Όταν μαχαίρωσαν τον Δημήτρη Λιγνάδη…
Το 2002 συνέβη κάτι το πολύ δραματικό στη ζωή του Δημήτρη Λιγνάδη. Κάτι που συνειρμικά φέρνει στο μυαλό εικόνες και ιστορίες από υποθέσεις όπου εμπλέκονται αβυσσαλέα πάθη, έντονη παραβατικότητα, εκδικητική μανία, βία και εμμονική προσήλωση σε αρρωστημένα πρότυπα.
Ένας άγνωστος με μαχαίρι εισβάλλει στο σπίτι του ηθοποιού στην Κυψέλη. Ο καλλιτέχνης κάποια στιγμή τού γυρίζει την πλάτη. Δεν το κάνεις ποτέ αυτό μπροστά σε τέτοιο κίνδυνο. Ο άνθρωπος από ένστικτο δεν αφήνει από τα μάτια του τον θύτη του.
Ο «εισβολέας» τού επιφέρει πολλά τραύματα στην πλάτη. Τον αφήνει αιμόφυρτο. Ο Λιγνάδης καταφέρνει να συρθεί, να κατέβει στον δρόμο και να βρει καταφύγιο σε ένα καφενείο επί της οδού Ιθάκης. Οι θαμώνες ειδοποιούν το ασθενοφόρο. Ο ηθοποιός μεταφέρεται στην εντατική, όπου παραμένει επί μακρόν. Ολοκληρώνει την ανάρρωσή του στο Σωτηρία. Γίνονται ανακρίσεις. Λαμβάνονται καταθέσεις, αλλά η υπόθεση για κάποιο λόγο παραμένει στα συρτάρια. Το ζήτημα «λύνεται» εξωδικαστικά.
Ο ίδιος ο Δημήτρης Λιγνάδης πολύ αργότερα, το 2017, αναφέρεται με έναν εξόχως ποιητικό τρόπο, ο οποίος ωστόσο κρύβει μία ζοφερή πραγματικότητα, στο μαχαίρωμα της Κυψέλης.
«Πράγματι κινδύνευσε η ζωή μου. Ήμουν χύμα στο πάτωμα του σπιτιού μου. Ετοιμοθάνατος. Ξαφνικά κατάλαβα ότι άνθρωποι της γειτονιάς, που δεν τους έδινα καμία σημασία, είχαν μαζευτεί γύρω μου και μου φάνηκαν πολύ όμορφοι. Βυθιζόμουν στον θάνατο και τους έβλεπα: ήταν ωραίοι, παντού γύρω μου υπήρχαν ωραία χρώματα. Τελικά γλίτωσα γιατί είχα τεράστια θέληση να ζήσω. Δεν ξέρω άλλες λεπτομέρειες γι΄ αυτή την ιστορία, δεν ξέρω τις λεπτομέρειες που κάποιος ίσως ήθελε να ακούσει, ξέρω όμως ότι κινδύνευσε χοντρά η ζωή μου. Με το που βγήκα από την Εντατική, πήγα σε έναν θάλαμο του νοσοκομείου Σωτηρία. Έξω από το παράθυρο είδα ένα δέντρο και είπα: ”Τι ωραίο χρώμα που είναι το πράσινο, τι ωραία που είναι η ζωή”».
Τα παραπάνω λόγια συμπεριλαμβάνονται σε συνέντευξη που παραχώρησε ο Δημήτρης Λιγνάδης στην ιστοσελίδα womenonly.gr το 2017. Ο καλλιτέχνης επιχειρεί να εξωραΐσει μία δραματική κατάληξη παρουσιάζοντας το γεγονός ως μία προθανάτια «εμπειρία». Ναι, το δένδρο μπορεί να έχει ένα υπέροχο πράσινο χρώμα, αλλά ο άνθρωπος που τον μαχαίρωσε στην πλάτη ήταν τόσο υπαρκτός όσο και το όπλο του εγκλήματος, η διαλεύκανση του οποίου δεν έφθασε ποτέ στο δικαστήριο διότι ρυθμίστηκε «εξωδικαστικά».
Πολλά χρόνια αργότερα, το 2021, ένας πολίτης καταθέτει μήνυση στον εισαγγελέα κατά ενός γνωστού σκηνοθέτη-ηθοποιού για βιασμό, σεξουαλική κακοποίηση και κατάχρηση ενός 15χρονου σε ασέλγεια. Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, αυτή τη μήνυση, που υπεβλήθη τη Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου, κατέθεσε όχι -όπως θα αναμενόταν- το θύμα, που σήμερα είναι 46 ετών, αλλά κάποιο τρίτο πρόσωπο.
Η υπόθεση στην οποία αναφέρεται η μήνυση εκτυλίχθηκε το 1995. Έχουν παρέλθει δηλαδή 26 χρόνια, οπότε όλες οι κατηγορίες και τα αδικήματα έχουν παραγραφεί. Ωστόσο κάποια πρόσωπα που γνωρίζουν πολύ καλά το παρασκήνιο της υπόθεσης επιμένουν πως το μαχαίρωμα στην Κυψέλη το 2002 σχετίζεται άμεσα με την ανατριχιαστική ιστορία του 1995.
Οι ίδιοι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο εμπλεκόμενος στο μαχαίρωμα της Κυψέλης είχε άμεση σχέση με το θύμα βιασμού του 1995 στο σπίτι του γνωστού σκηνοθέτη και ηθοποιού. Πρόκειται για την εκδίκηση ενός γονιού ο οποίος δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το τι συνέβη στο παιδί του; Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο υπήρξε και επετεύχθη «εξωδικαστική ρύθμιση»;
Το 2015 ο Δημήτρης Λιγνάδης παραχωρεί συνέντευξη στη Μυρτώ Λοβέρδου. Είναι ομολογουμένως η «χρονιά» του. Σκηνοθετεί στο Παλλάς, παίζει τον Ριχάρδο στην παράσταση του Εθνικού, ανεβάζει Ρωμαίο και Ιουλιέτα. Στη συνέντευξη αυτή αναφέρεται με εξαιρετική διαύγεια πνεύματος στην ψυχαναγκαστική υποδομή του Ριχάρδου του Γ, ο οποίος ζει για την εξουσία και μόνο γι΄ αυτήν, ενώ κάνει τα πάντα για να την αποκτήσει χωρίς να ξέρει τι να την κάνει. Το γνωστό πάθος κάθε εξουσιομανή, ο οποίος ωθείται σε κάθε εγκληματική πράξη προκειμένου να αποκτήσει και στη συνέχεια να διατηρήσει το σκήπτρο. Σε αυτή τη συνέντευξη ο σκηνοθέτης-ηθοποιός αποκαλύπτει πόσο τον ενδιαφέρει να εργάζεται με παιδιά, όχι με μικρά παιδιά αλλά ούτε με πολύ μεγάλα παιδιά. Μαθαίνουμε, λοιπόν, πως είχε εργαστεί στα Αρσάκεια σχολεία και το Κολλέγιο Αθηνών ενασχολούμενος με τη θεατρική και δραματουργική διαπαιδαγώγηση των μαθητών.
Τη Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου, μία γυναίκα η οποία την εποχή στην οποία αναφέρεται το ρεπορτάζ ήταν μαθήτρια 16 ετών στέλνει μία επιστολή στην ιστοσελίδα 20/20mag.gr με την οποία αφηγείται τη δική της εμπειρία, η οποία δεν ήταν καθόλου ευχάριστη, με τον δάσκαλο πια Δημήτρη Λιγνάδη.
«Τη σχολική χρονιά 1990-91 ήμουν μαθήτρια της Β’ Λυκείου στο Αρσάκειο Ψυχικού. Στο πλαίσιο του ανεβάσματος μιας σχολικής θεατρικής παράστασης (“Η Τύχη της Μαρούλας” του Δημήτρη Κορομηλά), γνώρισα τον Δημήτρη Λιγνάδη, στον οποίο είχε ανατεθεί από τη Διεύθυνση του σχολείου μας να επιμεληθεί την παράσταση. Συμμετείχα στην παράσταση και από τις πρόβες άρχισα να διαπιστώνω έναν πολύ έντονο εστιασμό του Δημήτρη Λιγνάδη σε μένα. Ήμουν 16 χρόνων, και σε αντίθεση με άλλα κορίτσια της ηλικίας μου και συμμαθήτριές μου, δεν ήμουν αυτό που λέμε “σχηματισμένη γυναίκα” σωματικά, αλλά παιδί. Μια φορά, στο τέλος της σχολικής μέρας, μου ζήτησε να πάμε να μιλήσουμε σε ένα κοντινό πάρκο. Εκεί κάτσαμε σε ένα παγκάκι, όπου άρχισε να μου λέει πράγματα που με μπέρδεψαν πάρα πολύ συναισθηματικά: μου απήγγειλε ποιήματα, μου μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια και τη σχέση του με την οικογένειά του, μου έλεγε ότι με βλέπει σαν τη Λάουρα στον “Γυάλινο Κόσμο” και τον εαυτό του σαν τον Τομ, μου έλεγε ότι είμαι ξεχωριστή, μου έλεγε ότι δεν ήμουν σαν τις άλλες (αυτό το έλεγε περιφρονητικά για τα άλλα κορίτσια). Μου έλεγε ότι εγώ κι αυτός ήμασταν ίδιοι. Μου έλεγε ότι μ’ αγαπούσε. Στο τέλος μού έδωσε και τη διεύθυνση του σπιτιού του και μου είπε ότι θα ήθελε να πηγαίναμε κι εκείνη την ώρα σπίτι του, αλλά είχε παράσταση. Μετά με χαιρέτησε παίρνοντάς με αγκαλιά. Τους επόμενους λίγους μήνες επανέλαβε πολλές φορές την πρότασή του να πάω στο σπίτι του, γιατί “με αγαπούσε”. Τον ενοχλούσε που αρνιόμουν να το κάνω, αλλά επέμενε φορτικά. Ήμουν εξαιρετικά συνεσταλμένη, γεγονός που εκ των υστέρων θεωρώ ότι ήταν καθοριστικό στην επικέντρωση στο πρόσωπό μου, στον έλεγχο που προσπάθησε να μου ασκήσει, στην πίεσή του να πάω μόνη μου σπίτι του. Σε ένα σχολικό πάρτι, με πήρε στο πίσω μέρος της ταράτσας για να μη μας δουν οι άλλοι μαθητές, με αγκάλιασε πολύ σφιχτά, με φίλησε στον λαιμό, μου είπε ότι θα με αγαπάει για πάντα και να πάω να τον βρω. Προσπαθούσε να μπει στο μυαλό μου, με είχε μπερδέψει πάρα πολύ. Με είχε ξεμοναχιάσει, προσπαθούσε να με κάνει να νιώσω μοναδική, μου έλεγε απίστευτα πράγματα για να με πείσει, με σκοπό να πάω σπίτι του. Νιώθω τυχερή που αρνήθηκα τελικά να πάω, αλλά ακόμα κι έτσι, όσα κατά καιρούς πληροφορούμουν υπό τη μορφή φημών και όσα τώρα έρχονται στο φως της δημοσιότητας, με κάνουν να αναρωτιέμαι για το πόσα άλλα παιδιά και νέοι άνθρωποι μπορεί να βρέθηκαν στη δική μου θέση και δυστυχώς και σε πάρα πολύ χειρότερη από τη δική μου θέση. Η αρχική μου σκέψη ήταν να μιλήσω επώνυμα για όλα αυτά, αλλά τελικά νιώθω ότι δεν έχω καμία ψυχική δύναμη να έρθω αντιμέτωπή του. Φοβάμαι ότι ούτε σε αυτό είμαι η εξαίρεση».
Το κορίτσι των 16 ετών του 1991 είναι πλέον μία ώριμη γυναίκα. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, πλήρως το τι της συνέβη τότε, όπως αντιλαμβάνεται και το ακριβές περιεχόμενο της συμπεριφοράς του καλλιτέχνη-δασκάλου, ο οποίος τη στιγμή που πλησιάζει τη 16χρονη μαθήτρια με το πολύ νεανικό και καθόλου γυναικείο κορμί, όπως η επιστολογράφος διηγείται, ασκεί όλη την εξουσία που το κύρος του ως ηθοποιός και δάσκαλος συνεπάγεται. Είναι «κόσμιος» αλλά στα όρια, δεν επιμένει φορτικά αλλά επιχειρεί να γοητεύσει, να «κατακτήσει» καλύτερα την έφηβη μαθήτρια. Την πλησιάζει, την αγκαλιάζει, τη φιλά διακριτικά, αλλά την «αγγίζει». Όλα τα σημάδια είναι εκεί. Άλλες προθέσεις εκδηλώνονται, άλλες όχι. Στήνεται όμως το σκηνικό.
Τι συμβαίνει τελικά με αυτό το άτομο ή αυτά τα άτομα; Η συνέντευξη του σκηνοθέτη-ηθοποιού στο Down Town είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίον ο Δημήτρης Λιγνάδης διαχειρίζεται τη δική του ερωτική-σεξουαλική ζωή, πώς αντιλαμβάνεται και «αυτοπροδίδεται» με την αναφορά στην ερωτική ζωή του πατέρα του και πώς τελικά ο ίδιος δηλώνει με έναν τρόπο πολύ «πεζοδρομιακό» έως και οριακά χυδαίο το πώς βιώνει το σεξ-έρωτα στη ζωή του:
Πάνω στη σκηνή αισθάνεστε βασιλιάς. Όταν γυρνάτε σπίτι και κλείνετε την πόρτα πίσω σας;
Εγώ δεν μπορώ να κάνω θέατρο και ύστερα να κλείσω την πόρτα του σπιτιού και να πω «τώρα θα ποτίσω τα λουλούδια μου και θα ασχοληθώ με τη γυναικούλα μου». Δυστυχώς δεν το έχω καταφέρει. Είναι συνεχώς πυρακτωμένο το μυαλό μου από το τι θα κάνω αύριο. Αν εξαιρέσεις το κεφάλαιο του έρωτα, που για μένα είναι πολύ σημαντικό, πάντα σκέφτομαι το θέατρο.
Γιατί είναι τόσο σημαντικός ο έρωτας;
Ο έρωτας είναι κίνητρο, καύσιμο, τα πάντα. Ένα εύφλεκτο υλικό είναι ο έρωτας που κρατάς στα χέρια σου. Μπορεί με αυτό να κινήσεις ένα ολόκληρο αυτοκίνητο ή να πάθεις μια ανάφλεξη και να καείς.
Έχετε καεί πολλές φορές;
Ο έρωτας με έχει κάνει πολλές φορές ρόμπα. Χωρίς έρωτα είμαι σε μαρασμό. Δεν μπορώ να δημιουργήσω. Δεν μπορώ καν να καταστρέψω, γιατί και αυτό μια δημιουργία είναι. Στη δική μου ζωή, ο έρωτας παίζει σχεδόν καταστρεπτικά σημαντικό ρόλο.
Έχετε καταστραφεί στο όνομα ενός έρωτα;
Έχω καταστρέψει ολόκληρη παράσταση για χάρη ενός έρωτα. Έπαιζα χωρίς να δώσω καμιά σημασία στον ρόλο μου, μου ΄χε πάρει ο έρωτας τα μυαλά. Έχω κάνει και το άλλο βέβαια: ανέβασα ολόκληρη παράσταση μόνο και μόνο εξαιτίας ενός μεγάλου έρωτα.
Τι πρέπει να έχει ένας άνθρωπος για να τον ερωτευθείτε;
Έχω ερωτευθεί μόλις τρεις φορές στη ζωή μου. Ο έρωτας τον οποίο περιγράφω εγώ θυμίζει αρκετά τον έρωτα των αρχαίων Ελλήνων, των οποίων είμαι οπαδός. Εννοώ ότι δεν αρκεί μια εικόνα για να ερωτευθείς, πρέπει να υπάρχει και κάτι άλλο που σε φτιάχνει. Μόνο έτσι έχει διάρκεια. Αλλιώς είναι ένας ενθουσιασμός, ένα πυροτέχνημα.
Άρα ο πραγματικός έρωτας είναι σπάνιος;
Για μένα ο έρωτας είναι μια μάχη, μια πορεία προς τη φωτιά. Όταν υπάρχει πραγματικός έρωτας, είναι πραγματική και η φωτιά. Σε καίει, σε ζεσταίνει, σε τραβάει, ζεις μ΄ αυτό αλλά πας προς τον ήλιο. Ξέρεις ότι ο ήλιος καίει -θα σε κάψει κι εσένα- αλλά πας. Το ίδιο συμβαίνει και στον έρωτα. Ξέρεις ότι μάλλον θα καταστραφείς, δεν το θέλεις, δεν το επιδιώκεις, αλλά λες «παιδιά, συγγνώμη, εγώ θα πάω. Με τραβάει τόσο πολύ το φως». Πες μου ποια πολιτική, ποιο σύστημα, ποιοι κοινωνικοί αγώνες μπορούν να σταθούν μπροστά στον έρωτα. Μπροστά σ΄ αυτή την «τεράστια διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών» που έλεγε και ο Ελύτης; Αυτός που πάει προς το φως του έρωτα και ας ξέρει ότι θα καεί, αυτός είναι ο αληθινός Τσε Γκεβάρα. Αν με ρωτάς, θα ήθελα να είμαι ένας Τσε Γκεβάρα του έρωτα.
Γνωρίσατε ποτέ κάποιον τέτοιον;
Ο πατέρας μου (σ.σ. Τάσος Λιγνάδης) γάμ…ε τη ζωή και την υγεία του για τον έρωτα. Αυτά τα λίγα λεπτά χαράς όταν συναντιούνται δύο σώματα ή δύο βλέμματα μπορούν να σου γαμ…ν χρόνια ζωής. Κατά τη γνώμη μου βέβαια, δεν σ΄τα γαμ…ε. Σ΄τα γονιμοποιούν. Είναι η ίδια πράξη αλλά, αν υπάρξει γονιμοποίηση, κάτι βγήκε.
Τελικά στον έρωτα τη χάνεις την αξιοπρέπειά σου;
Aς μου τύχει η καψούρα και ας πάει στον διάολο η αξιοπρέπεια. Αν πρέπει να τη διατηρήσεις, είναι γιατί λειτουργεί αφροδισιακά. Είναι αφροδισιακό, δηλαδή, να κάνεις τον δυνατό. Για ποια αξιοπρέπεια μιλάμε όμως όταν ο Σοφοκλής έχει γράψει στην «Αντιγόνη» ότι «αυτός που παθαίνει έρωτα τρελαίνεται». Καψουρεύτηκα και θα κοιτάξω την αξιοπρέπεια; Τι λέτε ρε; Δεν με ενδιαφέρει η αξιοπρέπεια. Με ενδιαφέρει να είμαι ερωτευμένος.
Σχεδόν με προκαλείτε να ρωτήσω αν είστε ερωτευμένος.
Ναι, είμαι ερωτευμένος. Με προκαλείς όμως και μένα να σου κάνω μια ερώτηση. Είμαστε στο 2017. Παγκοσμιοποίηση, ίντερνετ, δικαιώματα του δυτικού κόσμου, ελευθερία, γάμοι μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου κ.ο.κ. Γιατί ακόμα το γεγονός ότι κάποιος είναι ερωτευμένος είναι το hot σημείο μιας κουβέντας;
Για ποιον λόγο πιστεύετε εσείς;
Γιατί ο έρωτας -πέρα από την κουτσομπολίστικη διάθεση- είναι κάτι το σημαντικό για όλους. Επίσης νομίζω ότι ο έρωτας είναι ακόμη ταμπού. Όπως ταμπού θεωρείται και το σεξ και ας είμαστε στο 2017 και ας το παίζουμε άνετοι.
Είχατε δηλώσει παλαιότερα εθισμένος στο σεξ. Μετανιώσατε γι΄ αυτή τη δήλωση;
Νομίζω ότι είπα το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο: «ναι, μ΄ αρέσει το σεξ». Τώρα, αν εθισμός σημαίνει «χτυπάω ενέσεις», δεν είμαι εθισμένος. Μ΄ αρέσει το σεξ, αλλά όχι ως φαστφουντάδικο. Θα έλεγα καλύτερα ως καλή κουζίνα. Σε ποιον δεν αρέσει το σεξ; Μόνο το cyber sex θεωρώ θλιβερό. Λυπάμαι τη νέα γενιά γι΄ αυτήν την εικονική πραγματικότητα. Χάνεται η καύ…α. Γνωρίζεις τη σάρκα μέσα από εικόνες αντί να πας να την κυνηγήσεις, να την πιάσεις. Είναι σαν να έχεις δει θάλασσα με πολλές λεπτομέρειες αλλά μόνο μέσω ίντερνετ, σαν να έχεις κολυμπήσει εικονικά. Μην πεις στον άλλον «έλα να μιλήσουμε για έρωτα». Πες του «έλα να κάνουμε έρωτα».
Εντυπωσιάζομαι που μιλάτε τόσο ανοιχτά για κάποια θέματα-ταμπού, όπως λέτε και εσείς.
Αν δεν ήμουν ηθοποιός και αν δεν ήμουν σ΄ αυτή την ηλικία, δεν θα σ΄τα έλεγα. Θα σου απαντούσα «με ενδιαφέρει η Τέχνη μου». Δεν θέλω να πουλάω τσάμπα μαγκιά. Σίγουρα δεν θα μιλούσα έτσι αν δεν είχα φτιάξει το στάτους που έχω σήμερα. Έχω φτάσει όμως σε μια ηλικία που ακόμη και να κατ…ήσω πάνω στη σκηνή θα πουν «μμμ… τι τόλμη ο Λιγνάδης».
Θα μπορούσε κάποιος να αφιερώσει σελίδες επί σελίδων προκειμένου να οικοδομήσει το αρχιτεκτόνημα του ψυχογραφήματος ενός ανθρώπου ο οποίος επί της ουσίας μόνος του περιγράφει ακόμα και με λεπτομέρειες τις σκοτεινές πλευρές του μυαλού του. Η υπόθεση αυτή μόλις άνοιξε. Θα υπάρξουν πολλά επεισόδια έως ότου κλείσει ο κύκλος των αποκαλύψεων. Ακόμη εκεί στους σκοτεινούς διαδρόμους του Εθνικού και στις κουίντες της Πειραματικής Σκηνής τα στόματα παραμένουν ερμητικά κλειστά. Θα ανοίξουν κάποτε.
Πηγή: zougla.gr, govastileto.gr