Βουλιμία στα παιδιά: Πώς μπορούν οι γονείς να συμβάλλουν στην θεραπεία
Νέα έρευνα, που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of the Academy of Child and Adolescent Psychiatry, δείχνει ότι η συμμετοχή των ίδιων των γονέων στην διαδικασία αντιμετώπισης της βουλιμίας στο παιδί, θα μπορούσε να φέρει πολύ καλύτερα αποτελέσματα.
Πρόκειται για την μεγαλύτερη τυχαιοποιημένη κλινική έρευνα επάνω σε έφηβους και έφηβες με ψυχογενή βουλιμία και διεξήχθη από επιστήμονες στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.
Τα ευρήματα έρχονται σε αντίθεση με τον τρόπο που οι κλινικοί γιατροί έχουν ιστορικά εκπαιδευτεί να αντιμετωπίζουν περιστατικά νεαρών ατόμων με βουλιμία, με διαδικασίες όπου οι γονείς αποκλείονται από την παροχή συμβουλών.
“Οι γονείς πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη θεραπεία παιδιών και εφήβων με διατροφικές διαταραχές”, δήλωσε ο Daniel Le Grange, καθηγητής παιδικής υγείας και ψυχιατρικής στο Νοσοκομείο Παίδων UCSF Benioff του Σαν Φρανσίσκο.
Και πρόσθεσε: “Αυτή η μελέτη δείχνει οριστικά ότι η γονική εμπλοκή είναι επιτακτική ανάγκη για την επιτυχή θεραπεία των εφήβων με νευρική βουλιμία. Πηγαίνει σε αντίθεση με την εκπαίδευση που οι γιατροί λαμβάνουν στην ψυχιατρική, η οποία διδάσκει ότι οι γονείς ευθύνονται για τη βουλιμία, και ως εκ τούτου θα πρέπει να παραλειφθούν από τη θεραπεία”.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι τα παιδιά-ασθενείς που συμμετείχαν σε οικογενειακή θεραπεία (ΟΘ) είχαν υψηλότερα ποσοστά αποχής από την πολυφαγία και τον έμετο (κλασικά συμπτώματα της βουλιμίας) από εκείνα που υποβάλλονταν σε γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία (ΓΣΘ) και μόνο (χωρίς την συμμετοχή των γονέων τους).
Μετά την αρχική θεραπεία, το 39% των ασθενών σε ΟΘ είχε αισθητή μείωση των συμπτωμάτων της βουλιμίας, σε σύγκριση με το 20% των ασθενών που ακολούθησαν ΓΣΘ. Κατά τη διάρκεια μιας περιόδου παρακολούθησης διάρκειας 6 μηνών, το 44% των ασθενών ΟΘ είχε μειωμένα συμπτώματα βουλιμίας έναντι 25% των ασθενών ΓΣΘ. Μετά από ένα χρόνο, τα ποσοστά αποχής ήταν στο 49% και 32% αντίστοιχα.