Ο παιδικός καρκίνος έκοψε το νήμα της ζωής σε 11,5 εκατ. νέους μόνο το 2017!

Ο παιδικός καρκίνος είναι υπεύθυνος για την απώλεια πολλών ετών υγιούς ζωής και για τον πρώιμο θάνατο. Λόγω της ελλιπούς διάγνωσης και της δυσχερούς πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας η ασθένεια αυτή πλήττει περισσότερο τις χώρες χαμηλού εισοδήματος, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύεται στην ιατρική επιθεώρηση «The Lancet Oncology».

Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι το 2017 ο παιδικός καρκίνος ήταν υπεύθυνος για την απώλεια 11,5 εκατομμυρίων ετών υγιούς ζωής, σύμφωνα με την Global Burden of Disease Study – GBD, την πρώτη μελέτη του είδους σχετικά με τον παιδικό και εφηβικό καρκίνο σε 195 χώρες.

Η παρούσα έρευνα εκτιμά τα χρόνια υγιούς ζωής που χάνουν τα παιδιά και οι έφηβοι με καρκίνο λόγω της νόσου, αναπηριών ή πρώιμου θανάτου– πρόκειται για μία μέτρηση που ονομάζεται Έτη Ζωής σε Κατάσταση Αναπηρίας (disability-adjusted life years -DALYs). Κάθε ένα έτος ζωής σε κατάσταση αναπηρίας ισοδυναμεί με ένα απολεσθέν έτος υγιούς ζωής. Στα παιδιά όμως που είχαν επιβιώσει από καρκίνο, οι αναπηρίες περιορίζονταν στα 10 πρώτα χρόνια μετά τη διάγνωση, όχι σε όλη την πορεία της ζωής τους, κάτι που εξηγεί γιατί ο παιδικός καρκίνος συχνά υποτιμάται.

Η δρ. Λίζα Φορς από το St. Jude Children’s Research Hospital στις ΗΠΑ η οποία ήταν επικεφαλής της έρευνας μαζί με το Ινστιτούτο για την Ιατρική Μέτρηση και Εκτίμηση (Health Metrics and Evaluation) εξήγησε ότι παρατηρώντας τον παιδικό καρκίνο από το πρίσμα των ετών ζωής σε κατάσταση αναπηρίας μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις ολέθριες συνέπειές του στα παιδιά.

Η ίδια προσθέτει ότι, προκειμένου να βελτιωθεί το ποσοστό επιβίωσης από τον παιδικό καρκίνο, οι φορείς χάραξης πολιτικής οφείλουν να διασφαλίσουν ένα σύστημα υγείας που να λειτουργεί καλά και να παρέχει έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία. Συγκρίνοντας τα απολεσθέντα χρόνια ζωής από τον καρκίνο και από άλλες ασθένειες αυτοί θα μπορέσουν να διαχειριστούν με τον καταλληλότερο τρόπο τους περιορισμένους πόρους για την αντιμετώπιση της νόσου.

Τα παιδιά με καρκίνο που ζουν στις χώρες υψηλού εισοδήματος έχουν καλύτερη επιβίωση, με ένα ποσοστό γύρω στο 80% να επιβιώνει 5 χρόνια μετά τη διάγνωση. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος (LMIC- Low Middle Income Countries). Συγκεκριμένα, τo 90% των παιδιών που νοσούν ζουν σε αυτές τις χώρες και η επιβίωση τους δεν ξεπερνά το 35-40%.

Οι διεθνείς και τοπικές αναλύσεις στην έρευνα έγιναν με τη χρήση του Κοινωνιο-Δημογραφικού Δείκτη (Socio-demographic Index SDI). Οι χώρες με υψηλό δείκτη SDI περιλάμβαναν το 2017 το 35% (147.300) των νέων περιπτώσεων παιδικού καρκίνου αλλά μόνο το 18% (2 εκατομμύρια) των ετών ζωής σε κατάσταση αναπηρίας, ενώ οι χώρες με χαμηλό SDI είχαν την ίδια χρονιά το 38% (159.600) των νέων περιστατικών αλλά το 60% (7 εκατομμύρια) των ετών ζωής σε κατάσταση αναπηρίας

Ο παιδικός καρκίνος βρίσκεται ανάμεσα στις ασθένειες που επιβαρύνουν περισσότερο την παγκόσμια υγεία μαζί με τους καρκίνους των ενηλίκων και άλλες παιδικές ασθένειες. Στον αναπτυγμένο κόσμο είναι η έκτη αιτία απώλειας χρόνου υγιούς ζωής ενώ στις χώρες χαμηλού εισοδήματος είναι η πρώτη αιτία και ξεπερνά κάθε άλλη μορφή καρκίνου.

Υπολογίστηκε ότι το 2017, 11,5 εκατομμύρια χρόνια υγιούς ζωής χάθηκαν λόγω του παιδικού καρκίνου ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στους 4 παράγοντες που επιβαρύνουν την υγεία τόσο στις αναπτυγμένες χώρες όσο και στις αναπτυσσόμενες και κατατάσσεται υψηλότερα από την ελονοσία και το AIDS.

Τα περισσότερα χρόνια υγιούς ζωής χάθηκαν σε χώρες της Ασίας και της Ωκεανίας (Ινδία, Κίνα, Πακιστάν, Ινδονησία) και ακολουθούν οι ΗΠΑ, ενώ στην υποσαχάριο Αφρική βρέθηκαν τα υψηλότερα ποσοστά απώλειας χρόνου υγιούς ζωης.

Οι συγγραφείς της μελέτης τονίζουν ότι μέχρι τώρα οι στρατηγικές μείωσης κινδύνου και οι διαγνωστικές παρεμβάσεις για τον καρκίνο είχαν επικεντρωθεί στους ενήλικες. Αυτές όμως δεν είναι οι κατάλληλες για τους παιδικούς καρκίνους που εξελίσσονται ταχύτατα, γεγονός που αναδεικνύει τον κρίσιμο ρόλο έγκαιρης διάγνωσης και θεραπείας για τη μείωση του παιδικού καρκίνου.

Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ

Πηγή