Ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν από την κατέρρευση των τιμών του πετρελαίου
Η πτώση των τιμών του πετρελαίου είναι ένα σύμπτωμα σε μια ακολουθία συμπτωμάτων που δείχνουν τη βαθιά κρίση στην οποία έχει περιέλθει η παγκόσμια οικονομία εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας του νέου κορωνοϊού.
Η πιο προφανής εξήγηση για την πτώση της τιμής του έχει να κάνει με την απλή διαπίστωση της αντίστοιχης κατάρρευση της ζήτησης.
Οι περισσότερες χώρες αντιμετωπίζουν μεγάλη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και της εμπορικής δραστηριότητας άρα και της κατανάλωσης ενέργειας. Οι άνθρωποι δεν κινούν τα αυτοκίνητά τους εφόσον υπάρχουν περιορισμοί στην κυκλοφορία και πρέπει να «μείνουν σπίτι». Μεγάλο μέρος του παγκόσμιου αεροπορικού επιβατικού στόλου είναι καθηλωμένο.
Η υποχώρηση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου έχει οδηγήσει και στον περιορισμό του διαθέσιμου αποθηκευτικού χώρου. Ακόμη και αγοραστές που θα ήθελαν να εκμεταλλευτούν τις ήδη χαμηλές τιμές και να διαμορφώσουν στοκ που θα ήλπιζαν να πουλήσουν σε επόμενη φάση σε σχετική υψηλότερη τιμή, διαπιστώνουν ότι δεν έχουν που να αποθηκεύσουν το πετρέλαιο. Εξ ου και η εμφάνιση αρνητικών τιμών σε προθεσμιακά συμβόλαια για τον Μάιο.
Μικρή σημασία έχει ότι η εμφάνιση αρνητικών τιμών σε προθεσμιακά συμβόλαια (που δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα πραγματοποιηθούν και οι σχετικές αγοραπωλησίες) ήταν και ένα «τεχνικό» θέμα που είχε να κάνει με την τυπική ημερομηνία λήξης της διαπραγμάτευσης τέτοιων συμβολαίων για τον Μάιο. Το βασικό ήταν ο ίδιος ο συμβολισμός ότι οι παραγωγοί ήταν έτοιμοι ακόμη και να πληρώσουν για να διαθέσουν την παραγωγή τους.
Πάντως ακόμη και εάν προσπεράσουμε τα προθεσμιακά συμβόλαια του Μαΐου, με τις ιδιαιτερότητές τους, και η τιμή αναφοράς του Brent υποχώρησε σημαντικά αγγίζοντας σε κάποιες στιγμές τα χαμηλότερα επίπεδα από το 2002, πέφτοντας κάτω από τα 20 δολάρια το βαρέλι. Αντίθετα, συμβόλαια για μεταγενέστερες ημερομηνίες, όπως του Νοεμβρίου, διατηρήθηκαν σε πιο υψηλές τιμές, με τους επενδυτές να ποντάρουν σε αύξηση της ζήτησης μέχρι τότε.
Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν εκτιναχθεί οι ναύλοι για σουπερτάνκερ VLCC που μπορούν να αποθηκεύσουν ακόμη και δύο εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου το καθένα.
Η προσπάθεια αποφυγής του πολέμου τιμών στο πετρέλαιο
Το φαινομενικό παράδοξο με την κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου είναι ότι ήρθαν αμέσως μετά την επίτευξη μιας υπό κανονικές συνθήκες ιστορικής συμφωνίας για τον περιορισμό της παγκόσμιας παραγωγής με σκοπό τη συγκράτηση των τιμών. Η πρόσφατη συμφωνία σε επίπεδο OPEC+, επί της ουσίας μια συμφωνία ανάμεσα στην Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία, για μείωση της παγκόσμιας παραγωγής κατά 9,7 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, σε συνέχεια του «πολέμου τιμών» του Μαρτίου, δεν κατάφερε τελικά να συγκρατήσει τις τιμές του πετρελαίου.
Αυτό είναι λογικό εάν αναλογιστούμε ότι σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (IEA) η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου τον Απρίλιο υποχώρησε κατά 29 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα σε σχέση με ένα χρόνο πριν, το χαμηλότερο επίπεδο ζήτησης από το 1995. Η IEA εκτιμά ότι η μείωση της ζήτησης για το δεύτερο τρίμηνο του 2020 θα κυμανθεί τελικά στα 23,1 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα και σε ετήσια βάση θα είναι 9 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Αντίστοιχα η ΙΕΑ εκτιμά ότι η παγκόσμια διύλιση θα πέσει κατά μέσο όρο το 2020 κατά 7,6 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα και τα διυλιστήρια αναμένεται ότι στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 θα απορροφούν κατά μέσο όσο 16 εκατομμύρια βαρέλια πετρέλαιο λιγότερα.
Όλα αυτά δείχνουν ότι οι διεθνείς αγορές ενέργειας προεξοφλούν μια παρατεταμένη μείωση της ζήτησης και μια υποχώρηση των τιμών ακόμη και με αυτές τις μειώσεις της παραγωγής.
Κερδισμένοι και χαμένοι
Μέσα σε αυτό το τοπίο κάποιοι είναι κερδισμένοι και κάποιοι χαμένοι.
Στους ιδιότυπα κερδισμένους είναι η Κίνα, μια χώρα που κατεξοχήν εξαρτάται από μεγάλες εισαγωγές για να καλύψει τις ανάγκες της σε ενέργεια. Παρότι η Κίνα κατέγραψε τη χειρότερη οικονομική της επίδοση από το 1992 για το πρώτο τρίμηνο του 2020 (που συνέπεσε με το ξέσπασμα της επιδημίας του νέου κοροναϊού), με μία υποχώρηση -6,9% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο την προηγούμενη χρονιά, οι εισαγωγές πετρελαίου της αυξήθηκαν όλη αυτή την περίοδο. Είναι προφανές ότι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο εκμεταλλεύεται τις χαμηλές τιμές για να αυξήσει τα αποθέματά του.
Στους χαμένους αντίθετα αναμένεται να βρεθούν οι αμερικανοί παραγωγοί σχιστολιθικού πετρελαίου. Παρότι μπόρεσαν τα προηγούμενα χρόνια να μειώσουν σημαντικά το κόστος παραγωγής τους στα 45 δολάρια το βαρέλι, θα συναντήσουν μεγάλα προβλήματα σε μια αγορά όπου το πετρέλαιο κινείται κάτω από τα 30 δολάρια. Την ίδια ώρα ο κλάδος αυτός στις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα υπερχρεωμένος, με συνολικό κόστος 200 δισεκατομμύρια. Εξ ου και η προσπάθεια του προέδρου Τραμπ να εξασφαλίσει μεγάλες επιδοτήσεις για τον κλάδο πετρελαίου.
Στους χαμένους, όμως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είναι και χώρες που στηρίζονται κατεξοχήν στις εξαγωγές πετρελαίου όπως η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία που λόγω των χαμηλών τιμών και της μειωμένης ζήτησης θα δουν υποχώρηση και του συνολικού τους εισοδήματος.