Πακέτο 2 δισ. για ελάφρυνση επιχειρήσεων
Ακόμη και στα 2 δισ. ευρώ θα επιδιώξει η κυβέρνηση να ανεβάσει τον λογαριασμό των ευνοϊκών μέτρων για την τόνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά και την αύξηση των επενδύσεων. Το «πακέτο», εκτός από τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες και το «ψαλίδισμα» του συντελεστή υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών του εργοδότη κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες, προγραμματίζεται να περιλαμβάνει και την αναπροσαρμογή του συντελεστή υπολογισμού της προκαταβολής φόρου από το 100% στο 70% για όσες επιχειρήσεις προχωρήσουν σε επενδύσεις. Η ενεργοποίηση αυτών των μέτρων θα σημάνει τη μείωση του φόρου εισοδήματος ακόμη και πάνω από 50%, ενώ το συνολικό εργοδοτικό κόστος θα περιοριστεί κατά τουλάχιστον δύο ποσοστιαίες μονάδες. Η υλοποίηση του πακέτου αλλά και το τελικό χρονοδιάγραμμα είναι άμεσα συνδεδεμένα με την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς. Η μείωση του συντελεστή υπολογισμού της προκαταβολής φόρου προϋποθέτει ότι θα εγκριθεί από τους θεσμούς η αλλαγή χρήσης των κερδών των ελληνικών ομολόγων (σ.σ. τα λεγόμενα ANFAs και SMPs) ενώ η περαιτέρω μείωση ασφαλιστικών εισφορών και φόρου εισοδήματος προϋποθέτει σε μεγάλο βαθμό τη μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων. Το πακέτο των ευνοϊκών μέτρων για το επιχειρείν (αλλά και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησής τους) αναμένεται να αποτυπωθεί ως ελληνική πρόταση στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής στρατηγικής που θα κατατεθεί τον Απρίλιο στη Βουλή και το οποίο θα περιλαμβάνει εναλλακτικά σενάρια.
Από το συνολικό ποσό των 2 δισ. ευρώ, τα περίπου 800 εκατ. ευρώ έχουν ήδη νομοθετηθεί αλλά δεν έχουν ακόμη ενεργοποιηθεί στην πράξη. Πρόκειται για την πρώτη φάση μείωσης του φορολογικού συντελεστή από το 28% στο 24%, αλλά και την πρώτη μείωση του συντελεστή υπολογισμού των εργοδοτικών εισφορών από το 24,81% που είναι σήμερα στο 24,33% από τον προσεχή Ιούνιο. Το επόμενο στοίχημα για την κυβέρνηση είναι να εξασφαλίσει το πράσινο φως για την αλλαγή χρήσης των ANFAs και των SMPs. H κυβέρνηση έχει θέσει επίσημα το αίτημα το 1,3 δισ. ευρώ που –εφόσον υλοποιούνται τα συμφωνηθέντα– εκταμιεύεται σε ετήσια βάση, να χρηματοδοτεί δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις και όχι να συσσωρεύεται στο ειδικό αποθεματικό για το χρέος.
Οπως εξηγεί αρμόδιος κυβερνητικός παράγοντας, για να χρηματοδοτηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις, έχει προταθεί στους θεσμούς να επιτραπεί όχι η απευθείας οικονομική ενίσχυση των επιχειρήσεων αλλά η μείωση της προκαταβολής φόρου για όσες εταιρείες επιλέξουν να επενδύσουν τα κέρδη τους. Στην πραγματικότητα, εξηγεί το ίδιο στέλεχος, δεν υπάρχει δημοσιονομικό κόστος, καθώς η προκαταβολή φόρου συνιστά «άτοκο δανεισμό» των επιχειρήσεων προς το κράτος.
Με τον συντελεστή υπολογισμού της προκαταβολής στο 100%, ο νομοθέτης προβλέπει ότι η επιχείρηση θα έχει τα ίδια κέρδη και την επόμενη χρονιά προεισπράττοντας τον φόρο που αναλογεί 12 μήνες νωρίτερα. Και αν η επιχείρηση εμφανίσει λιγότερα κέρδη, ουσιαστικά περιμένει έναν ολόκληρο χρόνο για να πάρει πίσω τα χρήματά της.
Επειδή μέσω της προκαταβολής φόρου το Δημόσιο εισπράττει κάθε χρόνο ποσό της τάξεως των 2 δισ. ευρώ (σ.σ. τόσα έχουν προϋπολογιστεί για φέτος) η μείωση του συντελεστή από το 100% στο 70% προϋποθέτει ότι θα βρεθεί πηγή χρηματοδότησης, καθώς ειδικά κατά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του μέτρου –που η ελληνική κυβέρνηση ευελπιστεί να είναι η φετινή χρονιά– τα έσοδα που θα βεβαιωθούν θα είναι μειωμένα κατά τουλάχιστον 300-400 εκατ. ευρώ, ανάλογα βεβαίως και με την ανταπόκριση που θα υπάρξει από την πλευρά των επιχειρήσεων.
Αν το ελληνικό αίτημα γίνει αποδεκτό, το ποσό του φόρου που θα κληθούν να πληρώσουν όσες (κερδοφόρες) επιχειρήσεις εκδηλώσουν ενδιαφέρον για επενδύσεις, θα είναι μειωμένο κατά 50% σε σύγκριση με το 2019, καθώς ο μειωμένος συντελεστής υπολογισμού της προκαταβολής (70% αντί για 100%) θα επιβληθεί επί χαμηλότερου ποσού φόρου αφού ο τελευταίος θα υπολογίζεται με συντελεστή 24% και όχι 28%.
Το χρονοδιάγραμμα για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (μεταξύ των οποίων και των εργοδοτικών), αλλά και τη 2η φάση μείωσης του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 24% στο 20%, παραμένει ακόμη ανοικτό. Η κυβέρνηση θέλει να επιταχύνει τον ρυθμό μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, κρίνοντας ότι αυτό το μέτρο ωφελεί το σύνολο των επιχειρήσεων και όχι μόνο τις κερδοφόρες. Για τους εργοδότες, η ασφαλιστική εισφορά είναι προγραμματισμένο να μειωθεί συνολικά κατά 2,4 μονάδες, κάτι που απαιτεί δημοσιονομικό χώρο της τάξεως των 550 εκατ. ευρώ (σ.σ. άλλα τόσα χρειάζεται η μείωση των εισφορών για τους εργαζομένους).
Η μείωση θα γίνει σταδιακά, αν και ο στόχος είναι να ολοκληρωθεί η παρέμβαση μέχρι το 2022 και όχι μέχρι το 2023. Από τον ρυθμό μείωσης του συντελεστή υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών θα εξαρτηθεί και το πότε θα γίνει η δεύτερη μείωση του συντελεστή υπολογισμού του φόρου από το 24% στο 20%. Το πιθανότερο είναι ότι θα αφορά τα κέρδη του 2021, ώστε το δημοσιονομικό κόστος των περίπου 500 εκατ. ευρώ να επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του 2022.
Χαμηλότερος ο «λογαριασμός» του 2020
Για τα τρία επόμενα χρόνια, τόσο η φορολογική επιβάρυνση όσο και το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων θα μειώνεται.
Το εκκαθαριστικό του 2020 θα «ξεφουσκώσει» κατά 50% σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2019, ενώ μόλις ολοκληρωθεί ο κύκλος των μειώσεων σε φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων και συντελεστή υπολογισμού της προκαταβολής, η επιβάρυνση θα «κλειδώσει» στο -30% σε σχέση με τα δεδομένα που ίσχυσαν το 2018, πριν δηλαδή ξεκινήσει ο κύκλος των ελαφρύνσεων.
Οσον αφορά το εργοδοτικό κόστος για την πληρωμή των μισθών, θα μειωθεί κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τη διαθέσιμη ρευστότητα των εταιρειών.
Τα νομικά πρόσωπα ήδη είχαν μια πρώτη ελάφρυνση από το 2019 καθώς έγινε νέα εκκαθάριση φόρου με μειωμένο συντελεστή υπολογισμού της προκαταβολής (95% αντί για 100%). Για το 2020 η ελάφρυνση σχεδιάζεται να είναι τριπλή.
Αν η μείωση του συντελεστή φορολόγησης στο 24% συνδυαστεί και με τη μείωση του συντελεστή της προκαταβολής από το 100% στο 70% (έστω για τις εταιρείες που θα προωθήσουν επενδύσεις), το φορολογικό βάρος θα μειωθεί περίπου κατά 52% για μια εταιρεία που θα εμφανίσει σταθερή κερδοφορία το 2019 συγκριτικά με το 2018.
Και αυτό διότι η προκαταβολή φόρου για το 2021 θα υπολογιστεί και με χαμηλότερο συντελεστή και επί χαμηλότερης βάσης. Την πρώτη μείωση του εργοδοτικού κόστους, οι επιχειρήσεις θα τη δουν από τον προσεχή Ιούνιο. Για εργαζόμενο με μεικτές αποδοχές 10.000 ευρώ, ο εργοδότης θα πληρώνει 12.433 ευρώ από 12.481 ευρώ.
Με την πλήρη εφαρμογή όλων των μέτρων (δηλαδή με τη δεύτερη φάση μείωσης του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων, αλλά και τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών κατά 2,4 μονάδες):
Το εκκαθαριστικό για κέρδος 100.000 ευρώ θα φτάνει να δείχνει φόρο 17.200 ευρώ (σ.σ. ο οποίος μετά θα σταθεροποιηθεί στις 20.000 ευρώ) από 29.000 ευρώ που ήταν η επιβάρυνση το 2018, ενώ ο εργαζόμενος των 10.000 ευρώ μεικτά θα κοστίζει στην επιχείρηση 12.243 ευρώ από 12.481 ευρώ που είναι το σημερινό κόστος.