Ο πολιτικός γρίφος της κλιματικής αλλαγής
Η εβδομάδα που πέρασε ήταν καταιγιστική σε δυσοίωνες ειδήσεις από το μέτωπο της κλιματικής αλλαγής. Ο Ιούλιος ήταν ο πιο θερμός μήνας στα μετεωρολογικά χρονικά της Ευρώπης, με τον υδράργυρο να σκαρφαλώνει στους 45,9 βαθμούς Κελσίου στη Γαλλία και τον καύσωνα να προκαλεί 400 περισσότερους θανάτους από ό,τι συνέβαινε συνήθως μέσα μία εβδομάδα στην Ολλανδία. Η καταστροφή της Αμαζονίας, ενός από τους κυριότερους πνεύμονες του πλανήτη, οδεύει προς σημείο μη επιστροφής, εκτιμούν οι ειδικοί. Εκθεση της Διεθνούς Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) προειδοποιεί για παγκόσμια διατροφική κρίση λόγω των συχνότερων και σφοδρότερων ξηρασιών, τυφώνων και πυρκαγιών, όπως εκείνες που μαίνονται τις ημέρες αυτές στη Σιβηρία.
Ο κοινός νους αναρωτιέται γιατί, ενώ οι συναγερμοί χτυπούν στη διαπασών, οι πολιτικές ηγεσίες πολλών και ισχυρών χωρών εμφανίζουν τέτοια αναισθησία. Γιατί η κλιματική αλλαγή δεν μπορεί να μείνει έξω από την πολιτική αντιπαράθεση και να αντιμετωπιστεί ως οικουμενικό πρόβλημα, που ζητάει κατεπειγόντως λύσεις; Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο παλιός αφορισμός, ότι αν θίγονται μεγάλα συμφέροντα οι άνθρωποι είναι ικανοί να αλλάξουν ακόμη και τα αξιώματα της ευκλείδειας γεωμετρίας, επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά.
Το 2017, ο συντηρητικός πολιτικός της Αυστραλίας Σκοτ Μόρισον εμφανίστηκε στο Κοινοβούλιο κρατώντας ένα σβώλο γαιάνθρακα και καλώντας τους βουλευτές να ενισχύσουν τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων. Οι βουλευτές των Εργατικών τον ειρωνεύτηκαν ως οπισθοδρομικό, που δεν καταλαβαίνει την οξύτητα του οικολογικού προβλήματος. Τα μειδιάματα πάγωσαν όταν ο συντηρητικός συνασπισμός του Μόρισον κέρδισε τις εκλογές, διαψεύδοντας όλα τα προγνωστικά. Βασικό στοιχείο της προεκλογικής στρατηγικής του ήταν να εμφανίσει την Κεντροαριστερά ως εκπρόσωπο των καλοζωισμένων αστικών στρωμάτων που υπερβάλλουν σε οικολογικές ευαισθησίες, αδιαφορώντας για τα ζωτικά προβλήματα επιβίωσης εργατών και αγροτών.
Δεν πρόκειται για μεμονωμένη εξαίρεση. Ο ακροδεξιός Ζαΐρ Μπολσονάρο κέρδισε τις προεδρικές εκλογές της Βραζιλίας παρά την εξοργιστικά αντιοικολογική πλατφόρμα του για την «εκμετάλλευση» της Αμαζονίας και την άρνηση της κλιματικής αλλαγής. Ανάλογη ήταν η περίπτωση Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος κέρδισε τις προεδρικές εκλογές επικρατώντας σε βιομηχανικές πολιτείες όπως το Μίτσιγκαν, το Οχάιο και η Πενσιλβάνια χάρη και στην προπαγάνδα του ότι τα μέτρα των Δημοκρατικών κατά της κλιματικής αλλαγής θα στοίχιζαν θέσεις εργασίας. Ας μην ξεχνάμε, ακόμη, ότι το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων», που τόσο ταλαιπώρησε τον Εμανουέλ Μακρόν, πυροδοτήθηκε από τον οικολογικό (εντός ή εκτός εισαγωγικών) φόρο στα καύσιμα.
Ασφαλώς η εικόνα δεν είναι μονόχρωμη. Το νεανικό πανευρωπαϊκό κίνημα με τις οικολογικές πορείες και απεργίες, που έχει βρει την ηρωίδα του στο πρόσωπο της Σουηδής Γκρέτα Τούνμπεργκ εδώ και ένα χρόνο, είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Στις ευρωεκλογές του Μαΐου, οι Πράσινοι σημείωσαν ορμητική άνοδο, φιλοδοξώντας μάλιστα να εκτοπίσουν την υπό κατάρρευση Σοσιαλδημοκρατία σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Η διευθύντρια σύνταξης της Le Monde Σιλβί Κοφμάν εκτιμά πως ο παλιός διπολισμός Δεξιάς – Αριστεράς δίνει τη θέση του σε ένα νέο δίπολο Πράσινων – Ακροδεξιάς, με το φιλελεύθερο Κέντρο να συμπληρώνει το νέο πολιτικό τοπίο.
Πρόσφατη έρευνα της Κομισιόν δίνει τροφή σε παρόμοιες, τολμηρές εικασίες. Στο ερώτημα «ποια είναι τα πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη», το 34% ιεραρχεί ως πρώτο ζήτημα τη μετανάστευση (πτώση έξι μονάδων από πέρυσι) και το 22% την κλιματική αλλαγή (άνοδος έξι μονάδων), αφήνοντας πιο πίσω την ανεργία, τα οικονομικά προβλήματα, την τρομοκρατία και την εγκληματικότητα.
Ωστόσο το ανερχόμενο, στην Ευρώπη, πράσινο ρεύμα έχει να αντιμετωπίσει τις δικές του πολιτικές αντιφάσεις, που απειλούν να το διαρρήξουν. Από τη μια πλευρά βρίσκονται φιλελεύθερων απόψεων πολιτικοί, όπως ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ στη Γαλλία, και οι Πράσινοι που συμμαχούν με Χριστιανοδημοκράτες σε κρατίδια της Γερμανίας και από την άλλη ριζοσπάστες που θεωρούν την οικολογία ασυμβίβαστη με τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Οι τελευταίοι θυμίζουν ότι ο πατριάρχης του νεοφιλελευθερισμού, Μίλτον Φρίντμαν, έλεγε το 2003 ότι «το περιβάλλον είναι υπερτιμημένο πρόβλημα» και ότι «τα εργασιακά δικαιώματα και η προστασία του περιβάλλοντος θέτουν υπερβολικούς περιορισμούς» στην επιχειρηματικότητα.
Επιπλέον, τονίζουν ότι η διεθνοποίηση της παραγωγής που έχει ως αποτέλεσμα εξαρτήματα προϊόντων «να διασχίζουν τρεις ή τέσσερις φορές τον Ειρηνικό Ωκεανό προτού καταλήξουν στα ράφια των σούπερ μάρκετ», όπως έγραφε ο Μπεν Κάσελμαν στους New York Times, επιβαρύνει τρομερά το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Η ανάγκη ενός νέου οικονομικού μοντέλου, που θα συμφιλιώνει την ανάπτυξη με την προστασία του πλανήτη, είναι το μεγάλο στοίχημα για όσους επαγγέλλονται ένα πράσινο New Deal και δεν θέλουν να μείνει για μία ακόμη φορά ένα πουκάμισο αδειανό.