φυλαχθῆτε ἀγαπητοί ἀδελφοί μας, φυλαχθῆτε διά ἀγάπην Θεοῦ καί διά τήν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν σας, νά μή σᾶς κλέψουν τόν θησαυρόν τῆς Ἁγίας σας πίστεως, τῆς ὁποίας ὅλος ὁ Κόσμος μέ ὅλας του τάς δόξας, καί ἀναπαύσεις, καί τά βασίλεια, δέν εἶναι ἀντάξιος. Ἐνθυμηθῆτε πώς ὁ δεσπότης μας Χριστός ὁπού σᾶς ἔβαλεν ὡσάν τά πρόβατα ἀνάμεσα εἰς τά ἀνήμερα θηρία, σᾶς ἔδωκε τοιαύτην παραγγελίαν, νά ἦσθε φρόνιμοι ὡσάν τό ὀφίδι».
Καί κατωτέρω γράφει:
«Φυλαχθῆτε νά μήν ἀρνηθῆτε τήν Ὀρθόδοξον πίστιν σας, καί νά ὁμολογήσετε τήν ἐκείνων θρησκείαν. Μή τυφλωθῆτε τόσον, ὁπού νά προτιμήσετε τό σκότος ἀπό τό φῶς· τό ψεῦδος ἀπό τήν ἀλήθειαν· τό χαλκοῦν καί κάλπικον νόμισμα ἀπό τό καθαρόν καί δοκιμασμένον μάλαγμα· τό γυαλί καί ἄτιμον χαλίκι ἀπό τό ἀτίμητον πετράδι· μέ ἕναν λόγον, τόν ἅδην ἀπό τόν οὐρανόν, καί τήν κόλασιν ἀπό τόν Παράδεισον· μή τό καταδεχθῆτε ποτέ, μή, νά ἀφήσετε τήν ἁγιωτάτην πίστιν σας, ἥτις κάμνει ἐκείνους ὁπού τήν πιστεύουν, ἀπό ἀνθρώπους Ἀγγέλους· ἀπό ἐπιγείους οὐρανίους· ἀπό ὑλικούς, υἱούς Θεοῦ κατά χάριν, λαμπροτάτους ἡλίους, κληρονόμους τῆς οὐρανῶν βασιλείας. Καί ἁπλῶς εἰπεῖν, μή τό στέρξετε ποτέ, ποτέ ἀδελφοί, νά ἀρνηθῆτε τόν πρᾳότατον, τόν γλυκύτατον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν ἀληθινόν υἱόν τοῦ Θεοῦ, καί Θεόν, δι’ οὗ ἐκτίσθησαν ὅλα τά πάντα, οὐράνια, ἐπίγεια, καί καταχθόνια, τόν πλάστην σας· τόν προνοητήν σας· τόν πατέρα σας· τόν εὐεργέτην σας· τόν σωτῆρα σας· τόν διδάσκαλόν σας· ὅστις ἐγένετο ἄνθρωπος, καί ἔπαθε, καί ἐσταυρώθηκε, καί ἀπέθανε, καί ἀνέστη διά τήν σωτηρίαν τήν ἐδικήν σας· ὅστις σᾶς ἔπλυνε μέ τό θεῖον του βάπτισμα· σᾶς ἔθρεψε μέ τό σῶμα του· σᾶς ἐπότισε μέ τό αἷμα του· ὅστις σᾶς ἐξαγόρασεν ἀπό τάς χεῖρας τοῦ διαβόλου· σᾶς ἐλύτρωσεν ἀπό τήν κόλασιν· καί σᾶς ἔκαμε κληρονόμους τῆς βασιλείας του· ἀλλ’ οὐδέ μέ λόγον ψιλόν νά στέρξετε, ἀλλ’ οὐδέ μέ νεῦμα μόνον ἁπλοῦν, νά φανῆτε πώς ἀρνεῖσθε τόν Χριστόν, καί δέχεσθε ἄλλην θρησκείαν, κἄν μυρία βάσανα σᾶς κάμουν, κἄν χιλίους θανάτους σᾶς δώσουν· διά τί καί ὁ ψιλός ἐκεῖνος λόγος, καί τό ἁπλοῦν ἐτοῦτο νεῦμα, σᾶς χωρίζουν ἀπό τόν Χριστόν, καί τήν βασιλείαν του, καί σᾶς καταδικάζουν εἰς τήν αἰώνιον κόλασιν».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος διά τῶν Νεομαρτύρων ἐνθαρρύνει τούς ὑποδούλους Ρωμηούς νά μή φοβηθοῦν ἀπό τίς ἀπειλές τῶν τυράννων:
«Μή σᾶς φοβίζουν ἀδελφοί, τά ἄγρια πρόσωπα τῶν τυράννων, οὔτε τό πλῆθος αὐτῶν, οὔτε ἡ φωναῖς τους, οὔτε οἱ φοβέραις τους. Μή σᾶς φοβίσουν ἡ πληγαῖς, ἡ σπάθαις, ἡ ἁλυσίδες, ἡ φυλακαῖς. Μή σᾶς φοβίζουν ἡ φούρκαις, τά τζεγγέλια, ἡ πυρκαϊαῖς».
Γνώρισε ὁ ἅγιος Νικόδημος ὅτι ὑπῆρχαν πολλοί πού εἶχαν ἀλλαξοπιστήσει, δηλαδή ἀρνήθηκαν τόν Χριστό, καί ἀπεδέχθησαν τόν Μουσουλμανισμό καί ἔτσι ἀπέκτησαν δόξες, τιμές, ἀξιώματα, πλοῦτο, ἀπό τούς Ὀθωμανούς. Ὁ ἅγιος εἶχε σαφῆ γνώση ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό ἔρριψαν τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί ἔλαβαν τό «χάραγμα» πού τούς «ἔδωκε τό θηρίον, δηλαδή ὁ διάβολος, καί ἡ εἰκών τοῦ θηρίου δηλαδή ὁ ἀρχηγός τῆς θρησκείας τῶν ἀλλοπίστων». Γι’ αὐτό, χρησιμοποιώντας τά στόματα τῶν Νεομαρτύρων, τούς συνιστᾶ νά μετανοήσουν καί νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέ πραγματική μετάνοια καί κυρίως μέ τό μαρτύριό τους. Γράφει:
«Σᾶς παρακινοῦμεν λοιπόν ἀδελφοί, νά μιμηθῆτε ἡμᾶς τούς ὁμοιοπαθεῖς ἀδελφούς σας, καί νά πιασθῆτε δεύτερον εἰς τόν πόλεμον μέ τόν ἐχθρόν ὁπού σᾶς ἐνίκησε, καί νά μή τόν ἀφήσετε πλέον ἕως ὁπού κατά κράτος νά τόν νικήσετε· τό λέγομεν καθαρώτερον· α΄. Πρέπει νά ὑπάγετε εἰς κανένα πνευματικόν ἔμπειρον, καί ἐνάρετον, νά ἐξομολογηθῆτε τήν ἄρνησιν ὁπού ἐκάματε, καί ὅλας τάς λοιπάς ἁμαρτίας σας· φανερώνοντες εἰς αὐτόν καί τόν σκοπόν ὁπού ἔχετε διά τό μαρτύριον· β΄. Νά ζητήσετε νά λάβετε τήν δευτέραν χρίσιν τοῦ Ἁγίου μύρου, κατά τήν διάταξιν τῆς Ἐκκλησίας μας· γ΄. Νά τραβηχθῆτε εἰς ἕνα μέρος ἥσυχον, καί ἐκεῖ καθήμενοι νά παρακαλέσετε τόν Θεόν μέ νηστείαν, ἀγρυπνίαν, καί δάκρυα, διά νά γένῃ ἵλεως εἰς τό μέγα σφάλμα ὁπού ἐκάμετε· καί μάλιστα διά νά ἀνάψῃ τήν θείαν του ἀγάπην εἰς τήν καρδίαν σας, καί νά σᾶς ἐνδυναμώσῃ εἰς τό Μαρτύριον, διά νά καταισχύνετε τόν διάβολον, καί τούς ὑπηρέτας του· δ΄. Νά κοινωνήσετε τά θεῖα μυστήρια μέ κατάνυξιν καί εὐλάβειαν. Καί ε΄. ὕστερα ἀπό ὅλα ταῦτα, νά σηκωθῆτε νά ὑπάγετε εἰς τόν τόπον ἐκεῖνον ὁπού ἠρνήθητε τόν Χριστόν πρότερον, καί ἐκεῖ νά ἀρνηθῆτε τήν θρησκείαν ἐκείνην ὁπού ἐδέχθητε, καί νά ὁμολογήσετε τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καί ἐν τῇ ὁμολογίᾳ ταύτῃ νά χύσετε τό αἷμα σας, καί νά ἀποθάνετε· ἔτζη ἐκάμαμεν ἡμεῖς, καί μέ τήν χάριν τοῦ Χριστοῦ ἐνικήσαμεν· ἔτζη νά κάμετε καί ἐσεῖς διά νά νικήσετε».
Τό ἐκπληκτικτό σημεῖο ἀπό τό «προοίμιο» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου εἶναι ἡ προτροπή του, διά στόματος τῶν Νεομαρτύρων, πρός τούς ἀρνηθέντες τόν Χριστόν νά προχωρήσουν πρός τό μαρτύριο: «Τρέχετε, τρέχετε λοιπόν ἀδελφοί, διά νά φυλάσσετε τόν ποθούμενον· δράμετε, δράμετε, διά νά μή φύγῃ τό κυνῆγι ἀπό τάς χείρας σας· ἀγωνισθῆτε, ἀγωνισθῆτε, διά νά μή σᾶς πάρουν ἄλλοι τόν Στέφανον». Μάλιστα τούς διαβεβαιώνει ὅτι μόλις θά εἰσέλθουν στό μαρτύριο μέ πίστη γιά νά κηρύξουν τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ «ἐνώπιον τῶν ἀλλοπίστων», τότε ὁ Θεός «θά στείλει μυστικῶς, καί ἀοράτως τήν θείαν Του χάριν καί βοήθειαν, διά νά σᾶς παρηγορήσῃ, καί νά σᾶς ἐνδυναμώσῃ εἰς τό Μαρτύριον».
Σέ ἕνα σημεῖο τοῦ «προοιμίου» του ὁ ἅγιος Νικόδημος λέγει ὅτι μέ τούς Νεομάρτυρες χαίρεται ἡ Ἐκκλησία, γιατί ὅσο περνᾶ ὁ καιρός αὐξάνονται τά νέα παιδιά της. Καί γράφει: Ἡ Ἐκκλησία «αὐξάνει τήν χαράν της… ἐπειδή κατά τό ἐνεστός ἔτος (1794) εἰς διάστημα ἐννέα μηνῶν, εἶδεν, ὅτι ἤνθισαν εἰς τόν νοητόν της παράδεισον, ὡς ρόδα ἐρυθρά, καί εὔοσμα, πέντε νέοι Μάρτυρες, ἐν διαφόροις τόποις ἀθλήσαντες». Ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται κυρίως σέ χρόνους μαρτυρικούς, μέσα στούς διωγμούς καί ὄχι τόσο σέ περίοδο ἐξωτερικῆς εἰρήνης καί ἐλευθερίας.
Γενικά, ὄχι μόνον τό «προοίμιον», ἀλλά καί ὅλο τό περιεχόμενο τῶν μαρτυρολογίων τῶν Νεομαρτύρων εἶναι θαυμαστό καί μεγάλη προσφορά στούς Ρωμηούς πού ἦταν κάτω ἀπό τήν τουρκική σκλαβιά. Εἶναι ἀνυπολόγιστη ἡ προσφορά τῶν Νεομαρτύρων στό Γένος, ἀλλά καί σημαντική ἡ προσφορά τοῦ ἁγίου Νικοδήμου μέ τό βιβλίο μέ τά συναξάρια τῶν Νεομαρτύρων καί τήν συγγραφή τοῦ καταπληκτικοῦ προοιμίου.
6. Οἱ Φιλοκαλικοί Πατέρες-Κολλυβάδες
Τό δεύτερο μισό τοῦ 18 αἰῶνος ἀναπτύχθηκε στό Ἅγιον Ὄρος μιά πνευματική κίνηση, πού ἐπεκτάθηκε καί ἔξω ἀπό αὐτό, ἡ λεγόμενη νηπτική καί φιλοκαλική κίνηση καί παράδοση, στήν ὁποία συγκαταλέγονταν πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως ἱερομόναχοι καί μοναχοί. Στούς ἀνθρώπους αὐτούς ἀπέδωσαν τόν χαρακτηρισμό «κολλυβάδες», ἐπειδή ἡ κίνηση αὐτή ἄρχισε ἀπό ἕνα γεγονός ὅτι δέν ἀνέχονταν καί δέν ἐπιθυμοῦσαν νά γίνονται μνημόσυνα τήν Κυριακή, λόγῳ τοῦ ἀναστασίμου χαρακτήρα τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἀλλά τά κόλλυβα νά διαβάζωνται τό Σάββατο πού εἶναι ἡ ἡμέρα τῶν νεκρῶν.
Ὅμως, ἡ πνευματική αὐτή κίνηση δέν μπορεῖ νά κλεισθῆ μέσα στόν χαρακτηρισμό κολλυβάδες, ἀλλά ὅσοι συγκαταλέγονταν στήν πνευματική αὐτή κίνηση πρέπει νά ὀνομασθοῦν φιλοκαλικοί Πατέρες, γιατί, ὅπως ἀποδείχθηκε, βοήθησαν πολύ τούς Χριστιανούς καί τελικά τό Γένος νά παραμείνουν στήν πίστη τῶν Πατέρων τους καί νά διαφυλάξουν τήν πνευματική ταυτότητά τους.
Τήν ἐποχή ἐκείνη στό Ἅγιον Ὄρος παρατηρεῖται μιά ἄνθηση, μέ τήν παρουσία λογίων, ἀλλά καί πατερικῶν μοναχῶν. Ἤδη τόν 17ο αἰώνα παρατηρήθηκε τό ἐκπληκτικό καί παράδοξο νά παραχωρηθῆ τό δικαίωμα νά ἀνοίξουν οἱ Λατίνοι στό Ἅγιον Ὄρος Σχολή πού λειτούργησε γιά μερικά χρόνια, μέχρις ὅτου κλείσθηκε ἀπό τούς Τούρκους. Τό παράδοξο ἀκόμη εἶναι ὅτι κλήθηκε ἕνας προτεστάντης Καθηγητής γιά νά διδάξη στήν ὑπό ἵδρυση Ἀκαδημία φιλοσοφία καί θεολογία. Ὅμως, ταυτόχρονα ὑπῆρξαν καί ζηλωτές μοναχοί, φωτισμένοι θεολόγοι μέ πολλά διανοητικά καί πνευματικά χαρίσματα (Παναγιώτης Χρήστου).
Τέτοιοι φωτισμένοι Πατέρες καί θεολόγοι ἦταν οἱ Φιλοκαλικοί Πατέρες, οἱ ὁποῖοι γνώρισαν καί ἔζησαν ὅλη τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν παρουσίασαν στήν ἐποχή τους, γι’ αὐτό καί ἔχουν χαρακτηρισθῆ ὡς «ἀνανεωταί τῆς πατερικῆς σκέψεως». Πρόκειται γιά τόν Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη πού προερχόταν ἀπό γονεῖς ἑβραϊκῆς καταγωγῆς, ἀλλά προσήλυτους στήν Ὀρθοδοξία, τόν Ἀθανάσιο Πάριο (1721-1813), τόν Μακάριο Κορίνθου Νοταρᾶ (1731-1805), τόν Νικόδημο Ἁγιορείτη (1749-1809) καί ἄλλους. Πέρα ἀπό αὐτούς, ὡς Κολλυβάδες χαρακτηρίζονταν καί οἱ Χριστοφόρος Προδρομίτης, Ἰάκωβος Πελοποννήσιος, Παΐσιος Καλλιγράφος, Παρθένιος Ζωγράφος, Ἀγάπιος Κύπριος κ.ἄ. Οἱ Φιλοκαλικοί Πατέρες-Κολλυβάδες ἦταν σχολάρχες καί διδάσκαλοι σέ διάφορες Σχολές, παιδαγωγοί τοῦ Γένους, ἡγέτες στόν μοναχισμό, Πνευματικοί Πατέρες καί καθοδηγητές μαρτύρων, συγγραφεῖς, μεταφραστές καί σχολιαστές διαφόρων κειμένων κλπ.. Ἡ σημαντικότερη φυσιογνωμία εἶναι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πράγματι πρωτεργάτης σέ αὐτήν τήν πνευματική κίνηση, ὅπως εἴδαμε καί προηγουμένως.
Εἶναι γνωστόν ὅτι στήν Δύση ἀναπτύχθηκε τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ Διαφωτισμός ὡς ἀντίδραση στήν μεταφυσική θεολογία τῆς Δύσεως, ὁ ὁποῖος Διαφωτισμός ἔδινε προτεραιότητα στόν ὀρθό λόγο καί τίς αἰσθήσεις. Τίς ἀρχές τοῦ Διαφωτισμοῦ προσπάθησαν νά περάσουν μέσα στόν χῶρο τῆς ὀρθοδόξου ἀνατολῆς, μέ τόν λεγόμενο «νεοελληνικό Διαφωτισμό», Ἕλληνες λόγιοι πού σπούδαζαν στήν Δύση καί διακατέχονταν ἀπό ἀρχαιολατρεία.
Πρός ἀντιμετώπιση τοῦ κινήματος τοῦ νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ ἐργάσθηηκαν οἱ φιλοκαλικοί-Κολλυβάδες Πατέρες πού διακόνησαν τόν λαό τοῦ Θεοῦ μέ διαφόρους τρόπους «μέ ἔργο καί λόγο, μέ γραφίδα καί βίο, μέ συγγραφές καί ἐκδόσεις, μέ μεταφραστικό πλουτισμό καί πρωτότυπη θεολογική λειτουργική καί κανονική παραγωγή, μέ συναξαριστικές συλλογές καί νεομαρτυρικές προαλείψεις, μέ ἄσκηση καί μαρτύριο συνειδήσεως, μέ ἔνταση ὑπέρ τῆς παραδόσεως, καί ὡς πρός τήν ἀνόθευτη πίστη, καί ὡς πρός τό ἀπαραχάρακτο ἦθος, καί ὡς πρός τίς καταλυτικές τῆς θείας λατρείας τυποποιήσεις καί ἀνατροπές, τόν ἀληθῆ ἁγιοπατερικό καί ρωμαίϊκο διαφωτισμό τοῦ Γένους».
Οἱ Φιλοκαλικοί Πατέρες, ὅπως φαίνεται ἀπό τό ἔργο τό ὁποῖο ἄφησαν, πρόβαλαν τήν ἐμπειρική θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως τήν συναντοῦμε στά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τούς βίους τῶν ἁγίων· ἀντέταξαν στόν δυτικό σχολαστικισμό τά ἐμπειρικά κριτήρια τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, τόν ἡσυχαστικό τρόπο ζωῆς· ἀντιπαρέθεσαν «στόν δρόμο τῆς ἀλαζονικῆς καί νοησιαρχικῆς πολυγνωσίας τόν ἁγιοπατερικό δρόμο τῆς καθαιρόμενης, φωτιζόμενης καί θεούμενης χαρισματικά ὕπαρξης» καί στούς κατά κόσμον σοφούς, τούς θεουμένους ἁγίους καί τούς Νεομάρτυρας· ἐξισορρόπησαν ὡς πατερικοί τόν ἀνατρεπτικό φιλελευθερισμό μέ τόν τυποποιημένο συντηρητισμό ὅπως καί συνέδεσαν τό δόγμα μέ τό ἦθος· διακίνησαν «τήν ἐνίσχυση τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καί τήν ἀφύπνιση τοῦ Ἑλληνισμοῦ» · καί τελικά σκόπευαν στήν «ἀπό πάσης πλευρᾶς πνευματική ἄνοδο τοῦ λαοῦ τῆς ἐποχῆς τους, ἀλλά καί τήν προφύλαξή του ἀπό τούς δυτικότροπους νεωτερισμούς».
Τό ἔργο τῶν Φιλοκαλικῶν Πατέρων εἶναι μεγάλο καί μελετήθηκε ἀπό πολλές πλευρές καί μελετᾶται ἀκόμη καί σήμερα. Πολλοί ἀπό τούς συγχρόνους Χριστιανούς ἀνεκάλυψαν τόν θησαυρό τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, μελετώντας τά κείμενα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Σημαντικό εἶναι τό ἔργο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, σέ συνεργασία μέ τόν ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, μέ τίτλο «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν συνερανισθεῖσα παρά τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων» καί ὑπότιτλο πού δείχνει τό περιεχόμενο, «ἐν ᾗ διά τῆς κατά τήν πρᾶξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται». Τό ἔργο αὐτό εἶναι μιά ἀνθολόγηση νηπτικῶν κειμένων τῶν Πατέρων πού ἀναφέρονται στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο βιώνει κανείς τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τήν τίτλο καί ἀπό τόν ὑπότιτλο φαίνεται τό «πνεῦμα» πού διακατεῖχε τούς δύο αὐτούς Φιλοκαλικούς Πατέρας, τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί τόν Μακάριο Νοταρᾶ, καί τό πῶς ἤθελαν νά μορφώσουν τούς ὑποδούλους ἀδελφούς τους. Διαβάζοντας κανείς τά κείμενα τῆς Φιλοκαλίας, παρατηρεῖ ὅλο τόν πλοῦτο καί τήν ἀξία τῶν νηπτικῶν αὐτῶν κειμένων. Σήμερα ὅσοι ἀπό τούς δυτικούς γίνονται Ὀρθόδοξοι μαγεύονται ἀπό τήν ἀξία αὐτῶν τῶν ἡσυχαστικῶν κειμένων πού συνέλεξαν ὁ ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί τά ἐξέδωσε μέ εἰσαγωγές καί κριτικές παρεμβάσεις ὁ τελευταῖος.
Εἶναι σημαντικό τό «προοίμιο» πού συνέγραψε ὁ ἅγιος Νικόδημος καί γιά τήν ἔκδοση τῆς «Φιλοκαλίας», στό ὁποῖο συνδέει ἀναπόσπαστα τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί ὅλο τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας μέ τήν ἡσυχαστική-νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν ἀρχή ἀναφέρεται στήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, τήν πτώση του καί τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, πού εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἐπαναφορά τοῦ ἀνθρώπου στήν κοινωνία μέ τόν Θεό πού γίνεται μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, μέ τό ὁποῖο εἰσέρχεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «οἱονεί σπέρμα θεῖον». Ἔπειτα, παρουσιάζει πῶς ἡ Χάρη αὐτή σκεπάζεται ἀπό τά πάθη καί ἀπαιτεῖται ἡ εὕρεσή της, προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά ἐπιτύχη τήν σωτηρία του. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν νήψη, τήν προσοχή καί τήν φυλακή τοῦ νοός, τήν προσευχή μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, σέ συνδυασμό μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του, ἀφοῦ διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἀναπτύσσεται ἡ καρδιακή θέρμη καί ἔτσι καταναλίσκονται τά πάθη, καθαίρονται ὁ νοῦς καί ἡ καρδία καί ἑνώνονται μεταξύ τους. Στήν συνέχεια τηροῦνται εὐκολότερα οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἐκχέονται οἱ καρποί τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί μέ τόν τρόπο αὐτόν μέ συντομώτερη ὁδό εὑρίσκεται ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού βρίσκεται στήν καρδιά καλυμμένη ἀπό τά πάθη.
Ἀφοῦ ἀναφέρεται στά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων πού κάνουν λόγο γιά τήν ἐργασία τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τήν κάθαρση τοῦ νοός καί τῆς καρδίας, στήν συνέχεια περιγράφει τήν κατάσταση τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀφοῦ ὄχι μόνον οἱ λαϊκοί, ἀλλά καί οἱ μοναχοί διακρίνονταν γιά τήν «ἀγνωσία» καί τήν «ἀμέλεια» αὐτῶν τῶν νηπτικῶν κειμένων, τά ὁποῖα βοηθοῦν στήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Μάλιστα, καί αὐτά τά νηπτικά κείμενα παρέμειναν μέχρι τότε στό σκοτάδι καί τήν γωνία «ἀκλεῆ καί σητόβρωτα καί τῇδε κἀκεῖσε παρερριμμένα τε καί διεσπαρμένα». Κατά τόν ἅγιο Νικόδημο οἱ περισσότεροι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς διάκεινται μέ ἀμέλεια ὡς πρός τήν ἱερά αὐτή ἐργασία καί κατατρίβονται στήν ζωή τους μόνο μέ τά ἐργαλεῖα τῶν ἀρετῶν, ἐνῶ ἀμελοῦν τήν ἐσωτερική ἱερά ἐργασία, τήν φυλακή τοῦ νοός καί τῆς καθαρᾶς προσευχῆς ἡ ὁποία μόνο ὁδηγεῖ πρός θέωσιν τόν ἄνθρωπο. Μάλιστα δε, ὅπως γράφει «καί παρά τοῖς μοναχοῖς αὐτοῖς καί ἡσύχως μονάζουσι, σπανιώτατον ἐστιν, ὤ τῆς ζημίας! καί πάνυ δυσεύρετον». Πιστεύει δέ ὅτι, ἐπειδή ἐγκαταλείφθηκε αὐτή ἡ ἱερά ἐργασία, ἡ ἱερά ἡσυχία, γι΄ αὐτό καί ἐξέλειπαν οἱ διαπρέποντες ἐν ἁγιότητι καί ἀπό τούς ζῶντας καί ἀπό τούς μετά τόν θάνατον καί ἔτσι λίγοι εἶναι οἱ σωζόμενοι στήν ἐποχή μας. Γιατί «δίχα δέ τοῦ θεωθῆναι τόν νοῦν, ἔφη τις, οὐχ ὅπως ἁγιάσαι, ἀλλ’ οὐδέ σωθῆναι τόν ἄνθρωπον ἐνδέχεται», ἀφοῦ ταυτίζεται ἡ θέωση μέ τήν σωτηρία, διότι «ταυτόν γάρ ἐστι σωθῆναι καί θεωθῆναι». Γράφοντας ὅλα αὐτά καί ἀναφερόμενος στήν ἀγνωσία καί τήν ἀμέλεια τῶν συγχρόνων του γιά θέματα ἱερᾶς ἡσυχίας γράφει: «Θρηνῶ δέ τό ἐντεῦθεν· καί μοι τό πάθος ἐπικόπτει τόν λόγον». Τήν μέθοδο τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας τήν χαρακτηρίζει «ἁγία», διότι δι΄ αὐτῆς ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν πλάνη.
Ἐπειδή ὑπῆρχαν ὁρισμένοι πού εἶχαν ἀντίρρηση γιά τήν δημοσίευση τῶν νηπτικῶν αὐτῶν κειμένων, διότι δῆθεν ἀπό τήν ἀνάγνωσή τους ἀκολουθεῖ κάποιος κίνδυνος, ὁ ἅγιος Νικόδημος χρησιμοποιεῖ χωρία ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρας μέ τά ὁποῖα ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἐξάσκηση σέ αὐτό τό ἔργο «μετά πάσης ταπεινοφροσύνης καί πενθικῆς διαθέσεως» συνιστᾶται ἀπό ὅλη τήν Ἀποστολικοπατερική παράδοση γιά τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό τήν πλάνη.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος κάνει μιά θεολογική ἀνάλυση τῆς ἡσυχαστικῆς μεθόδου, πού συνδέεται μέ τήν νήψη καί τήν προσευχή, καί πρός τό τέλος τοῦ προοιμίου καταγράφει τό περιεχόμενο τῆς συλλογῆς αὐτῶν τῶν κειμένων πού συμπεριλαμβάνονται στήν «Φιλοκαλία»:
«Καί ἔχεις τοιγαροῦν, ὦ φίλτατε Ἀναγνῶστα, διά τοῦ πάντ’ ἀρίστου Κυρίου Ἰωάννου, ἄπονον τοῦ λοιποῦ καί εὐπόριστον, τήν παροῦσαν πνευματικήν Βίβλον. Βίβλον, τό τῆς νήψεως ταμιεῖον· τό τοῦ νοός φυλακτήριον· τό μυστικόν διδασκαλεῖον τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Βίβλον, τῆς πρακτικῆς τήν ἐξαίρετον ὑποτύπωσιν· τῆς θεωρίας τήν ἀπλανῆ ὁδηγίαν· τόν τῶν Πατέρων Παράδεισον· τῶν ἀρετῶν τήν χρυσῆν σειράν. Βίβλον, τό πυκνόν τοῦ Ἰησοῦ ἀδολέσχημα, τήν ἀνακλητικήν τῆς χάριτος σάλπιγγα καί, συνελόντα φάναι, αὐτό δή αὐτό τό τῆς θεώσεως ὄργανον, χρῆμα εἴπέρ τι ἄλλο μυριοπόθητον, καί πρό πολλῶν ἐτῶν μελετώμενον μέν καί ζητούμενον, ἀλλ’ οὐχ εὑρισκόμενον».
Στό τέλος δέ προτρέπει τούς ἀναγνώστας νά μελετήσουν τά κείμενα αὐτά γιατί θά τούς θρέψουν καί θά τούς μεθύσουν μέ τήν νηφάλιο μέθη τοῦ Πνεύματος καί θά τούς ἐλευθερώσουν ἀπό τήν δουλεία στά πάθη:
«Ἔλθετε τοίνυν, ἔλθετε· φάγετε τόν ἐν αὐτῇ γνωστικόν τῆς σοφίας ἄρτον, καί πίετε οἶνον τόν εὐφραίνοντα μέν νοητῶς τήν καρδίαν, ἐξιστῶντα δέ πάντων αἰσθητῶν ὁμοῦ τε καί νοητῶν διά τήν κατ’ ἔκστασιν θέωσιν, καί μεθύσθητε μέθην τῷ ὄντι νηφάλιον. Ἔλθετε πάντες ὅσοι κλήσεως ὀρθοδόξου τυγχάνετε μέτοχοι, συνάμα Λαϊκοί τε καί Μοναχοί, οἱ τήν ἐντός ὑμῶν οὖσαν τοῦ Θεοῦ βασιλείαν καί τόν ἐν τῷ ἀγρῷ τῆς καρδίας κεκρυμμένον εὑρηκέναι σπουδάζοντες θησαυρόν· ὅς ἔστιν ὁ γλυκύς Ἰησοῦς Χριστός· ἵν’ ὅπως, τῆς περί τά κάτω αἰχμαλωσίας, καί τῆς περιφορᾶς τοῦ νοός ἐλευθερωθέντος, καί τῆς καρδίας τῶν παθῶν καθαρθείσης, διά τῆς ἀδιαλείπτου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ φοβερᾶς ἐπικλήσεως, καί τῶν λοιπῶν συνεργῶν ἀρετῶν, τῶν ἐν τῇ παρούσῃ Βίβλῳ διδασκομένων, ἑνωθείητε μέν πρός ἑαυτούς, δι’ ἑαυτῶν δέ καί πρός Θεόν, κατά τήν πρός τόν Πατέρα τοῦ Κυρίου παράκλησιν, ἵνα ὦσι, λέγοντος, ἕν, ὡς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν· καί οὕτως αὐτῷ ἡνωμένοι καί ὅλως ἠλλοιωμένοι τῇ κατοχῇ καί ἐκστάσει τοῦ Θείου ἔρωτος δαψιλέστατα θεωθείητε, ἐν αἰσθήσει νοερᾷ καί ἀδιστάκτῳ πληροφορίᾳ καί πρός τόν πρῶτον σκοπόν τοῦ Θεοῦ ἐπανέλθοιτε, δοξάζοντες Πατέρα, Υἱόν καί Πνεῦμα Ἅγιον, τήν μίαν Θεαρχικωτάτην Θεότητα».
Τά κείμενα τῆς «Φιλοκαλίας» τά ὁποῖα παρέδωκαν οἱ ἅγιοι Πατέρες στά τέκνα τους «καθάπερ τινα πατρικήν κληρονομίαν», ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο στήν ἀναγέννηση πολλῶν Χριστιανῶν, τούς ὁποίους καθοδήγησαν νά ἀσχοληθοῦν μέ τήν ἱερά ἡσυχία καί τήν κάθαρση τοῦ νοός καί τῆς καρδίας, ὥστε νά μεθέξουν τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἔγινε ὄχι μόνον γιά τούς ἑλληνοφώνους Χριστιανούς, ὅταν δημοσιεύθηκε ἡ «Φιλοκαλία» στήν Βενετία τό 1782, ἀλλά καί γιά τούς Σλαύους καί Ρώσσους, ὅταν μεταφράσθηκε ἀπό τό Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ (1722-1794), καί ἐκδόθηκε στήν Ἁγία Πετρούπολη τό 1793, καθώς ἐπίσης καί ἀπό ἄλλους λαούς πού ἀκολουθοῦν ἄλλες ὁμολογίες, ἀφοῦ μεταφράσθηκε καί σέ εὐρωπαϊκές γλῶσσες, ὅπως σημειώνουν οἱ ἐκδότες στήν ἑλληνική γλώσσα. Ἡ «Φιλοκαλία» «ὡς μορφή συνοδικῆς, τρόπον τινα, κωδικοποιήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Μυστικῆς Θεολογίας» προκαλεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση καί σέ ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας, γιατί περιέχει κείμενα μεγάλης διαχρονικῆς ἀξίας καί σπουδαιότητος.
Πάντως, ἡ ἱερά ἡσυχία πού καταγράφεται στό βιβλίο αὐτό ἐκφράζεται ὡς «ἡ Καθαρτική, Φωτιστική καί Τελειωτική ἐργασία» καί βοηθᾶ στό νά ἐνεργοποιηθῆ ἡ Χάρη τοῦ Βάπτισματος, πού ὑπάρχει μέσα στήν ψυχή, νά γεμίση τήν ψυχή καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπό Ἅγιον Πνεῦμα καί τότε μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ὑπομένη τά βάσανα καί τούς πειρασμούς, νά κρατᾶ τήν πίστη, νά δίνη τήν ὁμολογία καί νά γίνεται μάρτυς Ἰησοῦς Χριστοῦ. Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις κρατήθηκαν οἱ Χριστιανοί στήν ὀρθόδοξη πίστη καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἀπέφυγαν τούς βίαιους ἐξισλαμισμούς. Ἀλλά ἡ «Φιλοκαλία» συνετέλεσε καί στήν μεγάλη ἡσυχαστική ἀναγέννηση στούς σλαυϊκούς λαούς καί δημιούργησε τόσους ἁγίους, πού βοήθησαν ἀποτελεσματικά τόν λαό.
Ἐκτός ἀπό τήν «Φιλοκαλία» θεωροῦνται ἐπίσης σημαντικά τά ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου πού ἐπιγράφονται «Ἑορτοδρόμιον» καί «περί φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων» πού ἔχουν ἐπίσης διαχρονική ἀξία καί σπουδαιότητα.
7. Ἐκκλησία καί ἐθνεγερσία
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τό διοικητικό της σύστημα κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, μέ τήν λατρεία της, μέ τήν διδασκαλία της καί κυρίως μέ τήν ἡσυχαστική παράδοση πού ἀνέδειξε τούς Νεομάρτυρες, τούς ὁποίους μποροῦμε νά θεωρήσουμε ὡς τούς πραγματικούς «ἀντιστασιακούς» τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, συνετέλεσε σέ μεγάλο βαθμό στήν διατήρηση τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παράδοσης καί στήν ἀπελευθέρωσή της. Ἄλλωστε, οἱ πρωτεργάτες τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως ἐμπνέονταν ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί ὄχι ἀπό τόν διαφωτισμό.
Σχετικά μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά ἐλευθερωνόταν τό Γένος ἀπό τόν τουρκικό ζυγό ἀνεπτύχθηκαν διαφορετικές ἀπόψεις. Πολλοί πού ἔβλεπαν τά πράγματα πού ἐκτυλίσσονταν μέσα στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, μεταξύ τῶν ὁποίων Ἱεράρχες καί Φαναριῶτες, θεωροῦσαν ὅτι ἡ διάβρωση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας θά γινόταν ἔσωθεν. Ἄλλωστε, τήν ἐξωτερική πολιτική καί τό ἐμπόριο τῶν Ὀθωμανῶν τό ἐξασκοῦσαν τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ Φαναριῶτες. Ἄλλοι, ὅμως, θεωροῦσαν ὅτι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους θά γινόταν μέ ἐπανάσταση τῶν Ρωμηῶν, ἔστω καί ἄν αὐτό ἐπέφερε ζημιές καί θανάτους. Κανείς δέν μπορεῖ νά θεωρήση ὅτι ἡ πρώτη ἄποψη συνιστᾶ προδοσία.
Ὁ καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός στό βιβλίο του πού προαναφέραμε μέ τίτλο Τουρκοκρατία ἀναλύει διεξοδικά τό δίλημμα πού ἐπικρατοῦσε στούς ὑπευθύνους κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας καί ἰδίως πρός τό τέλος της: «συνύπαρξη ἤ ἀντίσταση;», καί περιγράφει τίς δύο αὐτές τάσεις. Ἔτσι, τήν συνύπαρξη ὑποστήριζαν οἱ ἀντιρρητικοί ἤ ἀνθενωτικοί καί τήν ἀντίσταση οἱ ἑνωτικοί, πού ἦταν καί φιλοδυτικοί. Μέ ἐπιχειρήματα ὑποστηρίζει ὅτι καί ἡ λεγόμενη συνύπαρξη πού «εἶχε καί μιά δυναμική διάσταση», ἀφοῦ συνδέεται μέ «τήν πίστη γιά μιά βαθμιαία ὑποκατάσταση τῶν Ὀθωμανῶν στή διακυβέρνηση τοῦ κράτους καί τή δημιουργία ἑνός “Ὀθωμανικοῦ κράτους τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους”» δέν ἦταν τελείως ἀνεδαφική, ἀλλά ὑπῆρχε μιά τέτοια προοπτική.
Πάντως, ὅταν ὡρίμασαν τά πράγματα καί φάνηκε ὅτι γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους ἀπαιτεῖται ἐπανάσταση μέ ὅπλα, τότε ἡ Ἐκκλησία βοήθησε μέ ὅλες τίς δυνάμεις της. Κληρικοί καί μοναχοί, λαϊκοί ἄνδρες καί γυναῖκες, ἀκόμη καί παιδιά πολέμησαν σκληρά καί ἔχυσαν τό αἷμα τους «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία».
Ἐπειδή μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ ’21 θυσιάστηκε κυρίως ὁ λεγόμενος «κατώτερος» Κλῆρος, ἐννοοῦν τούς Πρεσβυτέρους καί Διακόνους, ἐνῶ οἱ Ἀρχιερεῖς ἦταν ἀπρόθυμοι γιά τήν Ἐπανάσταση, θά πρέπη νά ἀναφερθῆ ὅτι ἔχει ἐκδοθῆ ἕνα σημαντικό βιβλίο μέ τίτλο Ἀρχιερεῖς καί ’21, γραμμένο ἀπό τόν ἱστορικό Πέτρο Γεωργαντζῆ, στό ὁποῖο βρίσκει κανείς πολύ ἐνδιαφέρουσες ἱστορικές πληροφορίες.
Ἡ Ἐπανάσταση ἦταν, κατά τόν συγγραφέα, θρησκευτική καί ἐθνική καί ὄχι κοινωνική, ταξική. Αὐτό τό τεκμηριώνει πρῶτον ἀπό τίς ἀπόψεις συγχρόνων μαρξιστῶν, ὅπως διατυπώθηκαν σέ ἐπιστημονικό συμπόσιο πού ἔγινε στό Κέντρο Μαρξιστικῶν Ἐρευνῶν τῆς Ἑλλάδας τόν Αὔγουστο τοῦ 1981 στήν Ἀθήνα, πού σέ μερικά σημεῖα ἀναθεωροῦν τίς θέσεις παλαιῶν μαρξιστῶν, δεύτερον ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν δημιουργῶν τοῦ Εἰκοσιένα, τρίτον ἀπό τίς διακηρύξεις τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων καί τέταρτον ἀπό τίς κρίσεις τῶν συγχρόνων μέ τήν Ἐπανάσταση ἱστορικῶν.
Σχετικά μέ τήν στάση τῶν Ἀρχιερέων πρό τῆς Ἐπαναστάσεως καί κατά τήν Ἐπανάσταση ὁ συγγραφεύς εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικός. Μέ βάση ἱστορικές πηγές καί μαρτυρίες ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Πατριάρχες καί οἱ Ἀρχιερεῖς προέρχονταν ἀπό τά κατώτατα στρώματα τοῦ λαοῦ καί ὄχι ἀπό τήν λεγομένη «ἄρχουσα τάξη». Ἔπειτα, οἱ Ἀρχιερεῖς δέν ἦταν οἱ εὐνοούμενοι τῶν Τούρκων, γιατί δέν εἶχαν καθόλου ἐλευθερία κινήσεως, δέν εἶχαν ἐλευθερία λόγου καί, ὅπως ἀποδεινύεται ἀπό πολλές μαρτυρίες, ἡ στάση τῶν κρατούντων στά αἰτήματα τῶν Ἀρχιερέων ἦταν σκληρή. Ἀκόμη, οἱ φόροι τούς ὁποίους ἐπέβαλαν οἱ Τοῦρκοι στούς Ἀρχιερεῖς ἦταν δυσβάστακτοι, ἀφοῦ ἀναφέρονται περιπτώσεις, κατά τίς ὁποῖες Ἀρχιερεῖς ἤ παρητοῦντο ἤ ἀπέθαναν ἀπό μελαγχολία, γιατί δέν μποροῦσαν νά ἐξοφλήσουν τούς φόρους, πού ἔπρεπε νά ἀποδώσουν στούς Τούρκους κατακτητές.
Πέρα ἀπό αὐτά ὁ συγγραφεύς ἀποδεικνύει, μέ βάση τίς πηγές καί ἄλλες μαρτυρίες ὅτι κατά τόν καιρό τῆς Ἐπαναστάσεως σέ ὁλόκληρο τό Ὀθωμανικό κράτος ὑπῆρχαν 195-200 Ἀρχιερεῖς. Ἀπό αὐτούς ἀποδεδειγμένα οἱ 81 εἶχαν μυηθῆ στήν Φιλική Ἑταιρεία, χωρίς νά ὑπολογισθοῦν καί οἱ ἄλλοι πού τυχόν ἦταν Φιλικοί, ἀλλά δέν ἔχουμε ἐπίσημες μαρτυρίες. Ἐπίσης ἀποδεικνύει ὅτι ἀπό τούς 200 Ἀρχιερεῖς οἱ 73, ποσοστό 36,5%, ἔλαβαν ἐνεργό μέρος στόν ἀγώνα «ἐπώνυμα καί ἀδιαμφισβήτητα», οἱ 42 Ἀρχιερεῖς, ποσοστό 21,0%, δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν καί βασανίσθηκαν, καί οἱ 45 Ἀρχιερεῖς, ποσοστό 22,5%, «θυσιάσθηκαν γιά τήν ἐλευθερία, εἴτε ἀπό βασανιστήρια καί θανατώσεις τῶν Τούρκων, εἴτε σέ πολεμικές συρράξεις». Τό συνολικό ποσοστό αὐτῶν πού συμμετεῖχαν ἐνεργῶς στόν ἀγῶνα ἀνέρχεται στό 80%. «Ἄν ὅμως ληφθῆ ὐπόψη ὅτι οἱ πλεῖστοι Ἀρχιερεῖς τῆς Μ. Ἀσίας, τῆς Συρίας, τῆς Σερβίας ἤ Βουλγαρίας, λόγῳ ἀδιαφορίας ἤ ἀδυναμίας τῶν Χριστιανῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν, δέν ἔλαβαν μέρος στούς ἀγῶνες, τότε τό ποσοστό τῶν ἀρχιερέων τῆς Ἑλληνικῆς χερσονήσου, δηλ. ἀπό τήν Θράκη, τήν Μακεδονία καί τά δυτικά παράλια τῆς Μ. Ἀσίας καί κάτω, εἶναι ἀσφαλῶς πολύ ὑψηλότερο, πού φθάνει ὁπωσδήποτε γύρω στά 90% τοῦ συνολικοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀρχιερέων».
Ἐπειδή πολλοί κάνουν λόγο γιά τόν λεγόμενο «ἀφορισμό» πού ἐξεδόθη ἀπό τόν Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ ἐναντίον τοῦ Ὑψηλάντου, θά πρέπη νά γίνη μιά ἀναφορά καί στό θέμα αὐτό καί πρέπει νά ἐπισημανθῆ ἡ προσφορά τοῦ Πέτρου Γεωργαντζῆ, ὁ ὁποῖος μελέτησε τό ζήτημα ἀπό ἱστορικῆς καί κανονικῆς πλευρᾶς καί παρουσίασε ὅλες τίς σημαντικές παραμέτρους σέ βιβλίο του μέ τίτλο Ὁ «ἀφορισμός» τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντου. Ἡ μελέτη τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ὁδηγεῖ σέ τρία συμπεράσματα.
Τό πρῶτον, ὅτι ὁ «ἀφορισμός» δέν ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς βουλήσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄, οὔτε κἄν τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων, ἀλλά ἦταν ἀπόφαση μιᾶς μεγάλης Κληρικολαϊκῆς Συνελεύσεως, πού ἀποτελεῖτο ἀπό 72 ἐγκρίτους Ρωμηούς τῆς Πόλης, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 49 ἦταν λαϊκοί καί οἱ 23 Κληρικοί – Ἀρχιερεῖς. Στήν Κληρικολαϊκή αὐτή συνέλευση ἀποφασίσθηκε, οἱ μέν λαϊκοί νά ὑποβάλλουν ἀναφορά ἀποκηρύξεως τῆς ἐπαναστάσεως καί δήλωση ὑποταγῆς, οἱ δέ Κληρικοί νά συνθέσουν τήν πράξη τοῦ ἀφορισμοῦ πού τούς ζητήθηκε ἀπό τήν Ὑψηλή Πύλη, καί αὐτό, βέβαια, γιά νά καθησυχάσουν τούς Τούρκους, ἐπειδή οἱ συνθῆκες ἦταν τραγικές. Στούς 49 λαϊκούς πού ἦταν παρόντες, συμμετεῖχαν ὁ πρώην ἡγεμόνας τῆς Βλαχίας, ὁ μεγάλος διερμηνέας τῆς Πύλης, ὁ διερμηνέας τοῦ στόλου, ὅλοι οἱ ἔγκριτοι «πολιτικοί», δηλαδή «ἐπίτροποι τοῦ κοινοῦ», οἱ Ἕλληνες μεγαλέμποροι τῆς Πόλεως, οἱ ἀρχιτεχνίτες, οἱ προϊστάμενοι τῶν συντεχνιῶν κλπ. Καί στούς 23 Κληρικούς συγκαταλέγονταν 2 Πατριάρχες, καί 21 Ἀρχιερεῖς. Ὅλοι αὐτοί βρίσκονταν κάτω ἀπό ἀσφυκτική πίεση, ζοῦσαν τό δράμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Πόλης καί ἔπρεπε νά λάβουν μιά ἀπόφαση γιά νά διασώσουν τούς Ρωμηούς τῆς Πόλης ἀπό βέβαιη σφαγή.
Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι ἡ Πατριαρχική Σύνοδος ἀνέλαβε τό χρέος νά συντάξη ἕνα «ἀφοριστικό» κείμενο, μέ τρόπο ὅμως πού νά μήν προκαλέση κακό στό Ἔθνος. Αὐτό ἐπιτεύχθηκε μέ πολλούς τρόπους.
Κατ᾿ ἀρχάς, οἱ Πατριαρχικοί κωλυσιεργοῦσαν στήν σύνταξη τοῦ «ἀφοριστικοῦ» ἐγγράφου. Ἡ κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως ἔγινε ἀπό τόν Ὑψηλάντη στό Ἰάσιο τῆς Μολδαβίας τήν 24η Φεβρουαρίου 1821. Τό πρῶτο «ἀφοριστικό» ἔγγραφο ἔγινε μετά ἀπό ἕνα μήνα, ἤτοι τήν 23 Μαρτίου 1821, καί, βέβαια, ἔφθασε στόν προορισμό του μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, ὅταν ἡ Ἐπανάσταση εἶχε ἀρχίσει στήν Πελοπόννησο.
Ἔπειτα, χρειάστηκε νά γίνουν δύο «ἀφοριστικά» ἔγγραφα, καί αὐτό ἦταν μέσα στόν διπλωματικό τρόπο μέ τόν ὁποῖον ἐνεργοῦσαν οἱ Πατριαρχικοί. Τό πρῶτο ἐστάλη σέ ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς (23 Μαρτίου) καί ἦταν γραμμένο κατά τέτοιον τρόπο πού δέν μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ ἀφορισμός «ἐφ᾿ ὅσον δέν εἶχε οὔτε κἄν τίς τυπικά συνηθισμένες ἀφοριστικές ἐκφράσεις», καί τό δεύτερο ἀφοριστικό ἐγράφη μετά ἀπό 4 ἡμέρες, ἤτοι τήν 27 Μαρτίου, ὅταν οἱ Τοῦρκοι κατάλαβαν τήν πλεκτάνη καί τήν ἀπάτη, καί τό ὁποῖο ἀπεστάλη μόνο σέ ἕναν Μητροπολίτη, τόν Μητροπολίτη Οὐγγροβλαχίας. Μέ αὐτόν τόν τρόπο καί τά δύο αὐτά «ἀφοριστικά» κείμενα δέν ἐξετέλεσαν τόν προορισμό τους.
Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι οἱ Πατριαρχικοί Ἱεράρχες πλήρωσαν πολύ ἀκριβά τήν ἐνέργειά τους αὐτή, ἀκριβῶς γιατί ἀκόμη καί αὐτοί οἱ Τοῦρκοι ἀντελήφθησαν τήν πλεκτάνη τους. Ἀπό τούς 23 Ἀρχιερεῖς πού ὑπέγραψαν τό «ἀφοριστικό» κείμενο, τό ἕνα τρίτο (1/3), συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄, πλήρωσαν μέ τήν ζωή τους τήν «ἀπιστία» τους πρός τόν Σουλτάνο, τό ἄλλο 1/3 δοκιμάστηκε σκληρά μέ φυλακίσεις, ἐξορίες καί περιορισμούς. Ἐπίσης, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι τό 1/5 ἀπό τούς Συνοδικούς Ἀρχιερεῖς ἔλαβε μέρος στήν Ἐπανάσταση καί ὅτι τό 1/3 τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων, ἐνῶ ἦταν «πλεγμένοι στίς μηχανορραφίες» τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, ἐν τούτοις στά «ἀφοριστικά» κείμενα γράφουν ὅτι πρώτη φορά λάμβαναν γνώση γιά τήν σύσταση καί τούς σκοπούς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας.
Γενικά, ἡ Ἐκκλησία μέ τά μέλη της, Κληρικούς καί λαϊκούς, βοήθησε τό Γένος τόσο κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ὅσο καί κατά τόν ἀγώνα τῆς ἐλευθερίας, χύνοντας ποταμηδόν τό αἷμα της.