Ο ψυχρός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας σκοτώνει το διεθνές εμπόριο
Ο κλιμακούμενος εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας συνιστά σοβαρότερη απειλή για τον κόσμο από όσο η COVID-19, προειδοποιεί μέσω του BBC ο σταρ-καθηγητής Οικονομικών στο Columbia Τζέφρι Σαξ. Συμφωνεί με αυτόν και ο αρθρογράφος της «Wall Street Journal» Τζέικομπ Σλέσιντζερ, ο οποίος εξηγεί ότι ο νέος κορωνοϊός κάποια στιγμή θα νικηθεί, αλλά θα αφήσει τη διεθνή οικονομία λιγότερο παγκοσμιοποιημένη. Θα μεγεθύνει δηλαδή τη βλάβη που, καιρό προτού ξεσπάσει η πανδημία, είχε αρχίσει να προκαλεί στον σύγχρονο καπιταλισμό η πολιτική του μοιραίου πλανητάρχη.
Οι αγορές
Την πορεία των πραγμάτων αντιλαμβάνονται ασφαλώς και οι αγορές, παρά το ότι εμφανίζονται τελείως αυτονομημένες και απαθείς απέναντι στα ζοφερά οικονομικά στοιχεία που ανακοινώνουν κυβερνήσεις και επιχειρήσεις, θυμίζοντας, όσο περνά ο καιρός, όλο και περισσότερο την ορχήστρα του «Τιτανικού». Ο μικροπανικός που προκάλεσε την τελευταία εβδομάδα στη Wall Street ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου σε εμπορικά θέματα Πίτερ Ναβάρο, χαρακτηρίζοντας «νεκρή» την εμπορική συμφωνία με την Κίνα, τερματίστηκε την αμέσως επόμενη μέρα, όταν ασθμαίνων ο ίδιος αξιωματούχος ανασκεύασε διαβεβαιώνοντας ότι «δεν ισχύουν τα χθεσινά, όλα συνεχίζονται ομαλά». Η ολιγόωρη αντίδραση των επενδυτών αποκάλυψε τι πραγματικά φοβάται η αγορά (αλλά αρνείται να δεχθεί ότι συντελείται ήδη).
Δύναμη διχασμού
Αυτό που γνωρίζει καλά η Wall Street είναι ότι «οι ΗΠΑ είναι πλέον μια δύναμη του διχασμού και όχι της συνεργασίας» όπως είπε ο Σαξ. Οτι «η Ουάσιγκτον επιδιώκει έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, αυτή τη φορά με την Κίνα». Και ότι «όσο κυλά ο χρόνος, η επιστροφή στην κανονικότητα καθίσταται όλο και πιο δύσκολη υπόθεση». Εξάλλου, όσο πλησιάζουν οι εκλογές του Νοεμβρίου, τόσο θα εντείνεται η ανάγκη του Ντόναλντ Τραμπ να ανακαλύπτει νέες συνωμοσίες και σκοτεινούς εχθρούς που επιβουλεύονται τον «λευκό ψηφοφόρο των Μεσοδυτικών Πολιτειών». Οι Κινέζοι που «διέσπειραν τον κορωνοϊό για να καταστρέψουν τους ανταγωνιστές τους» είναι εν προκειμένω οι «προνομιακοί κακοί» για τον πρόεδρο.
Ο Τζέφρι Σαξ εξήγησε ότι ο Τραμπ επιτίθεται κατά της Κίνας για να καλύψει εσωτερικά προβλήματα. «Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, έχουν μείνει εδώ και καιρό πίσω στην ανάπτυξη της τεχνολογίας 5G και η Huawei καλύπτει το κενό. Οι εναντίον της επιθέσεις και η προσπάθεια να αποτραπεί η συνεργασία των συμμάχων των ΗΠΑ με την κινεζική εταιρεία δεν είναι απλώς ένα ζήτημα ασφάλειας» σημειώνει ο αμερικανός καθηγητής.
Η ασφάλεια
Η απο-παγκοσμιοποίηση έχει ουσιαστικά ξεκινήσει από το 2008 και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, όπως δείχνει η ανάλυση του Σλέσιντζερ στη «WSJ». Η πανδημία του κορωνοϊού αναμένεται να επιταχύνει τη διαδικασία, καθώς φέρνει επιτακτικότερα στο προσκήνιο τον παράγοντα «ασφάλεια». Το διεθνές εμπόριο θα είναι το θύμα του προστατευτισμού των κυβερνήσεων. Και ουδείς γνωρίζει αν έχουμε μπει σε μια περίοδο οικονομικής εσωστρέφειας ανάλογη με εκείνη από το 1914 έως το 1945, κατά την οποία η ανθρωπότητα συγκλονίστηκε από δύο Παγκόσμιους Πολέμους.
Αναταράξεις
Το τι σημαίνει αυτό για τις εθνικές οικονομίες και εν γένει τους κατοίκους του πλανήτη, το περιέγραψαν με αδρές γραμμές οι επικεφαλής και στελέχη υπερεθνικών οργανισμών, όπως είναι το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα: οι πλούσιες χώρες θα βιώσουν μια αναπτυξιακή επιβράδυνση, οι φτωχότερες θα υποστούν τα χειρότερα από τις αναταράξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, από την πτώση του διεθνούς εμπορίου και των εισροών κεφαλαίων και εν γένει από τον εκφυλισμό της διεθνούς συνεργασίας.
Πολλαπλασιαστής
Η COVID-19 λειτουργεί εδώ και ένα τρίμηνο ως πολλαπλασιαστής των προδιαγεγραμμένων εξελίξεων. Το διεθνές εμπόριο αναμένεται να συρρικνωθεί κατά το ένα τρίτο την εφετινή χρονιά και οι άμεσες ξένες επενδύσεις να μειωθούν κατά 40%. Μόνο τον Μάρτιο οι διεθνείς επενδυτές απέσυραν 83 δισ. δολάρια (αριθμός-ρεκόρ) από τις αναδυόμενες αγορές – αν και το επόμενο δίμηνο οι εκροές φρενάρισαν. Ακόμα και η Ιαπωνία δίνει κίνητρα στις επιχειρήσεις για να επαναπατρίσουν την παραγωγή τους.
Η Βρετανία μπλοκάρει τις εξαγορές στον κλάδο φαρμάκου
Νέα μέτρα για την προστασία της εθνικής ταυτότητας «κρίσιμων για τη δημόσια υγεία» επιχειρήσεων νομοθέτησε την περασμένη Δευτέρα η βρετανική κυβέρνηση. Μεταξύ των «κρίσιμων» επιχειρήσεων περιλαμβάνονται και οι φαρμακευτικές εταιρείες – ο βρετανικός φαρμακευτικός κλάδος είναι από τους μεγαλύτερους και ισχυρότερους διεθνώς.
Πρόκειται για ένα ακόμα «κρούσμα» εθνικής περιχαράκωσης εταιρειών, από μια χώρα μάλιστα με τις πιο «ανοικτές» οικονομίες παγκοσμίως. Προ ολίγων ημερών η κυβέρνηση του Βερολίνου είχε επίσης λάβει μέτρα για να προστατεύσει το ενδεχόμενο εξαγοράς από ξένες επιχειρήσεις δύο βιοτεχνολογικών εταιρειών που εργάζονται για την ανακάλυψη εμβολίου κατά του κορωνοϊού, προετοιμάζοντας μάλιστα τη μερική κρατικοποίηση των εταιρειών αυτών (CurVac και BioNTech).
Με το νομοθέτημα οι βρετανοί υπουργοί θα διαθέτουν πρόσθετες αρμοδιότητες για την προστασία επιχειρήσεων που θεωρούνται απαραίτητες για την αντιμετώπιση μελλοντικών πανδημιών. «Η Βρετανία είναι ανοικτή για επενδύσεις αλλά όχι για εκμετάλλευση» δήλωσε ο υπουργός Βιομηχανίας Αλόκ Σάρμα.
Η βρετανική νομοθεσία έδινε ήδη στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να εμποδίζει εξαγορές βρετανικών επιχειρήσεων από ξένες για διάφορους λόγους, όπως είναι λόγοι εθνικής ασφάλειας ή οικονομικής σταθερότητας. Τώρα οι μεταρρυθμίσεις αφορούν και εταιρείες που παράγουν προϊόντα κεφαλαιώδους σημασίας σε περίπτωση υγειονομικής κρίσης, όπως είναι οι κατασκευάστριες χειρουργικών μασκών και άλλου προστατευτικού εξοπλισμού, για παράδειγμα.
«Η κυβέρνηση ευθυγραμμίζεται με χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία, όπου η ΕΕ ασκεί αυστηρή εποπτεία στις πιθανές εξαγορές» δήλωσε στο BBC ο Πίτερ Χάρπερ, ειδικευμένος σε θέματα ανταγωνισμού, εμπορίου και Ευρωπαϊκής Ενωσης, εταίρος του δικηγορικού γραφείου Eversheds Sutherland.
Τον περασμένο Μάρτιο, που η μία μετά την άλλη οι κυβερνήσεις «έκλειναν» τα σύνορα και τις οικονομίες τους, η ΕΕ ανακοίνωσε ένα πλαίσιο κανόνων ενίσχυσης του ελέγχου επενδύσεων από τρίτες χώρες «σε περιόδους υγειονομικής κρίσης και συνεπαγόμενων οικονομικών δυσκολιών». Η Βρετανία επισήμως έχει εγκαταλείψει την ΕΕ από τις 31 Ιανουαρίου, αλλά βρίσκεται σε μεταβατική περίοδο έως τα τέλη του έτους. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής εφαρμόζει όλους τους κανόνες της ΕΕ, ενώ και οι εμπορικές της σχέσεις με τα κράτη-μέλη παραμένουν ως είχαν.