Νέο γύρο βίαιων ανακατατάξεων στο λιανεμπόριο φέρνει η κρίση
Από τις περίπου 150.000 λιανεμπορικές επιχειρήσεις που υπάρχουν στην Ελλάδα, υποχρεωτικά, βάσει δηλαδή των αποφάσεων της κυβέρνησης στο πλαίσιο των μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό, έχουν κατεβάσει ρολά περίπου 89.000.
Ενταση του δυϊσμού και μάλιστα σε τρία επίπεδα, ο οποίος είχε αναδειχθεί ως φαινόμενο την πρόσφατη δεκαετία της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, βλέπουν να επικρατεί στο ελληνικό λιανεμπόριο οι παράγοντες της αγοράς και οι οικονομολόγοι. Από τη μία πλευρά βρίσκονται οι κλάδοι του λιανεμπορίου τροφίμων και των φαρμακείων, οι μοναδικοί στην ουσία οι οποίοι ευνοούνται – μέχρι στιγμής τουλάχιστον– από τις νέες συνθήκες που δημιουργεί η πανδημία του COVID-19 και από την άλλη, οι παραδοσιακοί κλάδοι του λιανεμπορίου, ένδυση και υπόδηση, οι οποίοι ούτως ή άλλως είχαν επιβιώσει με μεγάλες απώλειες από τη δεκαετή κρίση.
Το φαινόμενο του δυϊσμού, όμως, εμφανίζεται και σε ένα δεύτερο επίπεδο: ηλεκτρονικό εμπόριο εναντίον του συμβατικού εμπορίου, υπό την έννοια ότι μόνο οι επιχειρήσεις που είχαν την κατάλληλη δομή και προετοιμασία για ηλεκτρονικές πωλήσεις μπορούν να αντισταθμίσουν μέρος των απωλειών που υφίστανται από την υποχρεωτική αναστολή λειτουργίας των περισσότερων κατηγοριών λιανεμπορικών καταστημάτων.
Το τρίτο επίπεδο δυϊσμού το οποίο ήταν εξαιρετικά εμφανές στη διάρκεια της κρίσης χρέους θα αναδειχθεί εκ νέου στην παρούσα κρίση. Αν και τα μέτρα για το λιανεμπόριο είναι οριζόντια, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει διαχωρισμός στην υποχρεωτική αναστολή λειτουργίας αναλόγως του μεγέθους ή της νομικής μορφής της επιχείρησης, οι πολύ μικρές εταιρείες του κλάδου εκτιμάται ότι θα υποστούν και το ισχυρότερο πλήγμα, κουβαλώντας, άλλωστε, ακόμη τις αρνητικές συνέπειες της πρόσφατης οικονομικής κρίσης.
Σήμερα, από τις περίπου 150.000 λιανεμπορικές επιχειρήσεις που υπάρχουν στην Ελλάδα, υποχρεωτικά, βάσει δηλαδή των αποφάσεων της κυβέρνησης στο πλαίσιο των μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό, έχουν κατεβάσει ρολά περίπου 89.000. Οι υπόλοιπες 61.000 λειτουργούν και πρόκειται στη συντριπτική τους πλειονότητα για καταστήματα τροφίμων, τόσο σούπερ μάρκετ, μίνι μάρκετ όσο και εξειδικευμένα καταστήματα τροφίμων, καθώς και για φαρμακεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι προ κρίσης κορωνοϊού οι επιχειρήσεις της δεύτερης κατηγορίας, αυτές οι 61.000 περίπου ήταν που πραγματοποιούσαν πάνω από τον μισό τζίρο του λιανεμπορίου, 27 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως σε σύνολο περίπου 42 δισεκατομμυρίων ευρώ που υπολογίζεται ότι είναι ο συνολικός κύκλος εργασιών του κλάδου.
«Ηδη βγαίνοντας από την οικονομική κρίση, είχε διαφανεί ο δυϊσμός αυτός στις επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου, αναλόγως του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιούνται. Αυτός ο δυϊσμός θα ενταθεί με το λιανεμπόριο τροφίμων και τα φαρμακεία να συνεχίζουν και το επόμενο διάστημα να εισπράττουν τη μερίδα του λέοντος», υποστηρίζει μιλώντας στην «Κ» η κ. Βάλια Αρανίτου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης και διευθύντρια του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ).
Από την ανάλυση, άλλωστε, που είχε γίνει στο πλαίσιο της Ετήσιας Εκθεσης Ελληνικού Εμπορίου 2019, η οποία παρουσιάστηκε στις αρχές Φεβρουαρίου, ο κλάδος των τροφίμων παρουσίαζε το μεγαλύτερο ποσοστό των λεγόμενων δυναμικών επιχειρήσεων (20%), το μεγαλύτερο επίσης ποσοστό αναπτυσσόμενων επιχειρήσεων (26%) κι ένα σχετικά χαμηλό ποσοστό (18%) απειλούμενων επιχειρήσεων. Από την άλλη, οι πλέον παραδοσιακοί κλάδοι του λιανεμπορίου, –είναι τα καταστήματα πώλησης ειδών ένδυσης και υπόδησης–, παρουσίαζαν με διαφορά το χαμηλότερο ποσοστό δυναμικών επιχειρήσεων, μόλις 8%, και από την άλλη το υψηλότερο ποσοστό, 23%, των απειλούμενων επιχειρήσεων.
Ο κλάδος αυτός έχει χάσει ήδη την ευκαιρία αναθέρμανσης που προσφέρει η πασχαλινή αγορά –καθώς τα εμπορικά καταστήματα προβλέπεται να παραμείνουν κλειστά τουλάχιστον έως τις 11 Απριλίου– ενώ πολύ μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων είχε ήδη παραλάβει εμπορεύματα για την ανοιξιάτικη σεζόν και την πασχαλινή αγορά, εμπορεύματα που τώρα μένουν στις αποθήκες.
Τα δε φαρμακεία, πέρα από τον τζίρο που πραγματοποιούν λόγω των υψηλών πωλήσεων σε μάσκες, αντισηπτικά, οινόπνευμα, αντιπυρετικά, έχουν πλέον πολύ μεγαλύτερες πωλήσεις στις κατηγορίες των καλλυντικών, βαφών για τα μαλλιά κ.ά., καθώς οι εξειδικευμένες λιανεμπορικές επιχειρήσεις της κατηγορίας αυτής είναι αναγκαστικά κλειστές.
Η δεύτερη μεγάλη αναδιάρθρωση που φέρνει η πανδημία είναι αυτή που σχετίζεται με το ποιοι έχουν προλάβει να ανεβούν στο τρένο της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Παρά τα προβλήματα που έχουν διαπιστωθεί τις τελευταίες ημέρες στην έγκαιρη παράδοση των παραγγελιών που έχουν γίνει από ηλεκτρονικά καταστήματα, η αγορά εκτιμά ότι οι ρυθμοί σταδιακά θα ομαλοποιηθούν και οι επιχειρήσεις που είχαν επενδύσει στο ηλεκτρονικό εμπόριο θα αναδειχθούν σε νικητές ή τουλάχιστον θα επιβιώσουν της κρίσης με λιγότερες απώλειες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ, μόλις το 11% των ελληνικών λιανεμπορικών επιχειρήσεων διαθέτει και ηλεκτρονικό κατάστημα. Το αντίστοιχο ποσοστό στις επιχειρήσεις ένδυσης–υπόδησης είναι 16% και στις επιχειρήσεις πώλησης οικιακού εξοπλισμού 15%.
Το τρίτο κριτήριο βάσει του οποίου αναμένεται να ενταθεί ο δυϊσμός στο λιανεμπόριο είναι το μέγεθος των επιχειρήσεων και ο βαθμός εξάρτησής τους από τον τουρισμό. Ο «ξαφνικός θάνατος» για αρκετές κυρίως πολύ μικρές επιχειρήσεις θεωρείται βέβαιος, καθώς δεν διαθέτουν κανένα άλλο εισόδημα και η καθημερινή λειτουργία της επιχείρησης είναι αυτή που διασφαλίζει τα καθημερινά έσοδα. Οπως σημειώνει η κ. Αρανίτου, οι μικρές επιχειρήσεις βγήκαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση πιο αδύναμες, με μεγάλη δυσκολία πρόσβασης σε κεφάλαια κίνησης, αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις και μια αγορά με περιορισμένη εσωτερική ζήτηση. Οσες δε από αυτές εξαρτώνται από τον εισαγόμενο τουρισμό π.χ. οι εκατοντάδες μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις που είναι στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, αλλά και σε πολλά νησιά, βρίσκονται πολύ πιο κοντά στο ενδεχόμενο οριστικού «λουκέτου».
Το βέβαιον είναι ότι μετά τις βίαιες ανακατατάξεις που επέφερε στο ελληνικό λιανεμπόριο η κρίση χρέους, ο κλάδος μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα βρίσκεται αντιμέτωπος με νέες, εξαιρετικά δύσκολες προκλήσεις που θα οδηγήσουν σε έναν νέο γύρο ανακατατάξεων.