Οι 26 λέξεις που καθορίζουν το ίντερνετ κινδυνεύουν να καταργηθούν
Είκοσι έξι λέξεις ενσωματωμένες σε έναν νόμο του 1996 για την αναθεώρηση των τηλεπικοινωνιών επέτρεψαν σε εταιρείες όπως το Facebook, το Twitter και η Google να εξελιχθούν στους κολοσσούς που είναι σήμερα.
Αυτή την εβδομάδα, μία υπόθεση θα έρθει ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, αμφισβητώντας τον παραπάνω νόμο, και συγκεκριμένα εάν οι εταιρείες τεχνολογίας ευθύνονται για το υλικό που δημοσιεύεται στις πλατφόρμες του.
Οι δικαστές θα αποφασίσουν εάν η οικογένεια ενός Αμερικανού φοιτητή που σκοτώθηκε σε τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι μπορεί να μηνύσει την Google, στην οποία ανήκει το YouTube, με τον ισχυρισμό ότι ο αλγόριθμος προτεινόμενων βίντεο της πλατφόρμας βοήθησε εξτρεμιστές να διαδώσουν το μήνυμά τους.
Τα αποτελέσματα αυτής της υπόθεσης θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει το διαδίκτυο όπως το ξέρουμε. Το Άρθρο 230 δεν θα αποσυναρμολογηθεί εύκολα, εάν συμβεί όμως η διαδικτυακή ομιλία θα μπορούσε να αλλάξει δραστικά.
Οι 26 λέξεις
Εάν ένας ειδησεογραφικός ιστότοπος σας αποκαλεί ψευδώς απατεώνα, μπορείτε να μηνύσετε τον εκδότη για συκοφαντική δυσφήμιση. Αλλά αν κάποιος το δημοσιεύσει στο Facebook, δεν μπορείτε να μηνύσετε την εταιρεία – μόνο το άτομο που το δημοσίευσε.
Αυτό συμβαίνει χάρη στο Άρθρο 230 του Νόμου περί ευπρέπειας των επικοινωνιών του 1996, η οποία δηλώνει ότι: «κανένας πάροχος ή χρήστης διαδραστικής υπηρεσίας υπολογιστή δεν θα αντιμετωπίζεται ως εκδότης ή ομιλητής οποιασδήποτε πληροφορίας που παρέχεται από άλλο πάροχο περιεχομένου πληροφοριών».
Σύμφωνα με το AP News, αυτή η νομική φράση προστατεύει τις εταιρείες που φιλοξενούν τρισεκατομμύρια μηνύματα από μηνύσεις από οποιονδήποτε αισθάνεται ότι αδικείται από κάτι που έχει δημοσιεύσει κάποιος άλλος – είτε η καταγγελία τους είναι νόμιμη είτε όχι.
Οι πολιτικοί υποστήριξαν, για διαφορετικούς λόγους, ότι το Twitter, το Facebook και άλλες πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης έκαναν κατάχρηση αυτής της προστασίας και θα έπρεπε να χάσουν την ασυλία τους – ή τουλάχιστον πρέπει να την κερδίσουν ικανοποιώντας τις απαιτήσεις που έχει θέσει η κυβέρνηση.
Το section 230 επιτρέπει επίσης στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης να εποπτεύουν τις υπηρεσίες τους αφαιρώντας αναρτήσεις που, για παράδειγμα, είναι άσεμνες ή παραβιάζουν τα πρότυπα των υπηρεσιών, εφόσον ενεργούν με «καλή πίστη».
Τι θα συμβεί εάν «καταργηθούν» οι λέξεις
«Το βασικό πράγμα που κάνουμε στο διαδίκτυο είναι να μιλάμε μεταξύ μας. Μπορεί να είναι email, μπορεί να είναι μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπορεί να είναι πίνακες μηνυμάτων, αλλά μιλάμε μεταξύ μας. Και πολλές από αυτές τις συνομιλίες ενεργοποιούνται από το Άρθρο 230, το οποίο λέει ότι όποιος μας επιτρέπει να μιλάμε μεταξύ μας δεν είναι υπεύθυνος για τις συνομιλίες μας», δήλωσε ο Έρικ Γκόλντμαν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Σάντα Κλάρα με ειδίκευση στο δίκαιο του Διαδικτύου.
«Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ θα μπορούσε εύκολα να εμποδίσει ή να εξαλείψει αυτή τη βασική πρόταση και να πει ότι οι άνθρωποι που μας επιτρέπουν να μιλάμε μεταξύ μας είναι υπεύθυνοι για αυτές τις συνομιλίες. Τότε δεν θα μας επιτρέπουν να μιλάμε πια ο ένας με τον άλλον» συμπλήρωσε ο Γκόλντμαν.
Υπάρχουν δύο πιθανά ενδεχόμενα. Οι πλατφόρμες μπορεί να γίνουν πιο προσεκτικές, όπως έκανε το Craigslist μετά την ψήφιση του νόμου για τη σεξουαλική εμπορία ανθρώπων το 2018 που όριζε εξαίρεση από το Άρθρο 230 για υλικό που «προωθεί ή διευκολύνει την πορνεία». Το Craigslist αφαίρεσε γρήγορα την ενότητα «προσωπικά», η οποία δεν είχε σκοπό να διευκολύνει τη σεξουαλική εργασία, ωστόσο ο ιστότοπος δεν ήθελε να ρισκάρει.
«Εάν οι πλατφόρμες δεν είχαν ασυλία βάσει του νόμου, τότε δεν θα διακινδύνευαν τη νομική ευθύνη που θα μπορούσε να συνεπάγεται η φιλοξενία των ψεμάτων, της δυσφήμισης και των απειλών του Ντόναλντ Τραμπ», δήλωσε η Κέιτ Ρουάν, ανώτερη νομοθετική σύμβουλος της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών.
Οποιαδήποτε αλλαγή στο Άρθρο 230 είναι πιθανό να έχει αλλεπάλληλες επιπτώσεις στη διαδικτυακή ομιλία σε όλο τον κόσμο.
«Ο υπόλοιπος κόσμος λαμβάνει σκληρότερα μέτρα εναντίον του Διαδικτύου από τις ΗΠΑ» αναφέρει ο Γκόλντμαν. «Έτσι είμαστε ένα βήμα πίσω από τον υπόλοιπο κόσμο όσον αφορά τη λογοκρισία του Διαδικτύου. Και το ερώτημα είναι αν μπορούμε να αντέξουμε μόνοι μας» κατέληξε.