Πληθαίνουν οι ενδείξεις για ύφεση της οικονομίας


Οι μεγαλύτερες ετήσιες μειώσεις καταγράφηκαν στις τιμές των καυσίμων και δη 28,6% στο φυσικό αέριο και 25,1% στο πετρέλαιο θέρμανσης. Από την άλλη, οι μεγαλύτερες ετήσιες αυξήσεις τιμών καταγράφηκαν στις τιμές φρούτων (26,5%), κάτι που κυβερνητικά στελέχη το αποδίδουν στις αυξημένες εξαγωγές στο εξωτερικό.

Αρνητικός οιωνός για την πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) για τις εμπορευματικές συναλλαγές της χώρας κατά τον μήνα Μάρτιο και τον δείκτη τιμών καταναλωτή για τον μήνα Απρίλιο. Οι εξαγωγές, με εξαίρεση τους κλάδους τροφίμων και χημικών, κατέγραψαν σημαντική μείωση, επηρεασμένες από τις συνθήκες χαμηλής ζήτησης που διαμορφώθηκαν τον Μάρτιο σε βασικούς προορισμούς των ελληνικών προϊόντων, ενώ τον Απρίλιο, με τη χώρα σε lockdown, σημειώθηκε αρνητικός πληθωρισμός και μάλιστα σε επίπεδα που είχαμε να δούμε από τις αρχές του 2016, όταν η Ελλάδα βρισκόταν ακόμη σε καθεστώς αυστηρών κεφαλαιακών ελέγχων. Η μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, θετική εκ πρώτης όψεως εξέλιξη, στην πραγματικότητα πρόκειται για ακόμη μία ένδειξη εισόδου σε υφεσιακή περίοδο και σχετίζεται με την αναστολή πολλών οικονομικών δραστηριοτήτων και κατ’ επέκταση με τη μείωση των εισαγωγών.

Η σταδιακή άρση των μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό στις αγορές στις οποίες εξάγονται τα ελληνικά προϊόντα αναμένεται να περιορίσουν μέρος μόνο των απωλειών, καθώς και στις αγορές αυτές περιμένουμε οικονομική ύφεση και ίσως ακόμη μεγαλύτερη μείωση των εξαγωγών να εμφανισθεί μόνο στα στοιχεία του Απριλίου. Δεν είναι σίγουρο, ωστόσο, ότι θα συμβεί το ίδιο και στην περίπτωση του πληθωρισμού και μένει να δούμε εάν αυτή η διαμόρφωσή του στο -1,4% τον Απρίλιο σχετίζεται κυρίως με τη σημαντική μείωση στις τιμές των καυσίμων ή είναι αποτέλεσμα της μειωμένης ζήτησης, η οποία υπό τον φόβο της ανεργίας και της συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματος θα υποχωρήσει περαιτέρω.

Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ, η συνολική αξία των εξαγωγών κατά τον μήνα Μάρτιο διαμορφώθηκε σε 2,49 δισ. ευρώ έναντι 2,80 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2019, υποχωρώντας κατά 11,2%. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, η αξία των ελληνικών εξαγωγών τον Μάρτιο του 2020 μειώθηκε κατά 4,4% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περυσινό μήνα. Το πρόσημο στο α΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους παραμένει οριακά θετικό για τις ελληνικές εξαγωγές, με αύξηση 0,3% συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών και 4,9% εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών.

Η αύξηση των εξαγωγών τροφίμων και δευτερευόντων των ελαίων και των χημικών συγκράτησε περαιτέρω απώλειες στις εξαγωγές κατά τη διάρκεια του Μαρτίου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ) οι εξαγωγές τροφίμων, που αποτέλεσαν και τη δεύτερη μεγαλύτερη σε αξία κατηγορία, ενισχύθηκαν τον Μάρτιο κατά 15,5% και έφτασαν τα 452,9 εκατ. ευρώ. Οι εξαγωγές χημικών αυξήθηκαν κατά 9,9% και διαμορφώθηκαν σε 394,7 εκατ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές ελαίων αυξήθηκαν κατά 63,9% και διαμορφώθηκαν σε 57,2 εκατ. ευρώ.

Η συνολική αξία των εισαγωγών υποχώρησε κατά 9,8% τον Μάρτιο του 2020 σε σύγκριση με τον Μάρτιο του 2019, στα 4,28 δισ. ευρώ, ενώ η υποχώρηση είναι 8% εάν εξαιρεθούν οι εισαγωγές πετρελαιοειδών. Αποτέλεσμα: το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου περιορίστηκε κατά 7,9%, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών και κατά 13,1%, εάν αυτά εξαιρεθούν.

Προβληματισμό εξάλλου προκαλεί η υποχώρηση του δείκτη τιμών καταναλωτή κατά 1,4 τον Απρίλιο του 2020. Σημειώνεται ότι τελευταία φορά που καταγράφηκε αρνητικός πληθωρισμός σε αυτά τα υψηλά επίπεδα ήταν τον Μάρτιο του 2016 (-1,5%).

Οι μεγαλύτερες ετήσιες μειώσεις καταγράφηκαν στις τιμές των καυσίμων και δη 28,6% στο φυσικό αέριο, 25,1% στο πετρέλαιο θέρμανσης, 15,5% στα καύσιμα – λιπαντικά, 11,2% στις πατάτες και 6,2% στον καφέ και στο τσάι. Από την άλλη, οι μεγαλύτερες ετήσιες αυξήσεις τιμών καταγράφηκαν στα ακόλουθα είδη: φρούτα (26,5%), θέμα μάλιστα για το οποίο υπήρξαν εκτενείς αναφορές το προηγούμενο διάστημα, με κυβερνητικά στελέχη να αποδίδουν τις αυξήσεις στις εξαγωγές φρούτων στο εξωτερικό, χοιρινό κρέας (6,8%), αλλαντικά (5%), γιαούρτι (4,7%) και φαρμακευτικά προϊόντα (3,9%). Και στην τελευταία αυτή κατηγορία παρατηρήθηκαν ανατιμήσεις οι οποίες αποδόθηκαν στην υψηλή ζήτηση για κάποια είδη, λόγω της πανδημίας.

kathimerini.gr