Οσο φτωχαίνουμε, οι Τούρκοι μας αγαπούν
Ο δημοφιλής Τούρκος πεζογράφος ήρθε στην Αθήνα με αφορμή το νέο του βιβλίο «Το τελευταίο παιχνίδι»
Από τους πιο δημοφιλείς πεζογράφους της Τουρκίας και από τους δημοσιογράφους που τιμούν το λειτούργημά τους, ό,τι κόστος κι αν έχει αυτό σε μια χώρα όπου η ελευθερία της έκφρασης παραμένει ζητούμενο, ο 64άχρονος Αχμέτ Αλτάν ένα πράγμα λαχταράει σήμερα: να περάσει όσο διάστημα του απομένει επινοώντας ιστορίες και να ταξιδεύει για να συνομιλεί διά ζώσης με τους αναγνώστες του.
Ενα μυθιστόρημά του, το πιο πρόσφατο, τον έφερε και στην Αθήνα, το «Τελευταίο παιχνίδι», που μόλις κυκλοφόρησε σε μετάφραση Θάνου Ζαράγκαλη από τον «Ψυχογιό»: μια ιστορία μυστηρίου με γενναίες δόσεις ερωτισμού, η οποία διαδραματίζεται σε μια φαινομενικά ειδυλλιακή παραλιακή κωμόπολη, πεδίο θανατηφόρων συγκρούσεων και ανταγωνισμών.
Πρόκειται για το ένατο μυθιστόρημα του Αλτάν και το δεύτερο μεταφρασμένο στη γλώσσα μας (προηγήθηκε το ιστορικό «Του έρωτα και της αμαρτίας», εκδ. Λιβάνη), κι όπως όλα του, έτσι κι αυτό, αποτελεί μια απόπειρα εκ μέρους του να συλλάβει το μυστήριο του γυναικείου ψυχισμού.
Γιος μιας θρυλικής μορφής για την τουρκική Αριστερά, του συγγραφέα και αγωνιστή Τζετίν Αλτάν, ο οποίος πέρασε χρόνια στη φυλακή και υπήρξε ο πρώτος βουλευτής που ανέδειξε το σοσιαλιστικό κόμμα της Κωνσταντινούπολης, ο Αχμέτ Αλτάν μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και «κάθε πρωί ξυπνούσα από τον ήχο της γραφομηχανής. Δεν ξέρω αν θα γινόμουν κι εγώ συγγραφέας, δίχως το παράδειγμα του πατέρα μου. Εκείνος ήταν που με μύησε στη μαρξιστική σκέψη και το σοσιαλισμό. Η επιρροή του πάνω μου ήταν καταλυτική». Πράγματι, επί τριάντα χρόνια έδωσε κι ο ίδιος αγώνες, θίγοντας με τη δημοσιογραφική του πένα ζητήματα ταμπού, όπως η θέση της κουρδικής μειονότητας ή η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων, υπομένοντας αλλεπάλληλες δικαστικές περιπέτειες και αποκτώντας άφθονους εσωτερικούς εχθρούς.
Οπως ομολογεί χαμογελώντας, «σε αντίθεση με την αλληλεγγύη που έχω δεχτεί σε διεθνές επίπεδο, στην Τουρκία έχω κατορθώσει να στρέψω σχεδόν τους πάντες εναντίον μου! Οταν παλιότερα δημοσίευσα ντοκουμέντα που οδήγησαν στην καταδίκη στρατιωτικών, το κομμάτι της κοινωνίας που αντιλαμβάνεται το στρατό ως ανάχωμα στον ισλαμικό φονταμενταλισμό με μίσησε. Αντίστοιχα, τα άρθρα μου ενάντια στον Ερντογάν, ο οποίος ελέγχει τόσο τη Δικαιοσύνη όσο και τον Τύπο, προκάλεσαν πολλές αντιδράσεις στους φιλικούς του κύκλους. Ενώ και οι αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί εθνικιστές δυσφορούν έντονα με τις διεθνιστικές απόψεις μου».
Στο μυθοπλαστικό του έργο, πάντως, ο Αλτάν γι’ άλλα ενδιαφέρεται. «Πρωταρχικός μου στόχος ως πεζογράφου είναι να χαρτογραφώ τα αισθήματα, τις αδυναμίες και τους πόθους της ανθρώπινης φύσης, και κυρίως να εξερευνώ τα μυστικά των γυναικών. Ειδικά για τις τελευταίες, δύο πράγματα απολαμβάνω περισσότερο: να δείχνω τον εσωτερικό αναβρασμό και τις ανομολόγητες αμφιβολίες τους πριν πάρουν την απόφαση ν’ αφεθούν σ’ έναν έρωτα, και στη συνέχεια, να αναδεικνύω είτε το θάρρος τους είτε τον πόνο τους επειδή δεν τόλμησαν ν’ ακολουθήσουν τις βαθύτερες επιθυμίες τους. Υπάρχουν τόσες λεπτές αποχρώσεις στις ψυχές τους όσα και τα διλήμματα που τις ταλανίζουν για το τι είναι ή δεν είναι σωστό! Οι άντρες δεν έχουν αντίστοιχα προβλήματα…».
Πόσο άραγε επηρεάστηκε η θέση της γυναίκας στα χρόνια της παντοδυναμίας του Ερντογάν; «Εγιναν απόπειρες ν’ αλλάξουν κάποια νομικά δεδομένα, αλλά ευτυχώς στάθηκαν άκαρπες. Ούτε η συμβίωση άνευ γάμου ή το δικαίωμα στην άμβλωση απαγορεύτηκαν ούτε η μοιχεία ποινικοποιήθηκε τελικά. Γεγονός όμως είναι πως οι κρατούντες μόνο τη σεξουαλική εγκράτεια αναγνωρίζουν ως ύψιστη αρετή. Σαν να μας λένε ότι δεν χρειάζεται να είμαστε ηθικοί και έντιμοι παρά μόνο σ’ ό,τι έχει σχέση με το σεξ. Απίστευτη εμμονή!».
Στο «Τελευταίο παιχνίδι» ο Αλτάν ζωντανεύει τη λυσσαλέα μάχη μεταξύ δύο ισχυρών οικογενειών για τη διεκδίκηση ενός υποτιθέμενου θησαυρού, αποτέλεσμα της οποίας είναι η καταστροφή ενός πραγματικού θησαυρού, της ίδιας της πόλης δηλαδή στην οποία έχει καταφύγει ο συγγραφέας-ήρωας του βιβλίου του. «Μ’ έναν τρόπο», σχολιάζει, «το ίδιο συμβαίνει και στην πραγματικότητα. Θέλεις κάτι, το διεκδικείς, και μπορεί στο τέλος να συνειδητοποιήσεις πως κατέστρεψες τη ζωή σου για μια χίμαιρα. Αντίστοιχα και στην πολιτική, πάντα υπάρχουν εκείνοι που, διψώντας για εξουσία, παίζουν με τις ζωές των άλλων, λες και οι ίδιοι δεν θα πεθάνουν ποτέ…».
Πώς εξηγεί τη μεγάλη απήχηση που εξακολουθεί να γνωρίζει ο Ερντογάν, σε πείσμα των κυβερνητικών σκανδάλων που έρχονται κάθε τόσο στην επιφάνεια; «Μπορεί να τον υποστηρίζει το 43% του πληθυσμού, αλλά το 57% είναι αντίθετο με την πολιτική του», τονίζει. «Η Τουρκία πλούτισε τα τελευταία χρόνια και όσοι επωφελήθηκαν απ’ αυτό, τον λατρεύουν τον Ερντογάν, δεν έχουν καμιά διάθεση να τον αντικαταστήσουν. Για μένα, το πραγματικό πρόβλημα της Τουρκίας είναι πολιτισμικό, καρπός του χάσματος ανάμεσα στην αστική, κοσμική τάξη και την αγροτική που είναι πιο συντηρητική, και είναι φανερό πως ο Ερντογάν υποδαυλίζει το μίσος μεταξύ τους».
Ενα άλλο χάσμα που μεγάλωσε εξαιτίας της οικονομικής ανάκαμψης είναι, σύμφωνα με τον Αλτάν, κι εκείνο των γενεών, «ειδικά στις θρησκευόμενες οικογένειες που φρόντισαν να στείλουν τα παιδιά τους στα αμερικανικά πανεπιστήμια, και δυσκολεύονται πια να τ’ αναγνωρίσουν, βλέποντάς τα παραδομένα στη χλιδή και στον καταναλωτικό τρόπο ζωής. Το χρήμα και η θρησκεία δύσκολα συμβαδίζουν…». Η δική μας οικονομική κατάρρευση επηρέασε τα αισθήματα των συμπατριωτών του απέναντί μας; «Φυσικά. Η υπερηφάνειά τους φούντωσε! Οι Τούρκοι βασανίζονταν από ένα κόμπλεξ κατωτερότητας, ένιωθαν σαν φτωχοί συγγενείς απέναντι στην Ελλάδα ως κοιτίδα της δημοκρατίας, ως χώρα με τόσο μεγάλη ιστορία. Σήμερα όμως, νιώθοντας πιο δυνατοί, εμφορούνται από πιο θερμά συναισθήματα για τους Ελληνες».
Πηγή:enet.gr