Μύθοι, ανακρίβειες και μισές αλήθειες για τον Πόλεμο του 1940
H συμμετοχή της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο ιστορικής έρευνας, αλλά και σημείο τριβής πολιτικής και ιδεολογίας.
Νηφάλιες αφηγήσεις που προσπαθούν να ξεδιαλύνουν τον μύθο από την πραγματικότητα, την ιδεολογική αγκύλωση από τα γεγονότα, παραμένουν ζητούμενο, παρά τη σοβαρή δουλειά που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια.
Και δεν μιλάμε φυσικά για το «Όχι» του Μεταξά που ήταν στην πραγματικότητα «λοιπόν, έχουμε πόλεμο» («Alors, c’ est la guerre»), καθώς αυτό δεν είναι παρά μια πιπεράτη αλλοίωση για χάρη του εθνικού φρονήματος, ένας συμβολισμός για να φτάσει το μήνυμα σε όλη τη χώρα!
Το «Όχι» πρωτοακούστηκε στις 30 Οκτωβρίου και μάλιστα γραπτά, από την καθεστωτική εφημερίδα «Ελληνικό Μέλλον», όπου παίζει στο πρωτοσέλιδο με πηχυαία γράμματα. Την ίδια μέρα, ο Μεταξάς συναντιέται με εκδότες και αρχισυντάκτες αθηναϊκών εφημερίδων και στην ομιλία του αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Mη νομίσητε ότι η απόφασις του ‘‘Όχι’’ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά». Τότε ειπώθηκε για πρώτη φορά από επίσημα κυβερνητικά χείλη.
Αν και ο ιταλός πρεσβευτής, Εμανουέλε Γκράτσι, που επέδωσε το μοιραίο τελεσίγραφο στον δικτάτορα εκείνα τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, αναφέρει στα απομνημονεύματά του (εκδόθηκαν το 1945) πως μετά το «λοιπόν, έχουμε πόλεμο» του Μεταξά, η κουβέντα συνεχίστηκε:
«Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ‘‘Όχι’’. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος…, ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ‘‘Όχι’’! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως».
Το τελεσίγραφο έληγε στις 6:00 το πρωί. Μισή ώρα πριν λήξει η διορία, τα ιταλικά στρατεύματα πέρασαν τα ελληνοαλβανικά σύνορα και πάτησαν ελληνικό έδαφος. Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος είχε ξεκινήσει και τα θεριά της εποποιίας μας θα ρίχνονταν αποφασιστικά στη μάχη γεννώντας αυτό που θα έμενε, και καθόλου άδικα, γνωστό ως Έπος του 1940.
Ένα ηρωικό χρονικό που καλό είναι να το τιμάμε γι’ αυτό που πράγματι ήταν. Μιας και αυτό που ήταν, φτάνει και περισσεύει…
H ανέτοιμη στρατιωτικά Ελλάδα και το θαύμα στην αλβανική μεθόριο
Η επικρατούσα αντίληψη για την ελληνοϊταλική σύρραξη του 1940 ήταν πως ο ελληνικός στρατός κατάφερε ένα πραγματικό θαύμα, να νικήσει μια καλοκουρδισμένη μηχανή θανάτου με πενιχρά μέσα. Κι ενώ είναι αλήθεια πως υστερούσε στα περισσότερα σημεία έναντι του ιταλικού εκστρατευτικού σώματος, οι συνθήκες διεξαγωγής του πολέμου και ευνόησαν τους Έλληνες και όξυναν τα μειονεκτήματα των Ιταλών.
Η αποφασιστική αιχμή του δόρατος των ιταλικών δυνάμεων, ας πούμε, τα τεθωρακισμένα τους, αποδείχτηκαν δύσχρηστα στο κακοτράχαλο ορεινό τοπίο της Ηπείρου. Κάτι αντίστοιχο ίσχυσε και για τα αεροπλάνα του εχθρού, δυσχεραίνοντας κατά πολύ τη δράση τους. Το μουλάρι του ελληνικού στρατού αποδείχτηκε πολύ πιο αξιόπιστο από τα μηχανοκίνητα μέσα ανεφοδιασμού των Ιταλών.
Ήταν όμως η Ελλάδα ο Δαβίδ που αντιμετώπιζε τον ιταλικό Γολιάθ; Πιθανότατα όχι και σίγουρα όχι με τον τρόπο που έμεινε γνωστός ο πολεμικός μας άθλος του 1940. Αν ήταν ένα πράγμα που έκανε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, ήταν η εκ βάθρων αναδιοργάνωση του ελληνικού στρατού ήδη από το 1936. Ενός στρατού αποδεκατισμένου και πρακτικά ανύπαρκτου μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ο Μεταξάς που το 1916 είχε υπογράψει την παράδοση του οχυρού Ρούπελ στους Γερμανούς, φρόντισε ώστε το Ρούπελ και άλλα 20 οχυρά να αποτελέσουν το μεγαλύτερο αμυντικό έργο της Ελλάδας και ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης. Η περίφημη «Γραμμή Μεταξά» στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη δείχνει με τον καλύτερο τρόπο τη σπουδή με την οποία το δικτατορικό καθεστώς προετοιμαζόταν για πόλεμο.
Η απόφαση εξάλλου για την αμυντική οχύρωση της Ελλάδας και την ανασύνταξη του στρατού δεν πάρθηκε τη στιγμή που εκδηλώθηκε η αιφνιδιαστική ιταλική επίθεση, αλλά ήταν μια συνειδητή και καλοσχεδιασμένη επιλογή του Μεταξά που ανάγκασε σε ευρείας κλίμακας μεταρρυθμίσεις.
Ο Μεταξάς φοβόταν και τον αυτοκρατορικού τύπου επεκτατισμό του Μουσολίνι και τις αναθεωρητικές τάσεις της Βουλγαρίας. Η στρατιωτική προπαρασκευή του έθνους περιλάμβανε ένα πυκνό πλέγμα οχυρώσεων στη Θράκη, στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο, που δεν βγήκε βέβαια όπως τα υπολόγιζε ο Μεταξάς, δείχνει ωστόσο το μέλημά του για το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων.
Και βέβαια δεν αιφνιδιάστηκε από το ιταλικό τελεσίγραφο, καθώς όπως αποκαλύπτει το εκτενές ημερολόγιο του δικτάτορα, θεωρούσε τη σύγκρουση με τους Ιταλούς εδώ και καιρό αναπόφευκτη. Η επιτυχία του συστήματος γενικής επιστράτευσης και άμεσης συγκρότησης μονάδων για το μέτωπο σε αυτό ακριβώς κατατείνει.
Ο Μεταξάς ανέλαβε προσωπικά το υπουργείο Πολέμου και, από κοινού με τον Παπάγο, άρχισαν τη μεγάλη προσπάθεια αναδιοργάνωσης του στρατεύματος. Αναφέρουμε ενδεικτικά την προμήθεια από τη Γερμανία αντιαεροπορικών και αντιαρματικών πυροβόλων, την παραγγελία από τη Γαλλία όλμων ώστε να εφοδιαστούν τα συντάγματα πεζικού και ιππικού και την παρασκευή κρανών, στολών και υλικού στρατοπεδίας.
Το ίδιο έκανε και για την αεράμυνα της πατρίδας μας, κι έτσι μπόρεσε η Ελλάδα να παρατάξει το 1940 κάπου 140 αεροσκάφη, από τα οποία τα 100 ήταν νέας τεχνολογίας. Όσο για την εξοπλιστική δράση του στο Πολεμικό Ναυτικό, πρόλαβε να παραλάβει 2 αντιτορπιλικά («Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα»). Για να δούμε το πράγμα στην προοπτική του, μεταξύ 1923-1935 οι εξοπλιστικές και αμυντικές δαπάνες του κράτους ανήλθαν στα 3 δισ. δραχμές, ενώ στο διάστημα 1936-1940 δαπανήθηκαν περισσότερα από 15 δισεκατομμύρια.
Ο ελληνικός στρατός από ουσιαστικά μη υφιστάμενος μεταμορφώθηκε σε μια ικανοποιητική και σίγουρα υπολογίσιμη δύναμη. Κι αυτό φάνηκε όταν μπήκε σε εφαρμογή το «Σχέδιο Επιστρατεύσεως 1939Β» και μέσα σε 15 ημέρες (28 Οκτωβρίου-13 Νοεμβρίου) κινητοποιήθηκαν και προωθήθηκαν στο μέτωπο 300.000 άντρες.
Χάρη στη μεθοδική προπαρασκευή, η Ελλάδα κατάφερε στον πόλεμο του 1940 να παρατάξει τον μεγαλύτερο στρατό της ιστορίας της, πάνω από 450.000 άντρες. Ταυτοχρόνως, η ιταλική πολεμική μηχανή δεν ήταν και τόσο αξιόμαχη όσο φανέρωναν οι φανφάρες του Μουσολίνι και σύντομα θα αποδεικνυόταν στο πεδίο της μάχης. Ακόμα και οι 11.000 άντρες της περιβόητης Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια» κατατροπώθηκαν στην Πίνδο με τρόπο τουλάχιστον αποστομωτικό. Η εξουδετέρωσή τους στις χιονισμένες χαράδρες του Σμόλικα αξίζει ιδιαίτερης μνείας.
Όλα αυτά δεν μειώνουν ούτε στο ελάχιστο τον ηρωισμό των στρατιωτών μας ούτε το ψυχικό τους σθένος. Αποκαλύπτουν απλώς πως η ελληνική ιστορία δεν χρειάζεται εθνικούς μύθους για να φανεί το μεγαλείο της…
Δεν ήταν μόνο η Ιταλία, ήταν και η Αλβανία
Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 αφήνει συνήθως έξω από τα αφηγήματά του τον ρόλο της συνενωμένης κάτω από το ίδιο στέμμα Αλβανίας. Με κυβερνητικό διάταγμα του 1940, η Αλβανία δεσμευόταν εξάλλου να κηρύξει τον πόλεμο σε όσα κράτη θα ήταν αντιμέτωπα με την Ιταλία.
Η ιταλική εισβολή στην Αλβανία τον Απρίλιο του 1939, που διάρκεσε μόλις 5 μέρες, έφερε το Βασίλειο της Αλβανίας στο άρμα του Μουσολίνι. Η Αλβανία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών, όπως είχε κάνει και ο Ντούτσε δυο χρόνια πρωτύτερα, και το υπουργείο Εξωτερικών της συγχωνεύτηκε με το αντίστοιχο ιταλικό. Και βέβαια ακολούθησε αναγκαστικά την Ιταλία στον πόλεμο με τους Γάλλους και τους Βρετανούς.
Ελληνικό Βασιλικό Διάταγμα χαρακτήριζε την Αλβανία εμπόλεμο έθνος και πράγματι στην ιμπεριαλιστική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου 1940, η Ελλάδα δέχτηκε την επίθεση, από τη μεθόριο της Βορείου Ηπείρου, όχι μόνο των ιταλικών στρατευμάτων, αλλά και των αλβανικών.
Δεκαπέντε τάγματα του τακτικού αλβανικού στρατού αναφέρονται πως πολέμησαν στα βουνά της Πίνδου, αλλά και παραστρατιωτικές ομάδες που θα δρούσαν και αργότερα, κατά τα χρόνια της Κατοχής, τρομοκρατώντας τους ελληνικούς πληθυσμούς της Ηπείρου.
Οι ιταλοί Μελανοχίτωνες σχημάτισαν τέσσερις λεγεώνες από τις τάξεις της αλβανικής πολιτοφυλακής. Όταν ο ελληνικός στρατός πέρασε στην αντεπίθεση και άρχισε να καταλαμβάνει αλβανικές πόλεις (Αργυρόκαστρο και Κορυτσά), οι αλβανοί στρατιώτες αναφέρεται ότι εγκατέλειψαν μαζικά την πρώτη γραμμή.
Το Έπος του 1940 είχε την ιδιαιτερότητα ότι γράφτηκε κυρίως σε ξένο έδαφος, μετά τις πρώτες μέρες της ιταλικής εισβολής δηλαδή, όταν οι πολεμικές επιχειρήσεις Ελλήνων και Ιταλών έλαβαν χώρα όχι στις επικράτειες των εμπόλεμων εθνών, αλλά ενός τρίτου κράτους.
Τα νοτιότερα εδάφη της Αλβανίας μετατράπηκαν στο κατεξοχήν θέατρο των επιχειρήσεων και ο άμαχος πληθυσμός της υπέφερε κι αυτός τα πάνδεινα από τον πόλεμο που εξαπλώθηκε στις περιοχές του. Ο ρόλος της κατεκτημένης Αλβανίας στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ξεχάστηκε πια εντελώς, όπως ξεχάστηκαν και οι συμφορές που έπληξαν έναν λαό που σύρθηκε στον πόλεμο…
Αντιφασιστικός πόλεμος από ένα φασιστικό καθεστώς;
Το 1940 ο δικτάτορας Μεταξάς θα βρεθεί στο δίλημμα να πολεμήσει για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας ή να ενδώσει σε έναν εχθρό που φάνταζε αήττητος. Στο δίλημμα αυτό, για το οποίο προετοίμαζε εξάλλου επί 4 χρόνια την άμυνα της χώρας, ο Μεταξάς δηλώνει έτοιμος να πολεμήσει «υπέρ βωμών και εστιών», έχοντας μαζί του όλο τον ελληνικό λαό.
Ο Μεταξάς του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε περάσει από σαράντα κύματα. Μερίδα ιστορικής σκέψης ισχυρίζεται πως δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος με τον Μεταξά του Εθνικού Διχασμού, των Επιστράτων, του κινήματος Λεοναρδοπούλου-Γαργαλίδη και του πραξικοπηματικού κινήματος της 4ης Αυγούστου. Γι’ αυτό και ο δημοκράτης και κεντρώος υπουργός και πρωθυπουργός Γεώργιος Καφαντάρης σχολίασε εκείνο το παροιμιώδες: «Είπε το ‘‘Όχι’’ ο μόνος Έλληνας που θα μπορούσε να πει το ‘‘Ναι’’»!
Έχει επικρατήσει λοιπόν στις μέρες μας η αντίληψη ότι ο πόλεμος του 1940 ήταν μια μάχη κατά του φασισμού. Την ίδια ώρα δηλαδή που η πραγματικότητα υποδεικνύει πως το μεταξικό καθεστώς δεν είχε μόνο δικτατορικό χαρακτήρα, αλλά και έντονη φασιστική μορφολογία.
Το απολυταρχικό μόρφωμα του Μεταξά δανείστηκε τις πρακτικές των φασιστικών κρατών, όπως την υποχρεωτική συμμετοχή στη νεολαία ΕΟΝ με τις μπλε στολές (απηχώντας τους Μελανοχίτωνες του Μουσολίνι), τον (χιτλερικό) χαιρετισμό δι’ ανατάσεως της δεξιάς χειρός και τις άλλες σκοτεινές πρακτικές βίαιης καταστολής, διώξεων, αστυνομοκρατίας και απαγορεύσεων. «Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου κράτος αντικομμουνιστικό. Κράτος αντικοινοβουλευτικό. Κράτος ολοκληρωτικό», γράφει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του.
Δεν συμμάχησε όμως ποτέ με τα φασιστικά καθεστώτα. Ο δικός του εθνικισμός ήταν ιδιόμορφος, καθώς δεν διαπνεόταν από επεκτατικά χαρακτηριστικά και διατήρησε μάλιστα αγαστές σχέσεις με τη Βρετανία.
Ο Μεταξάς άνηκε ιδεολογικά στον Άξονα, κι όμως συνέχισε το έργο, ειδικά σε όρους εξωτερικής πολιτικής, της τελευταίας τετραετίας του Βενιζέλου, κρατώντας την Ελλάδα προσδεμένη στο άρμα των Βρετανών. Ίσως γιατί θεωρούσε πως Γερμανοί και Ιταλοί θα χάσουν αργά ή γρήγορα τον πόλεμο.
Σε κείνη τη συνάντηση με τους επικεφαλής του αθηναϊκού Τύπου στη «Μεγάλη Βρετανία» στις 30 Αυγούστου, όπου ακούστηκε για πρώτη φορά από τα χείλη του το «Όχι», είπε και κάτι απείρως σημαντικότερο: «[Από] αυτόν τον πόλεμον είναι δυνατόν και δουλωμένη ακόμη να βγη προσωρινώς η Ελλάς. Λέγω προσωρινώς, διότι πιστεύω ακράδαντα ότι τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας. Γιατί οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορεί να νικήσουν […] O καιρός δεν δουλεύει για τον Άξονα».
Γι’ αυτό και η ουδετερότητα του Μεταξά στην εξωτερική πολιτική ακροβατούσε διαρκώς μεταξύ της ιδεολογικά αδερφής ναζιστικής Γερμανίας και της κοινοβουλευτικής Βρετανίας.
Η απάντηση στο ερώτημα γιατί ο Μεταξάς δεν βρέθηκε στο ίδιο στρατόπεδο με τους ομοϊδεάτες του γερμανούς ναζιστές και ιταλούς φασίστες συνεχίζει να απασχολεί τους ιστορικούς, καθώς σχηματικές ερμηνείες μέσα στο πολυσύνθετο πλέγμα των αντίρροπων δυνάμεων δεν χωρούν.
Η αρνητική απάντησή στο ιταλικό τελεσίγραφο δεν ήταν αναμφίβολα αποτέλεσμα ηρωισμού ή ιδεολογικής πάλης με τον φασισμό. Ήταν περισσότερο μια συνεπής για τον ίδιο και σωστή τελικά εκτίμηση της επόμενης ημέρας του Β’ Παγκοσμίου. Καθώς όπως και κάθε άλλος Έλληνας, εκείνη τη 15η Αυγούστου 1940 με τον τορπιλισμό της «Έλλης» κατάλαβε πως οι μέρες της χώρας του εκτός πολέμου παραήταν μετρημένες.
Κι έτσι την κρίσιμη ώρα δεν άλλαξε ιδεολογικό στρατόπεδο, αλλά έκανε την καλύτερη κίνηση για τον λαό, τάχθηκε στο πλευρό των Συμμάχων. Και πλέον ξέρουμε κι έναν ακόμα λόγο, πειστικό λόγο, για αυτές τις αγαστές σχέσεις που κράτησε με τους Βρετανούς: το 67,42% του ελληνικού εξωτερικού χρέους ήταν αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν αμερικανικά κεφάλαια, το 7,52% ήταν γαλλικά, το 5,40% σουηδικά και το 3,44% βελγικά, ενώ μόλις το 1,7% ήταν γερμανικά και το 1,65% ιταλικά.
Λίγους μήνες πριν, τον Μάιο του 1940, εξομολογούνταν άλλωστε στην «Daily Telegraph»: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης».
Ο Μεταξάς τήρησε τις ευαίσθητες ισορροπίες στις διμερείς σχέσεις της Ελλάδας και οδήγησε με αξιοσημείωτη επιδεξιότητα μια μικρή χώρα ανάμεσα στους σκοπέλους μιας ταραχώδους εποχής για τις διεθνείς ευρωπαϊκές σχέσεις.
Αντιφασιστικός πάντως ο αγώνας του δεν ήταν κατά κανέναν τρόπο. Αντιφασιστικό τον βάφτισαν οι Βρετανοί, θέλοντας να αποδώσουν στην πολεμική προσπάθεια του έθνους ένα σαφές και βολικό για τους ίδιους ιδεολογικό πρόσημο. Ο Μεταξάς τον χαρακτήρισε απλώς αγώνα ενάντια σε έναν γεωπολιτικό εχθρό, την Ιταλία εν προκειμένω.
Όπως κι αν έχει, μέχρι να επιτεθούν οι Γερμανοί στην Ελλάδα στις αρχές Απριλίου του 1941, ο ελληνικός στρατός είχε ήδη προελάσει στα αλβανικά εδάφη και είχε αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και το δεύτερο κύμα της ιταλικής εφόδου (Εαρινή Επίθεση), δίνοντας στους Συμμάχους μια από τις πρώτες και εμφατικές νίκες κατά του Άξονα…