Νέες ταινίες: Αποκάλυψη ο Ιγκι Ποπ στην ταινία του Τζιμ Τζάρμους [κριτική & τρέιλερ]

Με δυνατά ονόματα οι κινηματογραφικές πρεμιέρες αυτή την εβδομάδα. O σπουδαίος Τζιμ Τζάρμους ανασταίνει τους νεκρούς και ο Λικ Μπεσόν δημιουργεί μια ακόμα femme fatale που καθαρίζει όποιον βρεθεί στον δρόμο της.

Παράλληλα ο «Βασιλιάς των λιονταριών» βρυχάται και πάλι, ο Ίθαν Χοκ και η Νούμι Ραπάσε εξηγούν πώς προέκυψε ο όρος «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», ενώ η Τζούντι Ντεντς ερμηνεύει την πιο διάσημη γυναίκα κατάσκοπο μετά από την Μάτα Χάρι.

Οι Νεκροί δεν πεθαίνουν (Dead don’t die)

Οι Νεκροί δεν πεθαίνουν (Dead don’t die)

Σενάριο – Σκηνοθεσία:Τζιμ Τζάρμους
Παίζουν: Μπιλ Μάρεϊ, Άνταμ Ντράιβερ, Τίλντα Σουίντον, Κλόι Σεβινί, Στιβ Μπουσέμι, Ντάνι Γκλόβερ, Ρόζι Περέζ, Ίγκι Ποπ, Σάρα Ντράιβερ, RZA, Σελίνα Γκόμεζ, Τομ Γουέιτς

Περίληψη: Στην ήσυχη, σχεδόν αόρατη πόλη του Σέντερβιλ όλα φαίνονται ήρεμα και ασφαλή, όμως κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Το φεγγάρι τις τελευταίες μέρες φέγγει πιο έντονα και μοιάζει να έχει κατέβει ανεξήγητα χαμηλά. Οι ώρες της ημέρας μπερδεύονται, το φως του ήλιου χάνεται, ενώ τα ζώα συμπεριφέρονται παράξενα. Οι δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις είναι ανησυχητικές και οι επιστήμονες απορούν. Κανείς όμως δεν μπορεί να προβλέψει την κατάρα που θα έρθει να σκεπάσει σύντομα αυτήν τη μικρή πόλη.

Ο πατριάρχης του ανεξάρτητου Αμερικάνικου σινεμά επιστρέφει με την πιο ανατρεπτική zombie movie που έχετε δει ποτέ, βάζοντας στο μικροσκόπιο τη μετά- Τραμπ κοινωνία.

Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της κεντρικής Αμερικής, το Σέντερβιλ, όλα μοιάζουν ειδυλλιακά και οι κάτοικοι περνούν τις μέρες τους με ηρεμία, όταν ξαφνικά αρχίζουν να παρατηρούνται ανεξήγητα φαινόμενα. Το φεγγάρι παίζει περίεργα παιχνίδια και μια κατάρα πλανάται στην ατμόσφαιρα. Οι τάφοι ανοίγουν και οι νεκροί βγαίνουν ως αιμοδιψή ζόμπι για να επιτεθούν στους ζωντανούς. Τρεις αστυνομικοί αναλαμβάνουν να σώσουν την πόλη, πριν να είναι πολύ αργά.
Είναι γνωστό ότι στον Τζιμ Τζάρμους αρέσει να παίζει με τα κινηματογραφικά είδη κι έτσι αυτή τη φορά μετά από το γοτθικό παραμύθι «Μόνο Οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί» όπου καταπιάνεται με τους βρικόλακες και τον αριστουργηματικό ποιητικά ρεαλιστικό «Πάτερσον » επιστρέφει πίσω από την κάμερα και ασχολείται με τους νεκροζώντανους. Ακολουθώντας μια τυπική ιστορία της μυθολογίας των ζόμπι που έχει αναβιώσει ουκ ολίγες φορές στην ποπ κουλτούρα, έρχεται να αποδείξει για ακόμα μια φορά την αναρχική του σκέψη και τη βαθιά στοχαστική του ματιά, ανανεώνοντας το είδος με τον δικό του μινιμαλιστικό τρόπο , που τον καθιέρωσε ως ένα από τους πιο σημαντικούς auteur του κινηματογράφου.

Με μελαγχολία, πικρόχολο χιούμορ και σπιρτόζικες ατάκες, ο Τζάρμους δεν επενδύει στον κινηματογραφικό τρόμο, αλλά χρησιμοποιεί αλληγορικά τα ζόμπι που κατακλύζουν το Σέντερβιλ, αφού και ακόμα μετά θάνατον αναζητούν τις γήινες απολαύσεις, θεωρώντας ότι τελικά αυτή είναι η μοιραία κατάληξη όλων των αμαρτημάτων μας- άλλωστε, όπως λένε οι ειδήσεις, για το ξύπνημά τους οφείλεται η κλιματική αλλαγή, δηλαδή η ασέβεια μας απέναντι στον πλανήτη.
Ταυτόχρονα δεν λείπουν τα υποδόρια πολιτικά σχόλια- χαρακτηριστικό παράδειγμα η country μπαλάντα των τίτλων αρχής που ερμηνεύει ο Sturgill Simpson και λέει πολλά για την Αμερική του Τραμπ, ή το καπέλο του ρατσίστη που γράφει «Keep America White Again»– αλλά και οι σινεφιλικές αναφορές που λατρεύει ο Τζάρμους, όπως το αυτοκίνητο που οδηγεί η Σελένα Γκόμεζ με τους «hipster» φίλους της- φόρος τιμής στον Ρομέρο και στην «Νύχτα των ζωντανών νεκρών».

Η αισθητική απεικόνιση των ζόμπι έχει μια εικαστικότητα που δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον για τον στοχασμό του, ενώ οι πιραντελικές πινελιές που φέρνουν ο Μπιλ Μάρεϊ και ο ‘Άνταμ Ντράιβερ όταν βγαίνουν από τους ρόλους των αστυνομικών και αναρωτιούνται ως ηθοποιοί για το τέλος τους, φτιάχνουν γέφυρες ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, προσδίδοντας μια φιλοσοφική διάσταση σε αυτή την μαύρη κωμωδία, που αν και σε σημεία δεν της λείπει ο διδακτικός τόνος, απευθύνεται ακόμα σε αυτούς που απεχθάνονται τα ζόμπι.
Έχοντας μάλιστα ένα λαμπερό καστ, από το οποίο παρελαύνουν παλιοί του συνεργάτες, όπως ο Μάρεϊ, ο Ντράιβερ και η Τίλντα Σουίντον, προσωπικοί του φίλοι όπως ο Ίγκι Ποπ και η πρώην σύντροφός του Σάρα Ντράιβερ, μέχρι ροκ ινδάλματα όπως ο Τομ Γουέιτς, ο αειθαλής Τζάρμους υπογράφει την πιο cool κωμωδία τρόμου που έχετε δει.

Anna

Σκηνοθεσία: Λικ Μπεσόν
Παίζουν: Σάσα Λους, Έλεν Μίρεν, Λουκ Εβανς, Κίλιαν Μέρφι

Περίληψη: Πίσω από την καθηλωτική ομορφιά της Άννα Πολιάτοβα κρύβονται σκοτεινά μυστικά, που θα την οδηγήσουν στον επικίνδυνο κόσμο της κατασκοπείας.
Ο Λικ Μπεσόν μάς συστήνει μια ακόμα μοιραία και σέξι μηχανή θανάτου, που κάνει τα πάντα στο όνομα της προσωπικής της ελευθερίας.

Η Άννα Πολιάτοβα είναι μια νεαρή γυναίκα που έχει περάσει πολλά στη ζωή της, όταν στρατολογείται από την KGB. Έχοντας στην αρχή αντιρρήσεις για την επιλογή της, η , η υπεύθυνη της ομάδας, εντυπωσιάζεται από την ευφυΐα της και την αποτελεσματικότητά της. Έτσι της αναθέτει τη μια αποστολή μετά την άλλη και γίνεται μεντοράς της, με αποτέλεσμα η ψύχραιμη και λογική Άννα να μεταμορφωθεί σε μια θανατηφόρα εκτελέστρια που υπηρετεί την πατρίδα της. Όταν όμως συνειδητοποιήσει πως σε κάθε περίπτωση εκείνη θα είναι πάντα φυλακισμένη σε άσχημες πόλεις και γκρίζα σπίτια, τότε αποφασίζει να παίξει το δικό της παιχνίδι.
Όχι μία αλλά δύο δυναμικές ηρωίδες, υπέρμαχες της χειραφέτησης και της ανεξαρτησίας, δημιουργεί αυτή τη φορά ο Μπεσόν κάνοντας αυτό που ξέρει πολύ καλά: δηλαδή μια κατασκοπική ταινία με γρήγορη δράση, σασπένς και ερωτισμό.

Αντιγράφοντας σε πολλά σημεία παλιότερες ταινίες του και κυρίως την «Νικήτα» – άλλωστε οι περισσότεροι συντελεστές όπως ο βραβευμένος με Σεζάρ διευθυντής φωτογραφίας Τιερί Αρμπογκάστ και ο υποψήφιος για έξι βραβεία Σεζάρ μουσικοσυνθέτης Ερίκ Σερά έχουν ξανασυνεργαστεί μαζί του και στο παρελθόν- ο Μπεσόν κρατάει την κάμερα στο χέρι όπως συνηθίζει, στήνει μακράς διαρκείας πλάνα και ακολουθεί την πορεία της Άννα, κάνοντας συνεχώς άλματα στον χρόνο, προκειμένου να δημιουργήσει μυστήριο και σασπένς. Συχνά όμως το σενάριο του έχει κενά που μένουν αναπάντητα, η αληθοφάνεια θυσιάζεται στον βωμό του εντυπωσιασμού και της δράσης, ενώ οι συναισθηματικές πινελιές, που θα ήθελε να προκύψουν μέσα από τους έρωτες της ηρωίδας και την τρυφερή της σχέση με την Όλγκα, δεν υποστηρίζονται επαρκώς από την εκρηκτική κατά τα αλλά Σάσα Λους.

Η ληστεία της Στοκχόλμης (Stockholm)

Η ληστεία της Στοκχόλμης (Stockholm)

Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Μπουντρό
Παίζουν: Ίθαν Χοκ, Νούμι Ραπάσε, Μαρκ Στρονγκ

Περίληψη: Στοκχόλμη, 1973. O Λαρς, ένας Αμερικανός πρώην κατάδικος, εισβάλλει στη μεγαλύτερη τράπεζα της Σουηδικής πρωτεύουσας με σκοπό όχι μόνο να αδειάσει το χρηματοκιβώτιο, αλλά και να απαιτήσει από τις αρχές να ελευθερώσουν τον φυλακισμένο φίλο του. Γοητεύοντας σταδιακά τους όμηρους με τη χαρισματική, ευαίσθητη, αλλά και λίγο ανισόρροπη προσωπικότητά του, θα τους κάνει όχι μόνο να τον υπερασπιστούν, αλλά να θελήσουν να τον βοηθήσουν να ξεφύγει απ’ τον στενό κλοιό της αστυνομίας και να δραπετεύσει με εκατομμύρια. Μία από τις υπαλλήλους μάλιστα θα αρχίσει να τρέφει αισθήματα απέναντί του.

Ο Καναδός Ρόμπερτ Μπουντρό μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την ιστορία της ληστείας της Στοκχόλμης του 1973, από την οποία προέκυψε και ο γνωστός όρος «Σύνδρομο ης Στοκχόλμης», σύμφωνα με το οποίο οι όμηροι αισθάνονται συμπόνια και συμπάθεια για τους απαγωγείς τους.
Το ιδιαίτερο αυτή της ληστείας ήταν πως ο βασικός ένοχος, ο Λαρς όταν εισέβαλε στην τράπεζα δεν ζήτησε απλώς τα χρήματα από το χρηματοκιβώτιο, αλλά απαίτησε να απελευθερωθεί ένας φίλος του που βρισκόταν στη φυλακή. Για να πετύχει τον σκοπό του, κράτησε ομήρους τους υπάλληλους, οι οποίοι καθ’ όλη τη διάρκεια της ομηρίας τους δήλωναν πως ένιωθαν περισσότερο ασφαλείς μαζί του, παρά με την αστυνομία. Όταν τελικά μετά από ρίψη αεριών, ο Λαρς και ο φίλος του, που στο μεταξύ είχε μεταφερθεί στο κατάστημα, αναγκαστήκαν να παραδοθούν, οι όμηροι εμφανιστήκαν στο δικαστήριο και κατέθεσαν υπέρ του, ενώ με μία εξ αυτών έμειναν φίλοι για χρόνια.

Ο Μπούντρο εστιάζει αποκλειστικά και μόνο στα γεγονότα της ληστείας, τα οποία ενισχύει με αρκετά στοιχεία μυθοπλασίας, και όχι στα όσα ακολούθησαν- που μάλλον είναι και τα πιο σημαντικά- και προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε ένα τυπικό heist movie και μια μαύρη κωμωδία, χωρίς πάντα να καταφέρνει να βρει τη χρυσή τομή. Με ρεαλισμό μεν και μια ρετρό ατμόσφαιρα εισχωρεί στους κόλπους μιας ληστείας που από μόνη της, χωρίς δηλαδή τις συνέπειες που επέφερε σε κοινωνικό επίπεδο, δεν έχει και πολύ ψωμί, και παρ’ όλα αυτά καταφέρνει να δημιουργήσει ένταση κι αγωνία. Όμως οι έμμεσοι πολιτικοί του υπαινιγμοί και η προσπάθεια του να ανοίξει περισσότερο το θέμα του δεν βρίσκει πάντα τον στόχο της.
Το πλεονέκτημά του και βασικός λόγος για να δείτε την ταινία είναι ότι έχει στο καστ τον Ίθαν Χοκ που ερμηνεύει τον γοητευτικό και αλλοπρόσαλλο Λαρς όπως μόνο εκείνος θα μπορούσε, αποκαλύπτοντας πλευρές του ήρωά του που δεν υπάρχουν στο σενάριο, ενώ στο πλευρό του η Νούμι Ραπάσε μετά από μια σειρά άστοχων επιλογών έρχεται να μας υπενθυμίζει τις ικανότητές της.

Η κόκκινη Τζόαν (Red Joan)

Η κόκκινη Τζόαν (Red Joan)

Σκηνοθεσία: Σερ Τρέβορ Ναν
Παίζουν: Τζούντι Ντεντς, Στίβεν Κάμπελ Μουρ, Σόφι Κούκσον

Περίληψη: Η Τζόαν Στάνλεϊ ζει μια ήρεμη ζωή, ως συνταξιούχος, στα προάστια του Λονδίνου. Μέσα σε μια βδομάδα τα πάντα θα ανατραπούν, καθώς η ΜΙ5 την συλλαμβάνει και την κατηγορεί πως δρούσε ως κατάσκοπος των Σοβιετικών. Έτσι μεταφερόμαστε στο Κέιμπριτζ της δεκαετίας του ’30, όπου η νεαρή Τζόαν απολαμβάνει τον έρωτά της με έναν Ρώσο, αλλά και στη δεκαετία του ’40, όπου ως καταξιωμένη επιστήμονας συγκλονισμένη από τον όλεθρο της ατομικής βόμβας, ορκίζεται να κάνει τα πάντα ώστε ο κόσμος να γίνει καλύτερος.

Η Τζούντι Ντεντς αυτή τη φορά δεν δίνει εντολές στον Τζέιμς Μποντ, αλλά γίνεται η ίδια κατάσκοπος υποδυόμενη τη διάσημη «Granny spy» που συνελήφθη σε ηλικία σχεδόν ενενήντα χρόνων, επειδή διακινούσε εμπιστευτικά και άκρως απόρρητα έγγραφα της Βρετανικής κυβέρνησης στη Σοβιετική Ένωση κτα΄την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.

Το 1999 η Τζόαν Στάνλεϊ κατηγορείται προςτεράστια έκπληξη της οικογένειάς της και της κοινής γνώμης ως κατάσκοπος των Ρώσων. Εξασθενημένη και ηλικιωμένη, η Τζόαν απαντάει στις ανακρίσεις της ΜΙ5 αλλά και του γιου της, αφηγούμενη πώς κατέληξε στην απόφασή της να δώσει στους Σοβιετικούς το κλειδί της ατομικής βόμβας.Έτσι μέσα από φλας μπακ διηγείται την ιστορία της από τα χρόνια που σπούδαζε στο Κέμπριτζ, τη γνωριμία της με άτομα που άλλαξαν την κοσμοθεωρία της και τους έρωτες που σημάδεψαν τη ζωή της.
Βασισμένος στην αληθινή ιστορία της κατασκόπου Μελίτα Νόργουντ και στο ομώνυμο βιβλίο της δικηγόρου Τζένι Ρούνι, ο θεατρικός κατά βάση σκηνοθέτης Σερ Τρέβορ Ναν καταπιάνεται με μια συναρπαστική ιστορία κατασκοπείας , ακολουθώντας τη δοκιμασμένη συνταγή των ακαδημαϊκών βιογραφιών.

Η παραγωγή έχει ξεκινήσει με την πρόθεση μιας τηλεταινίας κι από αυτή τη λογική δεν φαίνεται να ξεφεύγει ο Ναν τελικά, που χρησιμοποιεί την βρετανική παράδοση, μια άρτια αναπαράσταση της εποχής, και μια κλασική , χωρίς εντυπωσιασμούς αφήγηση, χάνοντας εντελώς όμως το στοιχείο της δράσης.
Αντ’ αυτού αναλώνεται περισσότερο στις ερωτικές περιπέτειες της Τζόαν, αντιμετωπίζει εντελώς επιφανειακά την ιδέα περί παγκόσμιας ειρήνης που κινούσε την ιδεαλίστρια κατάσκοπο τόσο που την κάνει να μοιάζει έως και γραφική και αφήνει την Σόφι Κρουκ ( υποδύεται τν ηρωίδα σε νεαρή ηλικία ) να βγάλει από το φίδι από την τρύπα, αφού όλοι οι άλλοι χαρακτήρες είναι σχηματικοί και μονοσήμαντοι. Η Τζούντι Ντεντς εμφανίζεται ελάχιστα, σε ρόλο ουσιαστικά αφηγήτριας, χωρίς να έχει στα χέρια της δυνατές σκηνές για να ερμηνεύσει, οπότε τα όποια ηθικά και πολιτικά διλήμματα που απασχολούσαν την Νόργουντ μένουν στο ντουλάπι για μια επόμενη ταινία.

Βασιλιάς των Λιονταριών (The Lion King)

Βασιλιάς των Λιονταριών (The Lion King)

Σκηνοθεσία: Τζον Φαβρό
Με τις φωνές των: (στα αγγλικά) Ντόναλντ Γκλόβερ, Σεθ Ρόγκεν, Τσιουετέλ Ετζιόφορ, Μπιγιονσέ Νάουλς – Κάρτερ, Τζον Ολιβερ | (στα ελληνικά) Γιάννη Λάφη, Εύα Τσάχρα, Φοίβου Ριμένα, Βασίλη Μήλιου

Περίληψη: Μετά από είκοσι πέντε χρόνια, ο Σίμπα ζωντανεύει στις αίθουσες σε μια live action εκδοχή.

Θα προβάλλεται στις αίθουσες με ελληνικούς υπότιτλους, μεταγλωττισμένο στα ελληνικά και σε 3D.

Η κλασική ταινία της Disney που σημείωσε τεράστια καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία το 1994 και συνέχισε την καριέρα της ως μιούζικαλ στο Μπροντγουεϊ ζωντανεύει ξανά, αυτή τη φορά σε μια CGI και live action εντυπωσιακή κινηματογραφική μίξη.
Ο μικρός Σίμπα είναι ο διάδοχος του πατέρα του, Μουφάσα. Δεν είναι όλοι όμως χαρούμενοι στο βασίλειο με την έλευση του μικρού λιονταριού. Ο Σκαρ, ο αδερφός του νόμιμου βασιλιά και μέχρι πρότινος διεκδικητής του θρόνου, έχει άλλα σχέδια. Το μονοπάτι για τον θρόνο χαράζεται με προδοσία, οδηγώντας την κατάσταση σε τραγωδία, με αποτέλεσμα να εξοριστεί ο Σίμπα. Με τη βοήθεια των καινούργιων φίλων του όμως, θα σταθεί στο ύψος του και θα διεκδικήσει αυτά που του ανήκουν δικαιωματικά.
Ο νέος «Βασιλιάς των Λιονταριών» ακολουθεί πιστά το πρωτότυπη ιστορία και μας ταξιδεύει στην αφρικανική σαβάνα με όχημα τη μουσική του Χανς Ζίμερ, τα τραγούδια των Έλτον Τζον και Τιμ Ράις, και φυσικά τη σκηνοθεσία του Τζον Φαβρό που είχε υπογράψει και «Βιβλίο της Ζούγκλας» (Όσκαρ Οπτικών Εφέ), ο οποίος αξιοποιεί συνδυάζει εντυπωσιακά τη συγκίνηση του παραμυθιού και τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, δημιουργώντας μια υπέροχη live action εκδοχή, που θα σας καθηλώσει.

Επαναπροβολές:

Η Κυρία Εξαφανίζεται (The Lady Vanishes)

Η Κυρία Εξαφανίζεται (The Lady Vanishes)

Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ
Παίζουν: Μάργκαρετ Λόκγουντ, Μάικλ Ρεντγκρέιβ, Πολ Λούκας, Ντάμε Μέι Γουίτι, Σεσίλ Πάρκερ,

Περίληψη: Η Ίρις, μια νεαρή Aγγλίδα συνταξιδεύει με μια ηλικιωμένη γκουβερνάντα στο θρυλικό Οριάν Εξπρές που διασχίζει την Ανατολική Ευρώπη του ’30. Στη διάρκεια του ταξιδιού, η κυρία εξαφανίζεται υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Όμως όλοι οι επιβάτες, εκτός από τη νεαρή γυναίκα, αρνούνται την ύπαρξή της.

Ο μετρ του τρόμου μπαίνει στο εσωτερικό του θρυλικού Οριάν Εξπρές (όχι του πραγματικού βέβαια) και συνδυάζει χιούμορ και σασπένς σε μια διαχρονική κωμωδία μυστηρίου.

Επιστρέφοντας από τις διακοπές της, η Ίρις, μια νεαρή Αγγλίδα που ετοιμάζεται να παντρευτεί κάποιον που δεν αγαπά, γνωρίζει στο τρένο μια γηραιά κυρία, που κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες εξαφανίζεται. Η κοπέλα ψάχνει να τη βρει. Οι συνταξιδιώτες όμως αρνούνται ότι την έχουν ποτέ συναντήσει και ένας ψυχίατρος προσπαθεί να την πείσει ότι έχει παραισθήσεις.
Στην πραγματικότητα, το τρένο είναι σφηκοφωλιά παράλογα ηρωικών και ψύχραιμων πρακτόρων και η γηραιά «εξαφανισμένη» κυρία ονόματι Μις Φρόι – και αυτή μυστικός πράκτορας – είναι δεμένη και φιμωμένη.
Η Ίρις κοντεύει να πιστέψει ότι τρελάθηκε. Ευτυχώς όμως στις έρευνές τη συνδράμει ο νεαρός μουσικολόγος ερευνητής Γκίλμπερτ.

Όταν το τρένο παγιδεύεται κοντά στα σύνορα και δέχεται ένοπλη επίθεση, η μις Φρόι κάτω από τους επιδέσμους μιας ψευδο-άρρωστης κατορθώνει να αποδράσει. Όλοι μαζί ξανασυναντιούνται στην Σκότλαντ Γιαρντ, όπου η μις Φρόι αφήνει το μήνυμα για το οποίο διακινδύνευσε τη ζωή της, κλεισμένο στις εισαγωγικές φράσεις μιας μουσικής μελωδίας.
Βασισμένος σε ένα μυθιστόρημα της Έθελ Λίνα Ουάιτ, με τίτλο «Ο τροχός γυρίζει», ο Χίτσκοκ στην προτελευταία του ταινία στην Μεγάλη Βρετανία, παντρεύει την κωμωδία και το μυστήριο, και την κατασκοπική περιπέτεια με την ρομαντική κομεντί, κάνοντας ένα έμμεσο πολιτικό σχόλιο για την πατρίδα του μέσα από έναν ενδιαφέροντα γυναικείο χαρακτήρα.

Βερολίνο, η συμφωνία μιας μεγαλούπολης

Βερολίνο, η συμφωνία μιας μεγαλούπολης (Berlin: Die Sinfonie der Großstadt)

Ντοκιμαντέρ
Σκηνοθεσία: Γουόλτερ Ρούτμαν
Σενάριο: Καρλ Μέιγερ, Καρλ Φρόιντ

Περίληψη: Πρωτοποριακό ντοκιμαντέρ του 1927, που παρουσιάζει μια τυπική μέρα στο Βερολίνο του Μεσοπολέμου.

Η περιγραφή μιας ανοιξιάτικης μέρας στο Βερολίνο, από την αυγή έως αργά τη νύχτα την περίοδο του Μεσοπολέμου, που θεωρείται ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου.
Η ταινία ουσιαστικά είναι ένα ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ, που ξεκινάει με σκηνές της σιδηροδρομικής ατμομηχανής, η οποία περνώντας μέσα από λιβάδια και γραφικά προάστια φτάνει στον σιδηροδρομικό σταθμό στο κέντρο της πόλης. Συνεχίζει με πλάνα στους πολυσύχναστους δρόμους, σε μια φάμπρικα, όπου οι μηχανές ήδη σφυρηλατούν με γρήγορο ρυθμό, στο μεσημεριανό διάλειμμα για να κλείσει με απογευματινές σκηνές αναψυχής στα παρκάκια και στις λίμνες, μέχρι που το τρένο ξεκινάει και πάλι για να μας οδηγήσει έξω από την πόλη.

Το Βερολίνο την εποχή εκείνη γνώριζε μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη, συνοδευόμενη με τα φαινόμενα της αστυφιλίας, του συνωστισμού, της φτώχειας των κατώτερων τάξεων. Ο Ρούτμαν σκιαγραφεί τη ζωή της μεγαλούπολης σαν έναν ζωντανό οργανισμό που έχει τον δικό του ρυθμό: αγουροξυπνημένος το πρωί, πολυάσχολος όλη τη μέρα, καταλήγει τελικά να διασκεδάζει το βράδυ πριν πάει για ύπνο. Παράλληλα ακολουθεί μια δομή παρόμοια με αυτή των συμφωνικών έργων κλασσικής μουσικής. Το σημαντικότερο επίτευγμά του όμως είναι πως για να πετύχει την ατμόσφαιρα της αγχωτικής ζωής χρησιμοποιεί βιαστικές, σύντομες σκηνές, μια πρωτόγνωρη τεχνική για την εποχή εκείνη του.

Πηγή