Μυστηριώδεις και σκοτεινές υποθέσεις που «λύθηκαν» μετά από δεκαετίες

Ο 21ος αιώνας αποκαλύπτει όλο και περισσότερα μυστικά του προηγούμενου αιώνα. Αστυνομικοί, ντετέκτιβ, επιστήμονες ακόμη και τυχαίοι άνθρωποι έλυσαν αδιανόητες υποθέσεις, συλλέγοντας προσεκτικά τα στοιχεία που έλειπαν.

Κάποιοι τα κατάφεραν με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας και τη γενετική, ενώ κάποιοι άλλοι από περιέργεια και τύχη.

Ας δούμε ποιοι και πώς κατάφεραν να αποκαλύψουν τα μακροπρόθεσμα μυστικά.

Η μοιραία απόδραση στην εξοχή και η λύση του μυστηρίου για τον δολοφόνο – βιαστή

Οι Αρχές έκλεισαν επιτυχώς μια μυστηριώδη υπόθεση, η οποία παρέμενε άλυτη επί 43 χρόνια. Αυτή η τρομακτική ιστορία ξεκίνησε στις 9 Ιουλίου του 1976 στο φυσικό καταφύγιο ΜακΚλίντοκ στην πολιτεία Ουισκόνσιν.

Ο Ντέιβιντ Σούλντες με την αρραβωνιαστικιά του Έλεν Ματέις πήγαν στο πάρκο για να περάσουν το σαββατοκύριακο σε μια σκηνή στο δάσος και να ξεκουραστούν στη φύση. Δυστυχώς ήταν το τελευταίο ταξίδι για το ζευγάρι.

Ένας άγνωστος πυροβόλησε τον 25χρονο Σούλντες με ένα τουφέκι διαμετρήματος 30 χιλιοστών και στη συνέχεια βίασε και σκότωσε την 24χρονη σύντροφό του, Έλεν Ματέις.

Ο δράστης έφυγε, αφήνοντας ένα μοναδικό στοιχείο: το σπέρμα του βρέθηκε στo σορτσάκι της δολοφονημένης γυναίκας. Οι αστυνομικοί πήραν το δείγμα σπέρματος, εξέτασαν τις σφαίρες και τα ίχνη γύρω από τη σκηνή. Χωρίς όμως κανέναν μάρτυρα, η υπόθεση δεν προχώρησε. Παρ’ όλα αυτά, τα δείγματα υλικών παρέμειναν φυλαγμένα για κάθε ενδεχόμενο.

Για πολλά χρόνια, οι ντετέκτιβ δεν μπορούσαν να βρουν κανένα ίχνος του βιαστή. Η υπόθεση περνούσε από τον έναν ντετέκτιβ στον άλλον, ενώ ο αδίστακτος δολοφόνος ήταν ελεύθερος. Τη δεκαετία του 1990 ανέλαβε την έρευνα ο Κρέιγκ Μπέιτς. Εκείνα τα χρόνια οι εγκληματολόγοι ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν ευρέως τα τεστ DNA για την εντόπιση συγγένειας και την ταυτοποίηση ανθρώπων.

Ο Μπέιτς έστειλε τα αποδεικτικά στοιχεία στο εργαστήριο και έλαβε το γενετικό πορτρέτο του δολοφόνου. Ωστόσο, δεν βρέθηκε κανένα άτομο με τέτοιο προφίλ DNA στην εθνική βάση δεδομένων DNA των ΗΠΑ.

Το 2001 ανέλαβε να ερευνήσει τη δολοφονία ο ντετέκτιβ Τοντ Μπόλντουιν. Έφτιαξε τη λίστα των υπόπτων και έλαβε δικά τους δείγματα DNA, κανένας από αυτούς όμως δεν αντιστοιχούσε στο γενετικό προφίλ του εγκληματία.

Για τα επόμενα 17 χρόνια, η έρευνα της υπόθεσης βρισκόταν σε αδιέξοδο. Στα τέλη Μαρτίου του 2018 οι ντετέκτιβ ήρθαν σε επαφή με τον Τομ Σόου, έναν ειδικό σε ιατροδικαστική φαινοτύπηση DNA, μια τεχνική αποκατάστασης της εμφάνισης ενός άγνωστου εγκληματία βάσει των γονιδίων του.

Ο Σόου πραγματοποίησε την ανάλυση και διαπίστωσε ότι ο δράστης είχε ανοιχτόχρωμο δέρμα, καστανά προς κόκκινα μαλλιά και φακίδες. Οι ειδικοί δημιούργησαν τη φερόμενη εμφάνιση του υπόπτου σε ηλικία 25 και 65 ετών, λαμβάνοντας υπόψη τον χρόνο που είχε περάσει από τότε που διαπράχθηκε η δολοφονία.

Στις 9 Οκτωβρίου του 2018 η φωτογραφία παραδόθηκε σε γενεαλόγο που περιόρισε τους υπόπτους σε μια συγκεκριμένη οικογένεια από το Ουισκόνσιν – τους Γκλάντις Μπρούνετ και τον Έντουαρντ Βανιβενχόβεν.

Κατά την άποψη του ειδικού, ο δολοφόνος θα μπορούσε να ήταν ένας από τους τέσσερις γιους ή τα τέσσερα εγγόνια. Οι ντετέκτιβ έλαβαν τη λίστα με τα ονόματα όλων των υπόπτων.

Τον Ιανουάριο του 2019 ο Μπόλντουιν και ο συνεργάτης του έπαιρναν με τη σειρά δείγματα DNA από καθέναν από αυτούς. Βέβαια, έπρεπε να χρησιμοποιούν όλα τα μέσα για να μην τρομάξουν τον μοχθηρό δολοφόνο.

Έτσι, ο τρίτος αδερφός με το όνομα Ρέιμοντ έπρεπε να συμπληρώσει ένα μικρό ερωτηματολόγιο κατόπιν αιτήματος των ντετέκτιβ, να το τοποθετήσει σε έναν φάκελο και να το σφραγίσει χρησιμοποιώντας το σάλιο του. Αποδείχθηκε ότι το σπέρμα από τα σορτς της νεκρής κοπέλας ήταν δικό του.

Στις 14 Μαρτίου του 2019, οι αστυνομικοί βρήκαν ένα τουφέκι στο γκαράζ του υπόπτου, και ένα κονσερβοκούτι με κάλυκες σε ένα ράφι πάνω από το πλυντήριο και το στεγνωτήριο.

Οι συγγενείς και οι γνωστοί του Ρέιμοντ ήταν σίγουροι ότι έγινε κάποιο μπέρδεμα ενώ αυτός ο καλός άντρας ήταν αθώος. Σύμφωνα με αυτούς, ο Ρέι φαινόταν να είναι ένα αξιοπρεπές άτομο, ένας απλός συνταξιούχος.

Παρ’ όλα τα στοιχεία, ο Βανιβενχόβεν δεν παραδεχόταν την ενοχή του. Το φρικτό μυστικό είχε ήδη αποκαλυφθεί, ενώ τον δολοφόνο τον περίμενε η δικαστική απόφαση.

Η Μέρι που «έφυγε» και βρέθηκε νεκρή 55 χρόνια μετά – Ο «εραστής» και το τροχαίο

Ακόμη μια μυστηριώδης υπόθεση, η έρευνα της οποίας διαρκούσε 55 χρόνια, τελείωσε. Η ιστορία ξεκίνησε στην πόλη του Πίτσμπουργκ της Πενσυλβανια, όπου ζούσε ο Άλμπερτ Αρκιούρι με τη σύζυγό του Μέρι και τα δύο παιδιά τους.

Μια φθινοπωρινή μέρα το 1964 στεναχωρημένος και θλιμμένος ο Άλμπερτ μάζεψε τους φίλους και τους συγγενείς του και δήλωσε ότι η Μέρι άφησε την οικογένειά της για έναν άλλο άνδρα. Από τότε κανένας δεν την ξαναείδε.

Στις 28 Φεβρουαρίου του 2018 στο Πίτσμπουργκ στην αυλή ενός σπιτιού κατά τη διάρκεια επισκευών βρέθηκαν τα οστά μιας γυναίκας. Ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί η ταυτότητά της.

Η αστυνομία ξεκίνησε μια έρευνα, στην οποία σύντομα μπήκε μια συνταξιούχος βοηθός του αρχηγού της αστυνομίας του Πίτσμπουργκ, η Τερέζα Ρόκο. Στο παρελθόν αυτή ήταν η υπεύθυνη του τμήματος αναζήτησης αγνοουμένων και κρατούσε τα αρχεία άλυτων υποθέσεων στο υπόγειο του σπιτιού της.

Η Ρόκο ανακάλυψε ότι κάποτε το σπίτι, στην αυλή του οποίου βρέθηκαν τα οστά, ανήκε στην οικογένεια των φίλων της – της Μέρι και του Άλμπερτ Αρκιούρι.Η ίδια ήταν φίλη με τη Μέρι την εποχή που και οι δυο ήταν νέα κορίτσια. Ήταν γείτονες, μέχρι που η οικογένεια των Αρκιούρι μετακόμισε στο Γκάρφιλντ. Οι σκέψεις της Ρόκο πήγαν αμέσως στη φίλη της. Ως έμπειρη ντετέκτιβ είχε υποψίες ότι τα οστά ήταν της Μέρι, όμως αρχικά αποφάσισε να κρατήσει την εικασία για τον εαυτό της.

Η Ρόκο θυμόταν την ημέρα που ο Άλμπερτ ανακοίνωσε ότι η σύζυγός του τον άφησε. Σύμφωνα με αυτήν, η ξαφνική αποχώρηση της Μέρι ήταν έκπληξη για όλους τους γνωστούς της.

Ωστόσο, ο σύζυγος της, τους διαβεβαίωσε ότι ήξερε για τις απιστίες της αρκετό καιρό πριν τον χωρισμό. Κανένας δεν σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τη βλάψει. Κανένας όμως δεν μπορούσε να καταλάβει πώς η Μέρι εγκατέλειψε τόσο εύκολα τα παιδιά της, τα οποία αγαπούσε πάρα πολύ.Ωστόσο, η εξαφάνιση της Μέρι Αρκιούρι δεν προσέλκυσε την ιδιαίτερη προσοχή της αστυνομίας. Όλοι αποδέχτηκαν την εκδοχή ότι η γυναίκα έφυγε με τον εραστή της.

Οκτώ μήνες μετά ο Άλμπερτ σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα. Σύμφωνα με την αστυνομία, το αυτοκίνητο ήταν σε καλή κατάσταση και δεν βρέθηκε αλκοόλ στο αίμα του οδηγού. Έμοιαζε πολύ με αυτοκτονία.Πενήντα τέσσερα χρόνια αργότερα, η αστυνομία ενημέρωσε τους συγγενείς της Μέρι για τα ανθρώπινα οστά που βρέθηκαν στο σπίτι όπου κάποτε έμενε η οικογένεια των Αρκιούρι.

Οι συγγενείς, όπως και η αστυνομία, είχαν προαίσθημα σε ποιον ανήκαν τα οστά. Η Ρόκο βοήθησε τους ντετέκτιβ να επικοινωνήσουν με την κόρη της Μέρι και του Άλμπερτ, την Ντόνα. Τα δείγματα DNA της Ντόνα και τα οστά στάλθηκαν για ανάλυση.

Στις 21 Φεβρουαρίου του 2019 τα αποτελέσματα της εξέτασης επιβεβαίωσαν την εκδοχή της έρευνας: η σορός ανήκε στη Μέρι Αρκιούρι.Το φοβερό εύρημα σημάδεψε το τέλος της ιστορίας παρόλο που κανείς ποτέ δεν θα μάθει τους λόγους του θανάτου της Μέρι και του συζύγου της. Λόγω του ότι το σώμα της βρισκόταν θαμμένο στην αυλή του σπιτιού για 54 χρόνια, ήταν αδύνατον να διευκρινιστεί το πού σκοτώθηκε ή αν ο θάνατός της ήταν ατύχημα. Όμως μόνο ένα πράγμα είναι σίγουρο: δεν έφυγε από το σπίτι της, ακόμα κι αν το ήθελε.

Ο γοητευτικός serial killer με τα χίλια πρόσωπα

Μια περίεργη βιβλιοθηκονόμος έλυσε το μυστήριο του «γοητευτικού» δολοφόνου κατά συρροή Τέρι Ράσμουσεν, ο οποίος κατά τη διάρκεια της ζωής του δολοφόνησε τουλάχιστον έξι άτομα: γυναίκες και μικρά παιδιά. Κάθε φορά έβγαζε από το μυαλό του μια νέα ζωή: κάποιο νέο επάγγελμα, κάποιο νέο χόμπι και, φυσικά, κάποιο νέο όνομα.

Το 1986 ο Ράσμουσεν συστηνόταν ως Γκόρντον Τζένσον. Ζούσε σε ένα κάμπινγκ στην Καλιφόρνια με ένα πεντάχρονο κορίτσι ονόματι Λίζα, το οποίο αποκαλούσε κόρη του.

Το κορίτσι κοιμόταν στο πίσω μέρος ενός φορτηγού μαζί του, συχνά παραπονιόταν ότι πεινούσε και φορούσε παλιά ρούχα. Λίγους μήνες αργότερα, ο άντρας εξαφανίστηκε αφήνοντας το παιδί στους γείτονες του κάμπινγκ. Όταν οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι ο Τζένσον δεν θα επέστρεφε, απευθύνθηκαν στις Αρχές.

Μιλώντας με τη Λίζα, η αστυνομία υποψιάστηκε ότι το κορίτσι είχε υποστεί σεξουαλική κακοποίηση. Η Λίζα δήλωσε επίσης ότι είχε και άλλα αδέλφια, τα οποία πέθαναν όταν έφαγαν «φυτικά μανιτάρια».

Αργότερα οι αστυνομικοί βρήκαν μια γυναίκα που είχε γνωρίσει τον Τζένσον το 1984. Θυμόταν ότι είχε ένα νεογέννητο κοριτσάκι στην αγκαλιά του.

Στο κάμπινγκ βρέθηκε μόνο ένα δακτυλικό αποτύπωμα του Τζένσον, το οποίο σύμφωνα με τις βάσεις δεδομένων της αστυνομίας, αντιστοιχούσε με το δακτυλικό αποτύπωμα κάποιου Κέρτις Κίμπολ, ο οποίος είχε συλληφθεί έναν χρόνο νωρίτερα για οδήγηση σε κατάσταση μέθης έχοντας μαζί του ένα παιδί. Παρόλο που το όνομα ήταν διαφορετικό, τα υπόλοιπα στοιχεία ταίριαζαν απόλυτα.

Ο ασύλληπτος δολοφόνος τελικά συνελήφθη τρία χρόνια αργότερα επειδή οδηγούσε ένα κλεμμένο αυτοκίνητο. Έκανε μια συμφωνία με το γραφείο του εισαγγελέα: αποσύρθηκαν από πάνω του όλες οι κατηγορίες για τη σεξουαλική κακοποίηση με αντάλλαγμα την ομολογία ότι είχε εγκαταλείψει το παιδί.

Έτσι ο εγκληματίας μπήκε στη φυλακή για ενάμιση χρόνο. Και παρόλο που τον Οκτώβριο του 1990 ο Ράσμουσεν απελευθερώθηκε πρόωρα, δεν περίμενε μέχρι τη λήξη της αναστολής και έφυγε.

Το 2001 ο Ράσμουσεν σκέφτηκε ένα νέο όνομα και συστήθηκε σε μια γυναίκα ονόματι Τζουν ως επισκευαστής Λάρι Βάνερ. Της είπε ότι ήταν εκατομμυριούχος και πράκτορας της CIA. Η σχέση που είχαν μεταξύ τους αντί για γάμο τελείωσε με την εξαφάνιση της Τζουν.

Η αστυνομία πραγματοποίησε μια έρευνα στο σπίτι της και βρήκε τη σορό της γυναίκας στο υπόγειο κάτω από τα σκουπίδια. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η γυναίκα σκοτώθηκε λίγους μήνες νωρίτερα εξαιτίας ενός χτυπήματος στο κεφάλι.

Ο Βάνερ δήλωνε ήρεμα ότι δεν είχε καμιά σχέση με τη δολοφονία. Πρότεινε να του πάρουν τα δακτυλικά αποτυπώματα για να καθαρίσει το όνομά του σχετικά με τον φόνο.

Το αποτέλεσμα των εξετάσεων ήταν εκπληκτικό – τα αποτυπώματά του ανήκαν σε ένα άτομο με εντελώς διαφορετικό όνομα. Με αυτόν τον τρόπο οι αστυνομικοί συνέδεσαν την υπόθεση του Βάνερ με  τον Τζένσον. Σύντομα ο Ράσμουσεν ομολόγησε ότι σκότωσε την Τζουν. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.

Οι ντετέκτιβ συνέχισαν να αναρωτιούνται τι ήταν για τον Ράσμουσεν εκείνο το κορίτσι με το όνομα Λίζα. Το τεστ DNA διαπίστωσε ότι δενήταν η κόρη του. Ο ίδιος δεν έλεγε τίποτα μέχρι τον θάνατό του στη φυλακή το 2010.Ωστόσο, το 2015, η μικρή Λίζα μεγάλωσε και αποφάσισε να βρει τους πραγματικούς της γονείς.

Μέσα από ιστότοπους σχετικούς με τη γενεαλογία, βρήκε την πλησιέστερη συγγενή της Ντενίζ Μποντίν. Τελευταία φορά την είδαν στα τέλη του 1981 με τον φίλο της Μπομπ Έβανς και την εξάμηνη κόρη της στην αγκαλιά της. Η Ντενίζ ήταν πιθανώς η μητέρα της Λίζα.Από μια φωτογραφία προέκυψε ότι ο Έβανς στην πραγματικότητα ήταν ο Τέρι Ράσμουσεν – ο ίδιος άντρας που άφησε τη Λίζα στο πάρκο και 15 χρόνια αργότερα πήγε στη φυλακή για τη δολοφονία της Τζουν.

Όχι πολύ μακριά από το σπίτι της Ντενίζ Μποντίν βρισκόταν η πόλη του Άλενσταουν, όπου ένας άγνωστος δολοφόνος έθαβε τα θύματά του.Το πρώτο βαρέλι με τα λείψανα μιας νεαρής γυναίκας και ενός κοριτσιού ηλικίας εννέα έως δέκα ετών ανακαλύφθηκε το 1985. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα βρέθηκε άλλο ένα βαρέλι με τα οστά δολοφονημένων κοριτσιών ηλικίας κάτω των τεσσάρων ετών.

Από το 1977 ο Ράσμουσεν εργαζόταν στην περιοχή με το υποτιθέμενο όνομα Μπομπ Έβανς. Το τεστ DNA επιβεβαίωσε ότι ένα από τα δολοφονημένα κορίτσια ήταν η κόρη του.

 

Η μητέρα των άλλων δύο παιδιών ήταν η θαμμένη γυναίκα στο πρώτο βαρέλι. Το πραγματικό όνομα του δολοφόνου ήταν δυνατόν να βρεθεί μόνο το 2017 και η 33χρονη βιβλιοθηκάριος Ρεβέκκα Χιτ κατάφερε να εντοπίσει την ταυτότητα των θυμάτων του.

Έψαχνε στοιχεία σε πολλά γενεαλογικά φόρουμ και εντόπισε με κάποιο τρόπο τη Μαρλίζ Μακουότερς, η οποία εξαφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Σύμφωνα με τους συγγενείς της, είχε δύο κόρες, τη Μέρι και τη Σάρα.

Οι συγγενείς ανέφεραν επίσης ότι η Μαρλίζ παντρεύτηκε κάποιον άνδρα με το όνομα Ράσμουσεν. Η βιβλιοθηκονόμος ενημέρωσε την αστυνομία για τις πληροφορίες που βρήκε.

Τον Ιούνιο του 2019 το τεστ DNA επιβεβαίωσε τελικά ότι η δολοφονημένη γυναίκα και τα παιδιά από το Άλενσταουν ήταν πράγματι η Μαρλίζ και οι κόρες της, η Μέρι και η Σάρα.

Δεν ταυτοποιήθηκε μόνο το τέταρτο κορίτσι – η κόρη του Ράσμουσεν. Ωστόσο, οι Αρχές υποθέτουν ότι αυτός ο μανιακός δολοφόνος είχε και άλλα θύματα.

Πηγή