Όταν οι «σκληροί» και οι αντισυμβατικοί του ελληνικού πενταγράμμου συνάντησαν τους λαϊκούς
Οι μουσικές προτιμήσεις είναι προσωπική υπόθεση, που έχει σαφείς όμως επιρροές από το περιβάλλον του καθενός, την κοινωνικοοικονομική του κατάσταση αλλά και τη συγκυρία. Όλοι κάποια στιγμή έχουμε νιώσει την ανάγκη να καθορίσουμε και να περιφρουρήσουμε τα μουσικά μας γούστα, δίνοντάς τους μία λίγο πολύ ιδεολογική διάσταση και βάζοντας όρια τα οποία περικλείουν τον εαυτό μας και τους «ομοϊδεάτες» μας.
Έτσι γεννιούνται οι στρατιές των ροκάδων, των λαϊκών, των ravers για τους λίγο πιο παλιούς (το ξεχωριστό ανθρώπινο είδος μάνα raver άνθισε στα τηλεοπτικά πάνελ τη δεκαετία του ’90), των έντεχνων, των κλασσικών κοκ. Ενδεικτικοί είναι και οι χαρακτηρισμοί που αποδίδει η μία ομάδα στην άλλη: φλώροι, κουλτουριάρηδες και ό,τι έχει ανάγκη ο καθένας για να ξεχωρίσει μέσα σε αυτή την περίεργη και απαιτητική ζωή.
Υπάρχουν όμως κάποιες στιγμές που όλοι οι διαχωρισμοί καταρρέουν -ή πιο λαϊκά- πάνε περίπατο και τα ετερώνυμα έλκονται, δημιουργώντας αυτές τις απρόσμενες στιγμές μαγείας μέσα στη μουσική ανθρώπινη ιστορία.
Θα έχετε ακούσει ατάκες του τύπου «η μουσική είναι μία» και «δεν υπάρχει ποιοτική και εμπορική μουσική» που προσπαθούν μερικές φορές να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα και άλλες να εξηγήσουν μία στοιχειώδη αλήθεια: ότι η μουσική έχει για όλους τις ίδιες νότες και το αποτέλεσμα της σύνθεσής τους ο καθένας το κρίνει όπως θέλει και μπορεί.
Στην Ελλάδα που είμαστε λίγο πιο πομπώδεις στις αντιδράσεις μας, οι συγκλίσεις φαίνονται πιο δύσκολες από τους διαχωρισμούς. Όταν όμως παράγεται αποτέλεσμα μέσα από μία λίγο αταίριαστη σύνθεση, το κοινό στέκεται έκπληκτο να απορεί.
Ευκαιρία λοιπόν να δούμε μερικές από τις περιπτώσεις που οι «σκληροί» με τους ποπ και οι αντισυμβατικοί με τους λαϊκούς ήρθαν κοντά και στιγμάτισαν τη μουσική ιστορία της χώρας.
Διονύσης Σαββόπουλος και Σωτηρία Μπέλλου
Μία απρόσμενη συνάντηση του αμφισβητία της δεκαετίας του ’60 με τη μεγάλη κυρία του λαϊκού-ρεμπέτικου τραγουδιού «γέννησε» το εμβληματικό «Ζεϊμπέκικο» ή κατά κόσμον «Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια», ένα τραγούδι που είχε ηχογραφήσει ο Νιόνιος με τη φωνή του, για το «Βρώμικο ψωμί» τον Δεκέμβριο του 1972 και τρία χρόνια αργότερα το ηχογράφησε με τη Σωτηρία Μπέλλου, συμπεριλαμβάνοντάς το στον δίσκο του, «10 χρόνια κομμάτια».
Αυτή ήταν η πρώτη απόπειρα του Διονύση Σαββόπουλου να γράψει λαϊκό τραγούδι και θα ήταν πεπεισμένος ότι τα κατάφερε, αν η αφοπλιστική ειλικρίνεια της αξέχαστης Μπέλλου δεν τον προσγείωνε. Καθώς εκείνος πανηγύριζε για την επιτυχία του, την άκουσε να λέει βγαίνοντας από το στούντιο: «Αχ Διονύση, μ’ έκανες και τραγούδησα ποπ!».
Το «Ζεϊμπέκικο» στιγματίστηκε από την πιο δωρική γυναικεία φωνή της ελληνικής λαϊκής μουσικής, που μπόρεσε να ξετυλίξει με θεατρικότητα τους στίχους του, και με τον λυρισμό του περιθωρίου που κουβαλούσε, πέτυχε να δώσει στο τολμηρό αυτό μουσικό κολάζ έναν τόνο ηλεκτρικό, μια «τρομερή λαλιά» που ο στιχουργός επικαλείται.
Ο ίδιος ο Σαββόπουλος έγραψε για το τραγούδι του: «Το Ζεϊμπέκικο είναι το μεγάλο δυσβάσταχτο τραγούδι και του δίσκου και του όλου σαββοπουλικού έργου. Και είναι ταυτόχρονα και το πιο διάσημο. Περίεργος συνδυασμός. Ήταν η πρώτη μου απόπειρα να φτιάξω ένα λαϊκό τραγούδι. Όλο αυτό ξεκίνησε από την αγάπη μου για το λαϊκό τραγούδι, από την αδυναμία που ένιωθα για την μουσική μας παράδοση και τα αριστουργήματα που μας προσέφεραν οι μεγάλοι λαϊκοί συνθέτες».
Το ίδιο το τραγούδι ήταν χτισμένο με έναν τρόπο παράδοξο για τα ελληνικά δεδομένα. Η παρουσία του μοτέτο έκανε την ακρόαση δύσκολη. Το mottetto, ιταλικός μουσικός όρος, είναι η πιο σημαντική μορφή πολυφωνικής μουσικής σύνθεσης και έκανε την εμφάνισή του στον Μεσαίωνα. Για να το πούμε απλά, είναι μια φόρμα στην οποία προστίθενται στίχοι, διαφορετικοί για κάθε φωνή. Αυτή η πάλη του λόγου και των φωνών δημιούργησε την αντίθεση που ανέδειξε το τραγούδι σε ένα από τα κορυφαία της σύγχρονης εποχής.
Νικόλας Άσιμος και Χαρούλα Αλεξίου
Από τη μία ένας αναρχικός καλλιτέχνης που δεν έμπαινε σε στεγανά και κυκλοφορούσε τα τραγούδια του με τις λεγόμενες «παράνομες κασέτες» και από την άλλη μία ερμηνεύτρια με απαράμιλλη φωνή, αρκετά νεότερη τότε, που έγινε γνωστή από λαϊκά μονοπάτια και τη συνεργασία της με τον μεγάλο Μάνο Λοΐζο.
Η συνάντησή τους έγινε όταν ο Νικόλας Άσιμος ηχογραφούσε τον πρώτο του δίσκο το 1982, με τίτλο Ξαναπές (Ο), στον οποίο συμμετείχε η Χαρούλα Αλεξίου. Παραγωγός του δίσκου ήταν ο Ηλίας Μπενέτος στην πανίσχυρη MINOS, στην οποία επίσης ανήκε η Αλεξίου λόγω του τότε συζύγου της, του γνωστού παραγωγού Αχιλλέα Θεοφίλου. Οι στίχοι από το ένα τραγούδι που είπαν μαζί – Αν ήμουνα η Τζέιν/ και ήσουν ο Ταρζάν/ απ’ το Ελ Αλαμέιν/ θα ‘ρχόσουν στο Σουδάν – και είχε τίτλο «Άμα σε λέγαν Βάσω» θα μπορούσαν να είναι σύνθημα σε τοίχο των Εξαρχείων.
Ο Άσιμος όμως είχε γράψει και το τραγούδι «Το παπάκι» για να νανουρίζει την κόρη του σε ένα υπόγειο της Αραχώβης 41, το οποίο και δεν σκόπευε να ηχογραφήσει. Η Αλεξίου του ζήτησε να το κάνει πρόβα και εκείνος δέχτηκε. Μαζί τους ο ενορχηστρωτής του Νικόλα Θανάσης Μπίκος και ο ηχολήπτης Γιάννης Παπαϊωάννου, ο οποίος καθ’ υπόδειξη του Ηλία Μπενέτου, διευθυντή της MINOS, ηχογραφούσε διακριτικά.
Η παρακάτω περιγραφή ανήκει στον Γιώργο Αλλαμανή, συγγραφέα του βιβλίου «Δίχως καβάτζα καμιά – Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου»: «Στη μέση της πρόβας, σηκώθηκε ο Άσιμος, άνοιξε μόνος του την πόρτα του στούντιο και μπήκε μέσα. Περιφερόταν πίσω από την Αλεξίου. Στα ακουστικά της Αλεξίου ο ήχος από την κιθάρα είχε μια μικρή διαφορά απ’ ότι άκουγε ο Νικόλας. Κλάσματα δευτερολέπτου, αλλά χρόνος υπαρκτός. Όταν λοιπόν έφτασε το δεύτερο μέρος του τραγουδιού, ακούγοντας την κιθάρα απ’ έξω, άρχισε εκείνος να τραγουδάει όπως γούσταρε μαζί της. Δεν πλησίασε καθόλου στο ίδιο μικρόφωνο. Φαντάσου την Αλεξίου να απέχει από το μικρόφωνο 20-30 εκατοστά, να μεσολαβεί το σώμα της και ακόμη πιο πίσω τον Άσιμο. Στο δεύτερο μέρος του τραγουδιού η φωνή του αλλού υπάρχει και αλλού δεν υπάρχει. Να μη σου πω ότι κάποια στιγμή ο Άσιμος ήτανε και ψιλοβουρκωμένος. Ενώ το Παπάκι διαρκεί 3 λεπτά και 13 δευτερόλεπτα, ο Άσιμος αρχίζει να τραγουδάει μόλις 1 λεπτό και 17 δευτερόλεπτα πριν από το τέλος».
Λάκης Παπαδόπουλος και Δημήτρης Μητροπάνος
Ο Λάκης με τα Ψηλά Ρεβέρ ετοιμαζόταν το 1988 να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο στη δισκογραφική εταιρεία MINOS, έχοντας ήδη γίνει γνωστός για τη «Γυριστρούλα» αλλά και για τραγούδια που είχε δώσει σε άλλους καλλιτέχνες (Αρλέτα, Ελένη Δήμου κά.). Το άλμπουμ λεγόταν «Έλα γοριλάκι» και σε αυτό θα υπήρχε ένα τραγούδι σε στίχους Κυριάκου Ντούμου με τίτλο «Για να σ’ εκδικηθώ».
Ο Λάκης Παπαδόπουλος το είχε ήδη ηχογραφήσει μόνος του, αλλά το αποτέλεσμα δεν τον ικανοποίησε. Για να μην «κάψει» το τραγούδι σκέφτηκε να το δώσει σε κάποιον άλλο καλλιτέχνη για να το ερμηνεύσει. Εκείνη την περίοδο κοντά του έμενε ο αξέχαστος Δημήτρης Μητροπάνος. Τόλμησε λοιπόν σε μια συνάντησή τους να του προτείνει να τραγουδήσει το «Για να σ’ εκδικηθώ», παρά το γεγονός ότι οι δυο τους ανήκαν σε δύο διαφορετικούς μουσικούς κόσμους.
Ο Μητροπάνος του πρότεινε να πούνε το τραγούδι μισό μισό – για να μην τον προσβάλλει, αστειεύεται ο Παπαδόπουλος. Του άφησε λοιπόν το demo για το ακούσει και μετά από περίπου 20 ημέρες ο Ηλίας Μπενέτος, παραγωγός και των δύο, τηλεφώνησε στον Λάκη, λέγοντάς του ότι ο Δημήτρης Μητροπάνος ήταν έτοιμος να μπει στο στούντιο.
Ο συνθέτης «χώρισε» στα δύο το τραγούδι, έδωσε στον Μητροπάνο τα δικά του κομμάτια και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Αυτή η συνεργασία είναι μάλλον και η έναρξη της στροφής που έκανε ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής προς καινούργιες μουσικές κατευθύνσεις.
Μια μικρή λεπτομέρεια από εκείνη την εποχή είναι ότι η λίγο «θαμπή» φωνή του Μητροπάνου στο τραγούδι είναι απόρροια ενός πολύποδα που είχε στον λαιμό του και τον οποίο αφαίρεσε μετά από λίγο καιρό.
Γιώργος Μαργαρίτης και Θοδωρής Μανίκας
Τον Γιώργο Μαργαρίτη τον ήξερα μέσω του ενοχλητικού κολλήματος της αδερφής μου με τα τραγούδια του και από κάτι πασχαλινά τραπέζια, όπου βρισκόμουν με συγγενείς και οικογενειακούς φίλους. Με τον καιρό όμως άλλαξε η άποψή μου για τον τραγουδιστή.
Το 2000 ο Μαργαρίτης έκανε μία αναπάντεχη και για πολλούς παράδοξη δισκογραφική συνεργασία με τον ροκά Θοδωρή Μανίκα, κυκλοφορώντας το τραγούδι «Δρόμοι του πουθενά». Προσεγγίζοντας τον Μανίκα για να του ζητήσει να του φτιάξει το προφίλ του, τελικά ηχογράφησε μαζί του και με το συγκρότημα 667 έναν δίσκο με τίτλο «Όλα θα τα διαγράψω», βάζοντας το «λαϊκό» λαρύγγι του Μαργαρίτη ανάμεσα σε ηλεκτρικές κιθάρες και δυνατά ντραμς. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που συνεργάστηκαν οι δυο τους, καθώς ο Θοδωρής Μανίκας ήταν παραγωγός στο μνημειώδες «Κελί 33».
«Εγώ τραγουδάω κανονικά με τα ίδια όργανα, τι μπαίνει μετά δεν με νοιάζει. Εγώ λέω το τραγούδι με κιθαρίστα και μπουζούκι. Το κάθε τραγούδι δεν γλιτώνει από τη φωνή μου. Θα γίνει Μαργαρίτης 100 τα 100», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο ερμηνευτής.
Αν και οι δυο τους ανήκουν στο λεγόμενο underground ρεύμα της μουσικής, οι «Δρόμοι του πουθενά» δεν ήταν τόσο αδιέξοδοι όσο υπαινίσσεται ο τίτλος τους. Το άλμπουμ, με ναυαρχίδα το τραγούδι αυτό, έγινε τεράστια επιτυχία και σύστησε τον Μαργαρίτη σε ένα κοινό που δεν τον ήξερε μέχρι τότε.
«Είναι απλώς ο πρώτος έθνικ-πανκ δίσκος του 21ου αιώνα», δήλωσε ο Μανίκας, συμπληρώνοντας: «Η επιτυχία ήρθε επειδή το άλμπουμ δεν ακολουθεί καμία συνταγή. Είναι ένα άλμπουμ καθαρό, ντούρο, αντρίκειο».