Ο άκακος «γίγαντας» που δεν τον έδειρε κανείς, αλλά τον νίκησε ο θάνατος νωρίς
Υπήρξε μία από τις πιο αγαπημένες καλτ φυσιογνωμίες του κινηματογράφου, αλλά και της αρένας. Ήταν ο καλοκάγαθος γίγαντας που γέμιζε στάδια, που ενσάρκωνε σκληρούς αλλά αγαπιόταν από το κοινό και κυρίως, ήταν ο άνθρωπος που το όνομά του έγινε συνώνυμο της δύναμης.
Απόστολος Σουγκλάκος. Στην περίπτωσή του δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι από τις μορφές εκείνες που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το κοινό και δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αν ο λόγος ήταν η παροιμιώδης δύναμή του που τον έκανε ανίκητο στην αρένα του κατς ή ο λόγος ήταν αυτή η αγνότητα της ψυχής του και η αλήθεια που έβγαζε.
Και χωρίς να υπάρξει ο μεγάλος πρωταγωνιστής του κινηματογράφου (είχε ξεκινήσει από νωρίς σε ρόλους κομπάρσου) ή ο λαμπερός σταρ, όταν έφυγε από τη ζωή αρκετά νωρίς, όλοι αυθόρμητα και με στεναχώρια έλεγαν: «Ρε φίλε, πέθανε ο Σουγκλάκος».
Το λαϊκό παιδί από τα Ταμπούρια
Όσοι τον γνώρισαν, μιλούσαν για ένα καλό παιδί, που από νωρίς έδειξε μία έφεση στον αθλητισμό. Και όπως τα περισσότερα αγόρια της εποχής εκείνης, δοκίμασε την τύχη του στο ποδόσφαιρο όταν ήταν 9 χρόνων. Πρώτα έπαιξε στον Άρη Πειραιώς και κατόπιν στον Εθνικό, στη θέση του τερματοφύλακα. Αλλά πολύ σύντομα, μέσα σε λίγους μήνες, ο μικρός Απόστολος κατάλαβε ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι το άθλημά του.
Και είπε να δοκιμαστεί σε άλλο σπορ και συγκεκριμένα στην πυγμαχία. Αλλά ούτε και αυτό το άθλημα τον συγκίνησε και το εγκατέλειψε αμέσως. Λίγο παρακάτω, όμως, τον περίμενε το αγώνισμα που θα του άλλαζε τη ζωή, θα τον έκανε γνωστό στα πέρατα του κόσμου και ο ίδιος θα ταξίδευε σε όλο τον κόσμο. «Έχω γεμίσει πέντε διαβατήρια» έλεγε με καμάρι ο Σουγκλάκος για τα ταξίδια του σε Ευρώπη, Αμερική, Αφρική.
Μια μέρα είδε τυχαία στη γειτονιά του κάποιους αγώνες πάλης και κάτι μέσα του σκίρτησε από ενθουσιασμό. Μαγεύτηκε με το άθλημα και τους «γίγαντες» που μάχονταν μπροστά του, μεγάλα ονόματα τότε της πάλης. Όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί χρόνια μετά, στο πρόσωπο του Καρυστινού και των άλλων παλαιστών, είδε το πρόσωπο του Σουγκλάκου.
Κατάλαβε ότι η πάλη ήταν το άθλημα του και ότι ο ίδιος γούσταρε να γίνει παλαιστής. Τα υπόλοιπα ήταν τυπική διαδικασία. Γράφτηκε στον Ολυμπιακό, στην Ελληνορωμαϊκή ενώ μετά μία μεγάλη δόξα της εποχής, ο Καρπόζηλος τον μύησε στον χώρο του κατς. Εκεί, ανάμεσα στις φίρμες της εποχής, ο πιτσιρικάς Απόστολος Σουγκλάκος έμαθε τα μυστικά της πάλης, που όπως ο ίδιος είχε πάλι εξομολογηθεί «την έπαιρνα αμέσως».
«Ποιος θα δείρει το Σουγκλάκο;»
Και όπως έδειξε η ιστορία, είχε δίκιο. Τα νικηφόρα αποτελέσματα διαδέχονταν το ένα το άλλο και η φήμη του ανίκητου παλαιστή πέρασε τα σύνορα της Ελλάδας. Ο Σουγκλάκος ξεκίνησε τα ταξίδια στο εξωτερικό, όπου έδινε αμέτρητους αγώνες. Ο Έλληνας «γίγαντας» λύγιζε στο στίβο της αρένας τους αντιπάλους του και κάπου εκεί βγήκε και η περίφημη ατάκα «Ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;».
Και η αλήθεια είναι ότι δεν τα είχε καταφέρει ούτε ο τρανός Τρομάρας, ούτε ένας Τούρκος αντίπαλος του. Με τη σεμνότητα που τον διέκρινε, αλλά και με αυτό το μοναδικό τρόπο που μιλούσε με τη βραχνή του φωνή, ο Σουγκλάκος παραδεχόταν ότι είχε φάει πολύ ξύλο στα χρόνια που πάλευε.
Μάλιστα, είχε διηγηθεί και μία απίστευτη ιστορία με αντίπαλο το Νιγηριανό Μάικ Πάουερ, όπου του έβαλαν το πιστόλι στο κρόταφο για να χάσει. Όπως είχε εξομολογηθεί, κατά τη διάρκεια του αγώνα κι ενώ χτυπούσε τον αντίπαλο του, του έβαλαν το όπλο στον κρόταφο. Οπότε, αναγκάστηκε κι έχασε.
Ο Απόστολος Σουγκλάκος στο μεγάλο πανί
Και αν διέπρεψε στην πάλη και τα όνομά του έγινε συνώνυμο με τη δύναμη, ο Απόστολος Σουγκλάκος κατάφερε και μέσα από τον κινηματογράφο να περάσει στη συνείδηση του κοινού ως ο πιο καλός «σκληρός». Άλλωστε, υποκριτική δεν είχε σπουδάσει, όμως, σε κάθε ρόλο του (ακόμη και στον πιο σύντομο σε διάρκεια) κατέθετε την απλότητα και την καλοσύνη του χαρακτήρα του.
Η γειτονιά του, τα Ταμπούρια έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του. Όχι μόνο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, όπως συμβαίνει άλλωστε με τις γειτονιές που μεγαλώνουμε και τις εικόνες που εκλαμβάνουμε, αλλά και γιατί εκεί ανακάλυψε τυχαία δύο μεγάλες αγάπες της ζωής του, την πάλη και τον κινηματογράφο.
Ο Σουγκλάκος, λοιπόν, βρέθηκε τυχαία στα γυρίσματα μιας ιταλικής ταινίας και λόγω του ιδιαίτερου παρουσιαστικού του, τράβηξε την προσοχή του σκηνοθέτη, ο οποίος του ζήτησε να κάνει τον κομπάρσο σε μια σκηνή βομβαρδισμού. Αυτή η σύντομη επαφή τού ήταν αρκετή για να αποφασίσει να ασχοληθεί σοβαρά με τον κινηματογράφο.
Γράφτηκε σε ένα σωματείο κομπάρσων και ως κομπάρσος είχε την ευκαιρία να βρεθεί στο πλευρό – έστω και με σύντομο πέρασμα – μεγάλων πρωταγωνιστών του ελληνικού κινηματογράφου, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Βασίλης Αυλωνίτης κ.α.
Τη δεκαετία του ’80 έφτασε να πρωταγωνιστεί σε βιντεοταινίες ή να έχει μικρότερους ρόλους. Και στους περισσότερους ενσάρκωνε τον σκληρό. Όμως, είναι από αυτές τις περιπτώσεις που η καθαρότητα του βλέμματος υπερνικούσε τον κινηματογραφικό χαρακτήρα. Άλλωστε, εκτός πανιού ο Σουγκλάκος ήταν τόσο αγαπητός από το κοινό, που οι ρόλοι (μικροί ή μεγάλοι) δε μπορούσαν να το επηρεάσουν.
Ο Απόστολος Σουγκλάκος ήταν άνθρωπος που του άρεσε να δοκιμάζει. Έτσι, γρήγορα πέρασε και στην τηλεόραση όπου τον είδαμε στο πλευρό του Ανδρέα Μικρούτσικου στο «Χαμογελάτε είναι μεταδοτικό» και αργότερα στην εκπομπή της Αννίτας Πάνια.
Τι και αν οι εμφανίσεις του δεν ήταν αυτό που λέμε «ποιοτικού επιπέδου»; Ο Απόστολος Σουγκλάκος ήταν μία ιδιαίτερη περίπτωση ή μάλλον ήταν μία κατηγορία μόνος του. Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες ήταν η πιο αγαπημένη καλτ φιγούρα του ελληνικού θεάματος.
«Η μόνη φορά που στεναχώρησε τον κόσμο ήταν τώρα με τον θάνατό του»
Ο Απόστολος Σουγκλάκος συνεργάστηκε και με τον σκηνοθέτη Νίκο Τριανταφυλλίδη σε δύο ταινίες αλλά και στο συναυλιακό χώρο Gagarin, όπου υπήρξε ο βασικός εμψυχωτής του Φεστιβάλ Cult Ελληνικού Κινηματογράφου.
Κι αν ποτέ δε βρέθηκε αυτός που «θα δείρει τον Σουγκλάκο», όμως, βρέθηκε αυτός που τελικά τον νίκησε και μάλιστα νωρίς, ο θάνατος. Ήταν τον Αύγουστο του 2006 όταν ο Απόστολος Σουγκλάκος υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο στη Ρόδο, όπου βρισκόταν για επαγγελματικούς λόγους. Για δύο εβδομάδες νοσηλευόταν σε κώμα στο νοσοκομείο. Έφυγε από τη ζωή στις 5 Σεπτεμβρίου του 2006, σε ηλικία 56 ετών.
Και όπως πολύ εύστοχα είχε πει τότε ο Νίκος Τριανταφυλλίδης: «Η μοναδική φορά που στενοχώρησε άνθρωπο, είναι τώρα με τον θάνατό του».