Να γίνουν δεκτές όλες οι αιτήσεις των γονιών για τους παιδικούς σταθμούς
Ερώτηση προς τους υπουργούς Εσωτερικών και Παιδείας σχετικά με την επόμενη χρονιά για τους παιδικούς σταθμούς, το Πρόγραμμα «Εναρμόνιση Οικογενειακής και Επαγγελματικής Ζωής» και την αγωνία των λαϊκών οικογενειών κατέθεσε στη Βουλή το ΚΚΕ.
Ειδικότερα το κείμενο της Ερώτησης, που υπογράφουν οι βουλευτές του Κόμματος Γιάννης Δελής, Νίκος Καραθανασόπουλος, Χρήστος Κατσώτης, Μαρία Κομνηνάκα, Γιώργος Λαμπρούλης, Νίκος Παπαναστάσης και Μανώλης Συντυχάκης, έχει ως εξής:
«Κάθε χρόνο, τέτοια περίοδο, τα νεαρά λαϊκά νοικοκυριά βιώνουν έντονη αγωνία για την τύχη των παιδιών τους, αν θα καταφέρουν τελικά να βρουν μια θέση στις δομές της Προσχολικής Αγωγής των Δήμων, καθώς διαχρονικά ο αριθμός τους, το προσωπικό, οι διαθέσιμες θέσεις συνεχίζουν να υπολείπονται κατά πολύ των αναγκών.
Μια βασανιστική και επαναλαμβανόμενη κάθε χρόνο διαδικασία που ξεκινάει με την αναμονή από τη στιγμή που θα γίνουν οι αιτήσεις, μέχρι την οριστική εξαγγελία του αριθμού των παιδιών που γίνονται τελικά δεκτά και που επαναλαμβάνεται πάλι από την αρχή για την επόμενη χρονιά.
Το πρόβλημα της έλλειψης ενός επαρκούς δικτύου προσχολικών δομών συνεχίζεται, καθώς και το ζήτημα της υποχρηματοδότησης των δήμων, ώστε να λειτουργήσουν τις ήδη υπάρχουσες δομές με την αναγκαία παιδαγωγική επάρκεια και σε συνθήκες ασφάλειας βρεφών και νηπίων, εντείνεται.
Το λεγόμενο Πρόγραμμα Εναρμόνιση Οικογενειακής και Επαγγελματικής Ζωής είναι το χρηματοδοτικό εργαλείο που έχουν επιλέξει διαχρονικά οι κυβερνήσεις ώστε να καλύπτουν κατά ένα μέρος τις μεγάλες και διαπιστωμένες ελλείψεις στη φροντίδα και την αγωγή του παιδιού. Πρόγραμμα που αυξομειώνεται ανάλογα με τις συγκυρίες και που δίνει μόνο σε χρονιάτικη βάση διέξοδο, για ένα μόνο μέρος των παιδιών από τα πιο φτωχά νεαρά νοικοκυριά. Που όπως δείχνουν τα στοιχεία των τελευταίων χρόνων, στοχευμένα ενισχύει τον ιδιωτικό τομέα σε βάρος του περιορισμένου δημόσιου, αφού πρόκειται για χρήματα που προκύπτουν από την υπερφορολόγηση της λαϊκής οικογένειας, τα οποία δεν επιστρέφονται για την επέκταση και ενίσχυση των δημόσιων δομών, ώστε αυτές να παρέχουν δημόσια, δωρεάν, αναβαθμισμένη, επιστημονική φροντίδα, με αποτέλεσμα οι οικογένειες να οδηγούνται ως πελάτες στην ιδιωτική Προσχολική Αγωγή.
Είναι χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη το πως διαμορφώνεται η κατάσταση στο μεγαλύτερο αστικό κέντρο της χώρας, την Αττική, που ήδη ο ιδιωτικός τομέας μεταξύ 2017-2019 υπερτερεί σε δομές και αριθμό παιδιών σε σχέση με τις δημόσιες δημοτικές δομές που σταθερά συρρικνώνονται.
Πιο συγκεκριμένα πέρυσι, το πρόγραμμα κάλυψε 155.000 παιδιά αφήνοντας απέξω 17.250 παιδιά από αυτά που είχαν κάνει αίτηση, με 270 εκατ. χρηματοδότησης (210 εκατ. από το ΠΔΕ και 60 εκατ. από το ΕΣΠΑ). Ο αριθμός δε των παιδιών που τελικά καλύπτονται είναι υποπολλαπλάσιος των αναγκών, καθώς υπολογίζονται περίπου κάτι λιγότερο από 400.000 οι ηλικίες που είναι ανάγκη να φοιτήσουν σε προσχολικές δομές, εξαιρώντας από τον αριθμό τα Νηπιαγωγεία με τα μεγαλύτερα παιδιά της προσχολικής ηλικίας.
Να προσθέσουμε επίσης ότι το εν λόγω πρόγραμμα δεν αφορά αποκλειστικά τις ανάγκες των παιδιών της μικρής προσχολικής ηλικίας, αλλά και προγράμματα όπως η λειτουργία των ΚΔΑΠ και ΚΔΑΠ – ΑΜΕΑ που και εδώ οι δομές υπολείπονται στους δήμους.
Επιπλέον, πέρα από τα απόλυτα αριθμητικά μεγέθη υπάρχει μεγάλη ανισομετρία στις προσφερόμενες θέσεις ανά ηλικία, δηλαδή όσο πιο μικρό είναι το παιδί τόσο λιγότερες πιθανότητες έχει να βρει μια θέση, ακόμα και με το κουπόνι στο χέρι, καθώς η φροντίδα των βρεφών είναι πιο δαπανηρή και σίγουρα δεν μπορεί να λυθεί με «στοίβαγμα» των παιδιών, όπως γίνεται στις μεγαλύτερες ηλικίες. Απαιτεί πολλαπλάσια χρηματοδότηση, φροντίδα, κατάλληλους χώρους και περισσότερο προσωπικό και γι’ αυτό ποτέ δεν ιεραρχήθηκε από τις κυβερνήσεις διαχρονικά. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι σε 161 δήμους δεν υπάρχουν βρεφικοί σταθμοί και σε 131 υπάρχει διπλάσια ζήτηση από τις θέσεις που διατίθενται.
Ταυτόχρονα, από την προηγούμενη κυβέρνηση, ψηφίστηκε η διαδικασία πιστοποίησης των παιδικών σταθμών που εκσυγχρονίζει μεν τα δεδομένα για την αδειοδότησή τους και ως διαδικασία οδηγεί στο κλείσιμο ακατάλληλων δομών στους δήμους, χωρίς ωστόσο να γίνονται οι αναγκαίες παρεμβάσεις του κράτους για την αντικατάστασή τους μέσα από ένα συγκεκριμένο σχεδιασμό, με αποτέλεσμα να επιτείνονται και τα αδιέξοδα για τις οικογένειες καθώς τα επόμενα χρόνια θα μειώνονται ακόμα παραπέρα οι διαθέσιμες θέσεις.
Μέσα σε αυτή τη ζοφερή κατάσταση, προστίθενται οι συνθήκες όπως διαμορφώθηκαν εν μέσω πανδημίας, με τους παιδικούς σταθμούς να κλείνουν επ’ αόριστον και τα παιδιά να μένουν σπίτι, χωρίς την παραμικρή φροντίδα από την πλευρά της κυβέρνησης για τους όρους ασφάλειας, όπως αυτοί ορίζονται από την επιστημονική κοινότητα, με τους οποίους αυτοί μπορούν να ανοίξουν. Για παράδειγμα, απαιτούνται ολιγομελή τμήματα για να αποφεύγεται ο συγχρωτισμός, άρα πολλαπλάσιο μόνιμο προσωπικό, ανάλογες αίθουσες, μόνιμο προσωπικό στην καθαριότητα, επιστημονικό προσωπικό για την επαρκή ιατρική παρακολούθηση των παιδιών καθώς είναι ευάλωτη ηλικιακή ομάδα.
Σε όλα τα παραπάνω η απουσία κυβερνητικής παρέμβασης είναι εμφανής, όπως και η καθυστέρηση να μιλήσει συγκεκριμένα για τα ποσά χρηματοδότησης που θα διατεθούν φέτος για την κάλυψη αναγκών που στις δεδομένες συνθήκες διευρύνονται, τον αριθμό των θέσεων που θα καλύψει, την τύχη του απασχολούμενου προσωπικού με το πρόγραμμα «Εναρμόνιση Οικογενειακής και Επαγγελματικής Ζωής» που χρόνια τώρα βρίσκεται σε ομηρία και που η ύπαρξή του είναι το πλέον κρίσιμο μέγεθος για τη στοιχειώδη λειτουργία του συνόλου των παιδικών και βρεφικών σταθμών στους δήμους καθώς και των δομών ΚΔΑΠ και ΚΔΑΠ ΑΜΕΑ.
Επιβεβαιώνει και αυτή η κυβέρνηση με την πολιτική της τις εκτιμήσεις μας ότι η κάλυψη των σύγχρονων, διευρυμένων, αναγκών τόσο για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας όσο και για τις οικογένειές τους, στο βαθμό που αυτή επαφίεται σε ευκαιριακά προγράμματα, τα οποία καταρτίζονται σε ετήσια βάση με το προσωπικό να είναι σε διαρκή ομηρία και τα νούμερα των παιδιών να συναρτώνται με τις προτεραιότητες όπως ορίζει η οικονομία αυτή, θα υπολείπεται διαρκώς.
Τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα έχουν τεκμηριώσει γιατί πρέπει όλα τα παιδιά να φοιτούν σε προσχολικές δομές, που θα στελεχώνονται από μόνιμο προσωπικό όλων των αναγκαίων ειδικοτήτων, σε σύγχρονα, κατάλληλα κτίρια, με διαθέσιμα όλον τον εξοπλισμό και την υποδομή ώστε να υπηρετηθούν οι ανάγκες τους με επιστημονικό τρόπο, καθώς η φοίτηση δεν είναι εξυπηρέτηση των γονέων για να «εναρμονίσουν» την οικογενειακή με την επαγγελματική ζωή, αλλά πρωτίστως είναι ανάγκη των παιδιών να αναπτυχθούν ολόπλευρα.
Σε κάθε περίπτωση με δεδομένα τα διαχρονικά κενά και τις ελλείψεις που υπάρχουν σε όλους τους δήμους και οδηγούν σε αδιέξοδο τις οικογένειες, αλλά και τα νέα που επέφερε η πανδημία, το κράτος οφείλει να καλύψει όλες τις ανάγκες που υπάρχουν δημόσια και δωρεάν, για όλα τα παιδιά, με γενναία αύξηση της χρηματοδότησης, με μονιμοποίηση όλου του προσωπικού που εργάζεται στους παιδικούς σταθμούς, είτε μέσω προγράμματος, είτε με προσλήψεις από το δήμο, προσλαμβάνοντας το επιπλέον μόνιμο προσωπικό που απαιτείται και με ταυτόχρονο σχέδιο ώστε να ανεγερθούν σύγχρονοι, ασφαλείς παιδικοί σταθμοί, και να εκσυγχρονιστούν με τις αναγκαίες παρεμβάσεις οι ήδη υπάρχοντες. Οφείλει επίσης να μεριμνήσει για ένα διευρυμένο δίκτυο απογευματινών δημιουργικών κέντρων, ενισχύοντας τα ΚΔΑΠ και ΚΔΑΠ ΑΜΕΑ σε υποδομές, μόνιμο προσωπικό, και μέσα ώστε να καλυφτούν όλες οι ανάγκες.
Ερωτώνται οι κ. Υπουργοί,
- Ποια μέτρα θα λάβει η κυβέρνηση για τη λειτουργία των παιδικών σταθμών και ΚΔΑΠ και ΚΔΑΠ ΑΜΕΑ στους δήμους το Σεπτέμβριο.
- Ποιο θα είναι φέτος το ύψος χρηματοδότησής τους και αν θα καλυφθούν όλες οι αιτήσεις των γονιών.
- Αν θα προχωρήσει επιτέλους η κυβέρνηση στη μονιμοποίηση των εργαζομένων που δουλεύουν με βάση το πρόγραμμα «Εναρμόνιση Οικογενειακής και Επαγγελματικής Ζωής» στις αντίστοιχες δομές.
- Ποιο σχεδιασμό έχει για τη διεύρυνση του δικτύου των δημόσιων παιδικών και βρεφικών σταθμών στους δήμους».